
Προδημοσίευση από το βιβλίο του Παναγιώτη Γούτα «Μποέμ και Ρικάρντο - Τρεις νουβέλες και μια συνάντηση», που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Κέδρος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΤΥΜΒΟΣ
«Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος
είναι ίσως και οι δύο παρόντες στον μέλλοντα χρόνο,
και ο μέλλων χρόνος περιέχεται στον παρελθόντα χρόνο. Αν όλος ο χρόνος είναι αιωνίως παρών
όλος ο χρόνος δεν μπορεί να πληρωθεί».
Τόμας Έλιοτ, Τέσσερα κουαρτέτα, μτφ. Χάρης Βλαβιανός
Στο μέσον της νήσου Σενμαλίτσο, σε κάποιες αχαρτογράφητες γωνίτσες του αχανούς σύμπαντος, πολύ μακριά από τη γήινη ανθρωπογεωγραφία, υψώνεται ένας τεράστιος λόφος με πεθαμένα βρέφη. Η βάση αυτού του λόφου ήδη καλύπτει σχεδόν το ένα τέταρτο της έκτασης της νήσου, που με τη σειρά της έχει έκταση λίγο μικρότερη της Ορτυγίας αλλά, καταφανέστατα, μεγαλύτερη της Ευδαίμονος.
Η νήσος Σενμαλίτσο είναι ένας προθάλαμος ψυχών, ένας μεταβατικός τόπος από όπου διέρχονται όλοι οι αναχωρούντες αθώοι αυτού του κόσμου, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, θρησκείας, εθνότητας και εποχής.
Οι άνθρωποι αυτοί, προτού η ψυχή τους αναπαυθεί οριστικά, ζουν κάποιες τελευταίες στιγμές, κυρίως διά της μνήμης, προετοιμαζόμενοι για το μεγάλο, αιώνιο, ανεπίστρεπτο ταξίδι της ψυχής στο αχανές και στο ανέκφραστο.
Το παράξενο με τη ζωή των αναχωρούντων αθώων είναι πως ο χρόνος παραμονής τους είναι αδιευκρίνιστος –από μερικές μόνο στιγμές μέχρι και αιώνες– και πως, ηλικιακά, αυτοί ολοένα και μικραίνουν, όχι όμως με σταθερή χρονική περιοδικότητα, αφού σ' αυτό το νησί η σύμβαση του χρόνου έχει καταλυθεί οριστικά.
Η αντίστροφη πορεία των αναχωρούντων αθώων έχει προορισμό και τέλος, αφού μόλις γίνουν νεογέννητα και η ψυχή αποχωριστεί διά παντός το βρεφικό τους σώμα, θα στοιβαχτούν σ' έναν τεράστιο λόφο, θυσία σ' έναν άγνωστο, απροσδιόριστο θεό.
Κάποια σκοτεινή και μη διασταυρωμένη διά του ορθού λόγου προφητεία, που συζητιέται στο νησί, λέει πως όταν ο λόφος υπερκαλύψει όλη την έκταση του νησιού και αυτό βουλιάξει από το βάρος των ανυπολόγιστων σε αριθμό αθώων βρεφών, τότε οι ψυχές θα ξαναζήσουν ευτυχισμένες, χωρίς φθαρτό σώμα, σε άλλο επίπεδο, με άλλη υπόσταση, σε άλλη διάσταση, βιώνοντας και συναποτελώντας αυτό που ορίζουμε ως Παράδεισο.
Οι ψυχές όχι μόνο των αθώων ανθρώπων που αποδήμησαν, αλλά οι ψυχές όλων των ανθρώπων που πάτησαν το πόδι τους στον πλανήτη γη, από τη στιγμή που αυτός δημιουργήθηκε ύστερα από την πρώτη έκρηξη του σύμπαντος μέχρι σήμερα.
Κάποια σκοτεινή και μη διασταυρωμένη διά του ορθού λόγου προφητεία, που συζητιέται στο νησί, λέει πως όταν ο λόφος υπερκαλύψει όλη την έκταση του νησιού και αυτό βουλιάξει από το βάρος των ανυπολόγιστων σε αριθμό αθώων βρεφών, τότε οι ψυχές θα ξαναζήσουν ευτυχισμένες, χωρίς φθαρτό σώμα, σε άλλο επίπεδο, με άλλη υπόσταση, σε άλλη διάσταση, βιώνοντας και συναποτελώντας αυτό που ορίζουμε ως Παράδεισο.
Στον δυσθεώρητο αυτό λόφο μπορεί κάποιος να συναντήσει λογής λογής αθώες υπάρξεις, στοιβαγμένες, άπνοες, όμως ουδόλως δυσωδούσες:
Μικρά παιδιά όλων των εποχών που αφανίστηκαν από ανίατες ασθένειες, που η επιστήμη της ιατρικής δεν είχε τα μέσα και τους τρόπους τότε να θεραπεύσει.
Παιδιά και μεσήλικες που μολύνθηκαν από ακατάλληλο νερό, από ραδιενεργά υλικά ή χημικά κατάλοιπα.
Θύματα εκρήξεων ηφαιστείων, κατακρημνίσεων, τεράστιων παλιρροϊκών κυμάτων, τυφώνων ή καταστροφικών τεκτονικών αλλαγών.
Αθώα παιδιά σε διδακτικά ιδρύματα που τα σκότωσαν ένοπλοι ψυχοπαθείς, οι οποίοι για ακατανόητους λόγους εισέβαλαν στους εν λόγω χώρους.
Αρρώστους νοσοκομείων ή τροφίμους ιδρυμάτων, που βομβαρδίστηκαν ανελέητα από στρατιωτικές δυνάμεις.
Αθώους στρατιώτες που, χωρίς τη θέλησή τους και ενάντια στις πεποιθήσεις τους, σφαγιάστηκαν σε πεδία μαχών, πολεμώντας για τα συμφέροντα των εκάστοτε ισχυρών της γης.
Φτωχούς ανθρώπους που τους αφάνισε η ασιτία και οι κακουχίες της ζωής.
Επαίτες, αναξιοπαθούντες γυρολόγους, κλοσάρ και ανθρώπους που δεν είχαν πού την κεφαλήν κλίνη, ή φιλάσθενους μοναχούς που απαρνήθηκαν τα εγκόσμια.
Ευαίσθητους ανθρώπους που οι συγκυρίες τούς οδήγησαν να δώσουν οι ίδιοι τέλος στη ζωή τους.
Αθώες γυναίκες, θύματα θρησκευτικών δεισιδαιμονιών, που ορίζουν τους αρσενικούς ως κυρίαρχους στον πλανήτη και τα θηλυκά ως κατώτερα όντα.
Τους μοιχούς και τις μοιχαλίδες στα σκοταδιστικά, θεοκρατικά καθεστώτα της Ανατολής.
Τους πολιτικούς και θρησκευτικούς κρατούμενους όλων των εποχών, που εξοντώθηκαν.
Τα θύματα των στυγνών αποικιοκρατών της Δύσης, που εξολόθρευσαν ολόκληρες κοινωνίες και ηπείρους, για να επεκτείνουν τη δική τους οικονομική δραστηριότητα και κυριαρχία.
Τους Ινδιάνους της Αμερικής, που εξολοθρεύτηκαν από τις κάννες του αμερικανικού στρατού.
Όλα τα θύματα βίας ανά τον κόσμο.
Τα εκατομμύρια των Εβραίων που οδηγήθηκαν στα κρεματόρια, πιστεύοντας οι ίδιοι, μέχρι τέλους, πως οδηγούνται σε τόπους αναψυχής ή εργασίας.
Τα θύματα δικαστικής πλάνης, που τα παιχνίδια της τύχης και της ζωής αλλά και διαβολικές συγκυρίες ή ανθρώπινες μηχανορραφίες τούς απομόνωσαν αδίκως σε φυλακές μέχρι τα υστερνά τους.
Τους πρόσφυγες όλων των εποχών που έχασαν τη ζωή τους αναζητώντας μια ήρεμη, αξιοπρεπή πατρίδα, μακριά από βία, πολέμους, φυσικές καταστροφές ή αναξιοπρέπεια.
Τα θύματα σεξουαλικής, πολιτικής, θρησκευτικής ή ρατσιστικής κακοποίησης και ανυπέρβλητου εμπαιγμού από ανθρώπους σκληρούς και ανάλγητους.
Κι άλλες, κι άλλες επίσης αναρίθμητες μεμονωμένες περιπτώσεις, ανυπολόγιστες ατομικές περιπτώσεις ή άπειρες κατατρεγμένες ομάδες ανθρώπων, όπου αθώοι, κουβαλώντας στους ώμους τον ασήκωτο σταυρό του μαρτυρίου, έφυγαν από αυτό τον κόσμο με ένα στυφό αίσθημα αδικίας στα χείλη, με την πίκρα μιας ζωής λειψής και ανολοκλήρωτης χαραγμένη βαθιά στα αυλάκια του προσώπου τους.
Τι ήταν λοιπόν όλο αυτό:
Ένας τεράστιος, ακατανόητος λόφος άψυχων βρεφών, ένα ανυπολόγιστο σε αριθμό ζωών συνονθύλευμα μάζας, σάρκας και αίματος, θυσία στον βωμό της ανθρώπινης σκληρότητας, που περιμένει κάποτε να δικαιωθεί.
Η αδίκως χαμένη αθωότητα αυτού του σκοτεινού πλανήτη – ίσως η βασικότερη αιτία της ταραγμένης μας ύπαρξης και της γήινης ανισορροπίας μας.
Στη νήσο Σενμαλίτσο περιφέρονται ασταμάτητα ανθρωπόμορφοι άγγελοι ή άλλα παράξενα όντα, αλλόκοτα, σβέλτα ανθρωποειδή με παραμορφωμένο κεφάλι ή σώμα, με ουρά, θαρρείς βγαλμένα από πίνακες του Ιερώνυμου Μπος, ίσως γιατί το λαμπερό με το σκοτεινό, το αγγελικό με το δαιμονικό οφείλουν να συμβαδίζουν αρμονικά σ' αυτό τον ενδιάμεσο τόπο, στον προθάλαμο της ύπαρξης με τη μη ύπαρξη, στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου.
Περιποιούνται τους αναχωρούντες αθώους κάνοντας τυπικές χειρονομίες, τους σκεπάζουν τις κρύες μέρες με φανταστικές, ανύπαρκτες κουβέρτες, τους δροσίζουν τις μέρες του καύσωνα με φύλλα από φοίνικες, τους σιτίζουν προσφέροντάς τους φανταστικά εδέσματα, τους πλένουν, τους ψυχαγωγούν, τους περιθάλπουν, όχι γιατί οι αθώοι άνθρωποι έχουν ανάγκη από υλική φροντίδα –ποιος νεκρός, άλλωστε, νοιάζεται γι' αυτά;–, αλλά για να διατηρηθεί στη μνήμη τους η ιδέα της φροντίδας, ιδέα υπερπολύτιμη και θεραπευτική, τώρα που η ψυχή θα αποχωριστεί οριστικά από το σώμα, το αγνό εμβρυϊκό σώμα, που προορισμό έχει να γιγαντώσει τον λόφο, για να βρει τελικώς η ψυχή τον παράδεισό της.
Η βλάστηση είναι πλούσια, σχεδόν οργιώδης, οι βροχές άφθονες, άλλοτε ζεστές και άλλοτε κρύες, οι εποχές εναλλάσσονται με εκπληκτική ταχύτητα και ο χρόνος –ο μη χρόνος, καλύτερα– κυλάει αθόρυβα και απλά, χωρίς κανείς να τον αντιλαμβάνεται, να τον καταμετρά, να τον εκμεταλλεύεται ή να τον εκβιάζει.
Ο Μποέμ, δεκάχρονο πια αγόρι, πλευρίζει τον δίχρονο Ρικάρντο, που μπορεί να αντιλαμβάνεται και να νιώθει τις καταστάσεις και τις σκέψεις των ανθρώπων όπως ένας σοφός υπερήλικας. Νιώθει πως το ότι παραμένει επί έντεκα δεκαετίες στην ηλικία των δέκα χρονών ίσως και να οφείλεται σε κάποια μαγική ιδιότητα, σε κάποια μυστηριώδη δύναμη που αντλεί από το μικρό αυτό αγόρι. Πολλοί άνθρωποι γύρω του, ευρισκόμενοι κι αυτοί στον προθάλαμο της άλλης ζωής τους, απορούν μ' αυτή την πολύχρονη καθήλωσή του στην ίδια ηλικία και τον αποκαλούν «άγιο». Ένας μυστηριώδης άγιος που παραμένει εσαεί παιδί κι αργεί να λάβει τη θέση του στον λόφο των εμβρύων.
Ο Μποέμ μιλάει στο μικρό αγόρι με τις ώρες, του κάνει λόγο για τις ομορφιές του νησιού του, της Σκιάθου, για τον προορισμό της γήινης ζωής του.
– Υπήρχε πολύ πράσινο σ' εκείνο το νησί, αγόρι μου. Δέντρα, θάμνοι, δάση, νερά, θάλασσα. Και ενδιαφέροντες άνθρωποι. Ήταν ένας γαλήνιος και ευλογημένος τόπος. Θυμάμαι ακόμα τις ευωδιές της άνοιξης, τους ήχους των μικρών ζώων και των εντόμων, τον ψίθυρο της βροχής αλλά και τις φουρτούνες της θάλασσας. Τα τεράστια κύματα στο «κρυφό» Μανδράκι, που κατάπιναν τις βάρκες των ψαράδων σαν καρυδότσουφλα. Θυμάμαι πολύ καθαρά πολλούς απλούς ανθρώπους του νησιού μου. Και θυμάμαι πως έγραψα ολόκληρα βιβλία γι' αυτούς. Μοιάζει πολύ το νησί μας μ' εκείνο το παλιό νησί, τον τόπο της αλλοτινής ζωής μου. Πόσα χρόνια πέρασαν άραγε από τότε; Ποιος να ξέρει...
– Εγώ στη γειτονιά της δικής μου πατρίδας θυμάμαι μόνο παιχνίδι. Τρεχαλητά και λαχανιάσματα και μια μπάλα θαρρείς αιώνια κολλημένη στα πόδια μου, να την κλοτσώ στα στενοσόκακα. Γκελ και τακουνάκια με την μπάλα, και τους φίλους μου να την αποσπούν βίαια από τα πόδια μου, για να συνεχίσουν το δικό τους παιχνίδι...
– Μόνο αυτά θυμάσαι από εκείνα τα χρόνια;
– Όχι. Και μια εκδρομή με τους γονείς μου στη Βαρκελώνη, για να δούμε τον Μέσι. Ύστερα ο μπαμπάς και η μαμά έμειναν ακίνητοι μέσα στο αμάξι, αίμα έρεε από μύτες και στόματα, κι εγώ πήρα τους δρόμους κλαίγοντας, μην ξέροντας πού να πάω. Μετά, θυμάμαι τις μοναχές του ελέους που με ανέλαβαν. Την αδελφή Μαγκνταλένα τη θυμάμαι πολύ καθαρά. Τα τρυφερά της δάχτυλα, τα μάτια της, το χνότο της, το χαμόγελό της. Την αδελφή Ισιδώρα, κάπως πιο θαμπά. Ύστερα με πήγαν οι δυο τους σ' ένα νησί με παράξενους ανθρώπους. Εκεί δεν είχε ούτε μπάλα ούτε παιχνίδι. Ένας βράχος έρχεται στον νου μου και μου πλακώνει το στήθος. Μετά δεν θυμάμαι τίποτα...
Ο Μποέμ, συγκινημένος από τις αναμνήσεις του Ρικάρντο, τον ρωτάει:
– Θέλεις να σου δείξω από κοντά τον λόφο;
– Θέλω, αλλά φοβάμαι λιγάκι...
Προχωρούν αργά, μερικές δεκάδες μέτρων πιο κοντά
στον υπερμεγέθη λόφο με τα άπνοα βρέφη.
– Κοίτα, είναι τεράστιος. Φαίνεται, πλέον, και από το πιο απόμακρο σημείο του νησιού...
– Ουάουου! Πόσο πολλά βρέφη! Να τα μετρήσω;
– Μην παιδεύεσαι! Δεν θα μπορέσεις. Είναι αμέτρητα!
– Έτσι θα γίνουμε κάποτε κι εμείς;
– Έτσι ακριβώς. Αλλά μη σε λυπεί αυτό. Αυτό που βλέπεις δεν είναι θάνατος. Είναι ο προπομπός της αιώνιας ευτυχίας...
– Πότε θα βάλουν κι εμάς στον λόφο με τα βρέφη;
– Αυτό κανείς δεν το γνωρίζει με βεβαιότητα. Κανείς δεν μπορεί να το υπολογίσει...
– Γιατί άραγε;
– Γιατί εδώ που βρισκόμαστε υπάρχουν άλλοι νόμοι, διαφορετικοί από αυτούς που γνωρίζαμε ως τώρα. Για την ακρίβεια, δεν ξέρω ούτε εγώ τι ακριβώς συμβαίνει...
Ο δίχρονος Ρικάρντο νιώθει ήρεμος από τη συζήτησή του με τον Μποέμ, παρότι δεν του έχουν λυθεί βασικές απορίες. Και παρότι δεν πλησίασε και πάλι στον τύμβο τόσο κοντά όσο θα το ήθελε.
Ο Μποέμ τού χαϊδεύει τρυφερά το κεφαλάκι.
Πλάι τους μια παρέα από δεκάχρονα αγόρια –ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο άγιος Μάμας των χριστιανών, ο Οσμάν ο μουσουλμάνος που σφάχτηκε στην Παλαιστίνη από ξίφος σταυροφόρων, δύο Εβραιοπούλες που έλιωσαν στα κρεματόρια του Άουσβιτς, ο Αλέξης Γρηγορόπουλος κι ένα ζευγάρι Σύριων που πνίγηκαν στα μανιασμένα νερά του Αιγαίου μια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη– χαμογελούν, με μια σκανδαλιάρικη αθωότητα στο βλέμμα τους. Και ελάχιστα μέτρα μακριά του, μόνος του, ακουμπισμένος σ' έναν βράχο, ο δεκατετράχρονος Γιώργος Τραπακούρας, φορώντας τη στολή του σχολαρχείου Αμφίσσης, με τη χαρακτηριστική φράση «Σχολικόν έτος 1917-1918» χαραγμένη στο γείσο του πηληκίου του, ρεμβάζει στη γαλήνη του απογεύματος.
[...]