Προδημοσίευση από το βιβλίο της Εύας Στάμου «Τα κορίτσια που γελούν», που θα κυκλοφορήσει στις 15 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Αρμός.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Πώς τα μαλάκωνε όλα η απόσταση, η απομάκρυνση από την πηγή του θυμού, της θλίψης ή του πόνου. Όσα είχαν συμβεί στην Ελλάδα δεν τον αφορούσαν πια, σίγουρα όχι με τον ίδιο τρόπο.
Πώς τα μαλάκωνε όλα η απόσταση, η απομάκρυνση από την πηγή του θυμού, της θλίψης ή του πόνου. Όσα είχαν συμβεί στην Ελλάδα δεν τον αφορούσαν πια, σίγουρα όχι με τον ίδιο τρόπο. Η ένταση των συναισθημάτων του είχε ξεθυμάνει σαν ένα μπουκάλι παλιό κρασί που δεν είχε εμφιαλωθεί σωστά. Κι έπειτα νέες σκέψεις κι εμπειρίες συρρίκνωσαν τα γεγονότα του παρελθόντος στο μυαλό του ώσπου η σημασία τους ατόνησε ή έσβησε με τον καιρό. Καθισμένος πίσω από τα μεγάλα παράθυρα της βιβλιοθήκης Χέιντεν, ατενίζοντας τον ποταμό Τσάρλυ που διέσχιζε ήρεμα την πόλη, ένιωθε ότι ο ορίζοντάς του τελείωνε ακριβώς εκεί, τίποτε άλλο δεν υπήρχε παρά η ζωή του στη Βοστόνη: η διδασκαλία στο Τμήμα Λογοτεχνίας και το σπίτι στο Κέμπριτζ όπου τα απογεύματα τον περίμενε η Ρόντα.
Τις περισσότερες φορές λίγο μετά την επιστροφή του από τη δουλειά έφευγαν για γυμναστική, κανόνας της Ρόντα αυτός που ήταν γέννημα θρέμμα Βοστονέζα κι είχε μάθει από παιδί να πηγαίνει τ’ απογεύματα για τζόκινγκ στις όχθες του ποταμού, να κάνει κωπηλασία όταν ο καιρός το επέτρεπε, να παίζει τένις. Ο Σπύρος δεν ήταν αθλητικός τύπος. Ευνοημένος μ’ ένα ψηλό κι αδύνατο κορμί, δεν περνούσε πολύ χρόνο ούτε να σκέφτεται το σώμα του, ούτε να γυμνάζεται, αφού έβρισκε οτιδήποτε τον κρατούσε μακριά από τη δουλειά του βαρετό και άνευ αληθινού νοήματος. Σαν αγγαρεία τις ένιωθε τις απογευματινές αθλοπαιδιές, μα το άγχος του να μην απογοητεύσει τη Ρόντα τον ωθούσε να συνεχίζει και τουλάχιστον ως έναν βαθμό, να προσποιείται ότι τις απολαμβάνει. Δεν ήθελε να τον περνάει για λαπά, ούτε ήθελε να της δίνει την ευκαιρία να τον πειράζει για τη διαφορά της ηλικίας τους. Ήξερε ότι της άρεσαν οι γυμνασμένοι άντρες, την είχε πιάσει κάμποσες φορές να παρατηρεί με θαυμασμό τους φουσκωτούς ιστιοπλόους που σύχναζαν στα καφέ και τα εστιατόρια δίπλα στο ποτάμι.
Τις γαλήνιες μέρες διαδέχονταν μέρες ανησυχίας, καυγάδων, γκρίνιας, ακόμα και φυσικής βίας που πήγαζαν πάντα από την ανταγωνιστικότητα και τις ανασφάλειες του Σπύρου. Η Ρόντα έμοιαζε να έχει δεχτεί τον κύκλο που έκανε η συμπεριφορά του, τα παράπονα και τις παράλογες κατηγορίες που ακολουθούσε η συγγνώμη κι η εξιλέωση, την τρυφερότητα που δεν αργούσε ν’ αντικατασταθεί από βίαιες εκρήξεις και αυτοκαταστροφικότητα.
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, η Ρόντα ανησύχησε ότι έμεινε έγκυος. Πέρασαν μέρες να κουβεντιάζουν την πιθανότητα της εγκυμοσύνης πριν αποφασίσει να δει τον γυναικολόγο της που την διαβεβαίωσε ότι τίποτα τέτοιο δεν συνέβαινε και της έγραψε μια συνταγή για ορμόνες που θα βοηθούσαν τον κύκλο της να επανέλθει. Εκείνο το βράδυ η Ρόντα του είπε μιμούμενη το ύφος και το παρωχημένο λεξιλόγιο του ηλικιωμένου γιατρού πως «απ’ ό,τι φαίνεται ο σκληρός χειμώνας και το άγχος της δουλειάς έχουν τις συνέπειές τους στους ευαίσθητους γυναικείους οργανισμούς». Ο Σπύρος είχε σκεφτεί ότι το ίδιο ίσχυε και για τους ευαίσθητους αντρικούς οργανισμούς, μα δεν είχε μιλήσει.
[...]