Προδημοσίευση τριών ποιημάτων από τη νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Αλισάνογλου «Κυψέλες», η οποία κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Κίχλη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
[ Τὸ νὰ ταξιδεύεις στὸ ἄγνωστο θὰ σὲ ἐξοντώσει ]
Μιὰ ὑποψία ἐλευθερίας (ποὺ πιὰ εἶχε χαμηλώσει στὸ ὕψος τῶν ποδιῶν) ὅπου κανεὶς δὲν γνώριζε ὅτι ὑπάρχει
ξέρω, αὐτὸς εἶναι ὁ τόπος (ὅμως συνέχισε νὰ πετᾶς πρὸς τὴν πλευρὰ τοῦ ῎Αμλετ καὶ τῶν συνενόχων)
οὔτε κατοικία οὔτε νίκη καμιὰ
μόνο μιὰ μηδαμινὴ πιθανότητα νὰ ξεφύγεις
ἀπ’ αὐτὴ τὴν πόλη ποὺ τὸ ἐλάχιστο συναίσθημα ἐντοπίζεται σὲ γδαρμένους ἀγκῶνες εὐμετάβλητα ἀπογεύματα καὶ ὀδυνηροὺς ἀποχωρισμοὺς
λένε πὼς στὸ τέλος τῆς διαδρομῆς θὰ βρεῖς τὸν ἑαυτό σου στὴν αἰώνια πρασινάδα
τοῦ λαστιχένιου χλοοτάπητα
(ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ἐξοχὴ εἶναι γεμάτη φρενοβλαβεῖς, ψύλλους, κόκκινο κρέας, βαρεμάρα κ.λπ., κ.λπ.)
⁜ ⁜ ⁜
[ Αἰσθήματα χωρὶς τόπους – ΙΙ ]
Αὐτὴ ἡ νύχτα εἶναι συναίσθημα χωρὶς τόπο
ὁριζόντιο τάνυσμα σὰν χασμουρητὸ
ἀπὸ τὴ σπηλιὰ τῶν χειλιῶν σου
κάθε βράδυ, ἡ ἴδια ὁριζόντια στιγμὴ
μιὰ ρωγμὴ στὴν ἐρυθρότητα τῆς ὕπαρξης
ἡ ζωντανή σου μορφὴ στέκεται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἀνάμεσα στὰ ἱδρωμένα ἀγάλματα
ἁπαλὸς κραδασμὸς ὅταν ἡ ἱστορία εἰσέρχεται
στὴν ἀνάσα – ἡ σιωπή σου ἀλλάζει σὲ μουρμουρητὸ
αὐτὴ ἡ στιγμὴ εἶναι συναίσθημα δίχως τόπο
γιατὶ οἱ τόποι ποὺ γνώρισα ἤτανε τόποι συνεχῶς σὲ φυγὴ μέρη χωνεμένα μὲς στὰ ἐρείπια τῆς ἴδιας τῆς κίνησής τους ἐσύ, ἐγὼ καὶ ὁ κενὸς χῶρος – ἀποτελοῦμε τὴν ἴδια μας τὴν ἀπουσία
[ γνωρίζουμε τόσο καλὰ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον δίχως νὰ συναντιόμαστε ]
⁜ ⁜ ⁜
[ Ὅπως εὐωδιάζει ἡ τελευταία νύχτα στὴ γῆ ]
Οἱ μέλισσες – μικρὰ χερουβείμ, περιπλανῶνται μόνες στὸν κόσμο
ἐκεῖ ποὺ ἡ ἀγωνία μας περιγελᾶ τὰ πάντα – περιπλανῶνται μόνες στὴν πόλη
περιπλανῶνται σὲ ἄδεια δωμάτια – περιπλανῶνται στὴ σπηλιὰ τοῦ μυαλοῦ μου
ἡ τελευταία λέξη ἀνήκει σ’ αὐτές, ἐκεῖνες εἶναι ἡ μοναδικὴ εὐκαιρία στὴ γῆ
ἡ εὐωδιὰ τῶν ἄνθεων, περνάει μέσα ἀπὸ τὴν θερμοκρασία τῆς λευκῆς νύχτας
καὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ στῆθος σου – ἔτσι ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους μὲ αἰώνια λατρεία
ἡ καθαρότητα τοῦ μελιοῦ!
ὁ οὐρανὸς εἶναι ἐλευθερία ἀπὸ ἕναν ἄλλο κόσμο – μπορεῖ νὰ φθάνει ἀκόμα
καὶ μετὰ τὴν ἄνοιξη – σὲ ἕναν τόπο ὅπου ξέρει καλὰ νὰ ἀνθίζει
ὅπως χιλιάδες μέλισσες μαζεύονται, σκορπίζουν στὸν ἀέρα
ὅπως πετᾶνε ἀπὸ λουλούδι σὲ λουλούδι δίχως νὰ βιάζονται
ἀνακατώνοντας τὴ γύρη, ἀνακατώνοντας μιὰ παράξενη περίοδο
τῆς ἱστορίας
δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ ὑπάρξουμε μαζί, σὲ ὅ,τι εἶναι ἕτοιμο νὰ γεννηθεῖ
καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἕτοιμο νὰ γεννηθεῖ, εἶναι ὅ,τι πιὸ ἀληθινὸ ὑπάρχει στὴ γῆ
μιᾶς καὶ ἀκόμη στερεῖται νοήματος καὶ σημείου
δὲν ξέρω ἂν θὰ ὑπάρχει αὔριο ὁ κόσμος
δὲν ξέρω ἂν θὰ ὑπάρχει αὔριο ὁ ἔρωτας
ὅμως ὅταν μὲ θυμᾶσαι,
νὰ θυμᾶσαι αὐτὸ
ὅμως ὅταν μὲ θυμᾶσαι,
νὰ θυμᾶσαι αὐτό_