alt

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Κώστα Ακρίβου «Γάλα μαγνησίας», που θα κυκλοφορήσει στις 4 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Την άλλη μέρα, την ώρα του εκκλησιασμού στον Άγιο Παντελεήμονα, το συζητήσαμε και αποφασίσαμε το απόγευμα να πάμε στο γήπεδο. Θα ανεβαίναμε στον λόφο της Γορίτσας και αποκεί θα βλέπαμε το τοπικό ντέρμπι Ολυμπιακός-Νίκη. Πλάκα θα είχε. Κι ακόμα μεγαλύτερη άμα βρίζονταν οι οπαδοί από τις δύο ομάδες, όπως είχε γίνει πέρυσι. Στράβωσε όμως το πράγμα και εγώ με τον Αχιλλάκο δεν πήγαμε· ήρθε μετά το φαγητό ο πατέρας του και τον πήρε. Είπε στον διάκο πως τον χρειάζεται για να τινάξουν τα μπουριά στη σόμπα. 

Ο πατέρας του προχωρούσε μπροστά και εμείς λίγα βήματα παραπίσω. Αν του ’βγαζες τη στριφτή μουστάκα, που τον έκανε να μοιάζει με Κλέφτη του ’21, ήταν ίδιος με τον Αχιλλάκο στο μπόι, στο πρόσωπο, στο πώς περπατούσε· καρμπόν πατέρας και γιος. Κουβέντα όμως μεταξύ τους καμία, λες και ήταν τσακωμένοι. Ποτέ δεν τους είχα δει να αλλάζουν έστω ένα χαμόγελο.

«Τι λες; Δεν έρχεσαι για παρέα;»

Πάντοτε αυτό γινόταν. Εμείς δεν βλέπαμε την ώρα να πάμε σπίτι μας και ο Αχιλλάκος, όταν ήταν να γίνει κάτι τέτοιο, κατέβαζε τα μούτρα. Ήξερα ποιος είναι ο λόγος, μου τα ’χε πει όλα. Ούτε τώρα του χάλασα το χατίρι. 

Ο πατέρας του προχωρούσε μπροστά και εμείς λίγα βήματα παραπίσω. Αν του ’βγαζες τη στριφτή μουστάκα, που τον έκανε να μοιάζει με Κλέφτη του ’21, ήταν ίδιος με τον Αχιλλάκο στο μπόι, στο πρόσωπο, στο πώς περπατούσε· καρμπόν πατέρας και γιος. Κουβέντα όμως μεταξύ τους καμία, λες και ήταν τσακωμένοι. Ποτέ δεν τους είχα δει να αλλάζουν έστω ένα χαμόγελο. Ο λόγος ήταν η Στριγκλίτσα, η γυναίκα που συζούσε με τον πατέρα του. Όχι πως ήταν καμιά κακιά γυναίκα· απλώς δεν ήταν η μάνα του. Τη μάνα του την είχε χάσει όταν πήγαινε στο δημοτικό. Αυτός ήταν και ο πιο σοβαρός λόγος που ο Αχιλλάκος δεν τα πήγαινε καλά με τον πατέρα του. 

Από το 1957 αγροφύλακας στο Προμύρι, στον Κατηγιώργη και στον Μουρτιά ήταν ο Βασίλης Μαραϊδώνης. Δουλειά του να εμποδίζει τις κλοπές ανάμεσα στους τσοπάνηδες, να λύνει τις διαφορές που είχαν οι γείτονες με τα ελαιοπερίβολα και να φυλάει μην τυχόν και μπουν κλέφτες στους μπαξέδες και στα αμπέλια. Ο πατέρας του Αχιλλάκου από τα χαράματα μέχρι το σούρουπο σέλωνε το άλογο, κρεμούσε στον ώμο το δίκαννο και έφερνε βόλτα όλη την περιοχή. Προσπαθούσε να μην αδικήσει κανέναν, αλλά και κανένας να μην έχει να πει το παραμικρό εναντίον του. Γι’ αυτό και δεν πολυσύχναζε στο καφενείο, ούτε έκανε κουμπαριές όπως του ζητούσαν πολλοί χωρικοί. Τόσα χρόνια στο πόστο του και όλοι τον σέβονταν, πολλοί μάλιστα τον φοβούνταν. Άρα τα πήγαινε καλά. Μέχρι που έφτασε η κακιά μέρα. Ζούσε τότε στο Προμύρι μια οικογένεια, οι Χαλάστηδες, που από τον πατέρα ως τον μικρότερο γιο είχαν βάλει σκοπό, αμέτι μουχαμέτι, να δικαιώ­σουν το όνομά τους. Κλεφτοκοτάς ο πατέρας, τη μάνα την είχαν πιάσει να σουφρώνει τη νύχτα ξένες μπουγάδες και τα τρία παιδιά αλητάκια που γύριζαν με τις σφεντόνες και δεν άφηναν τζάμι σε παράθυρο απείραχτο. Πιο τζαναμπέτης ο δεύτερος, ο Παναγής. Πολλές φορές τον είχε πιάσει ο αγροφύλακας να μπαίνει στα ξένα κτήματα. Αν ήταν μόνο για να πάρει κανένα κυδώνι ή καλαμπόκι, το πολύ πολύ να τον χούχιαζε. Αλλά αυτός ήταν σκατόπαιδο. Μαζί με το κυδώνι έκοβε όλο το κλαδί· για ένα καλαμπόκι δεν δίσταζε να ξεριζώσει όλη την καλαμποκιά, ή, όταν ήθελε να κόψει σύκα, τραβούσε με δύναμη και έσπαγε την κλάρα απ’ το δέντρο. Τα έβλεπε αυτά ο αγροφύλακας και του ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι. Τον κυνηγούσε, τον μάλωνε, κάθε τόσο πήγαινε και έκανε παράπονα στον πατέρα του. Τίποτα. Εκείνο το πρωί τον είδε να μπαίνει σ’ ένα περιβόλι και τον παραμόνεψε. Για λίγο δεν ακουγόταν το παραμικρό. Ύστερα είδε δυο πουλιά να πετάνε ανήσυχα από δέντρο σε δέντρο. Έβγαλε προσεκτικά το κεφάλι πίσω απ’ τον θάμνο. Ο Παναγής είχε κατεβάσει από το δέντρο μια φωλιά, είχε καθίσει καταγής και έπαιρνε ένα ένα τα αυγά και τα πετούσε σημαδεύοντας το απέναντι δέντρο. Στο μεταξύ, τα πουλιά πετούσαν από πάνω του και έβγαζαν κάτι στριγκούς ήχους. Όρμησε και τον άρπαξε απ’ τον γιακά. Για μια στιγμή ο Παναγής τού ξέφυγε, αλλά ο αγροφύλακας έτρεξε και τον ξανάπιασε. «Κάτσε καλά!» του ’πε αγριεμένος. Αγρίμι ο δεκατετράχρονος πήγε πάλι να του ξεφύγει. Σκέφτηκε να τον σφαλιαρίσει, αλλά βρήκε καλύτερο να τον πάει σπίτι του μαζί με τη φωλιά για να δουν οι δικοί του τι ασχήμια είχε κάνει το παλιόπαιδο. Πώς όμως να τον κάνει καλά και να μην του ξεφύγει στον δρόμο; Ξεδίπλωσε λοιπόν την τριχιά που είχε μαζί του και τον έδεσε από τα χέρια, ενώ την άλλη άκρη την έδεσε στο σαμάρι. Το αγόρι ακολουθούσε πίσω από το ζώο και έβριζε συνέχεια τον αγροφύλακα, παλεύοντας να ελευθερωθεί. Απόμεναν καμιά διακοσαριά μέτρα για το χωριό, όταν το άλογο ξαφνικά αφηνίασε. Ήταν καλοκαίρι και οι σφήκες μπαινόβγαιναν στα αμπέλια. Μια σφήκα είχε τσιμπήσει τώρα το ζώο, που άρχισε να καλπάζει. Προσπάθησε ο αγροφύλακας να το ηρεμήσει· του κάκου. Ο μικρός από πίσω άρχισε στην αρχή να τρέχει κι αυτός, μα σε λίγο, μην μπορώντας να ακολουθήσει τον ξέφρενο ρυθμό του ζώου, έχασε τον βηματισμό του, έπεσε και άρχισε να σέρνεται πάνω στα χώματα και στις πέτρες. Ο αγροφύλακας πανικοβλήθηκε, να κάνει όμως καλά το ζώο δεν μπορούσε. Μονάχα κάπου κάπου γύριζε πίσω τα μάτια και κοίταζε τρομαγμένος. Όταν μπήκε στο χωριό και πέρασε μπροστά από το καφενείο, όλοι πετάχτηκαν όρθιοι. Με τα χίλια ζόρια κατάφεραν οι χωρικοί να σταματήσουν το ζώο και έτρεξαν αμέσως να λύσουν το παιδί. Ο Παναγής είχε το κεφάλι του ανοιγμένο και από τα χτυπήματα στις κοτρόνες τα μυαλά του είχαν χυθεί έξω. Το τι ακολούθησε, μου ’χε πει ο Αχιλλάκος, δεν ήθελε ούτε να τα θυμάται. Το χωριό έγινε άνω κάτω, τον πατέρα του τον πέρασαν από δίκη, τον έδιωξαν από την υπηρεσία, έκανε δυο χρόνια φυλακή και κάποιο βράδυ τον παραφύλαξαν απ’ το σόι του παιδιού και τον μαύρισαν στο ξύλο. Στο μεταξύ, στο χωριό συνέχισαν να ακούγονται κατάρες, ενώ πολλοί δεν τους έλεγαν πια ούτε «καλημέρα». Από την ντροπή και τη στενοχώρια η μάνα του βρήκε στην αποθήκη ένα κουτί με παραθείο και το ήπιε. Για τον εντεκάχρονο Αχιλλέα ήρθαν τα πάνω κάτω, του ’φυγε η γη κάτω από τα πόδια. Λίγο καιρό αργότερα τον πήρε ο πατέρας του και κατέβηκαν στην πόλη. Νοίκιασαν ένα ημιυπόγειο στη Νέα Δημητριάδα και λίγο μετά ο πατέρας του τα ’φτιαξε με τη ζωντοχήρα σπιτονοικοκυρά. Ο Αχιλλάκος τσίνησε. Καλύτερα εσώκλειστος στο οικοτροφείο, παρά νύχτα μέρα να τη βλέπει μπροστά του και να ακούει την τσιριχτή φωνή της. Όλα αυτά τα χρόνια ερχόταν κάπου κάπου ο πατέρας του και τον έπαιρνε, με δικαιολογία πάντα κάποια δουλειά. Έκανε τότε πέτρα την καρδιά ο Αχιλλάκος και τον ακολουθούσε. Ήθελε όμως κι εμένα μαζί του, γιατί φοβόταν μην του ξεφύγει καμιά βαριά κουβέντα ή για τον πατέρα του ή για τη Στριγκλίτσα. Ήξερε πως εγώ θα τον συγκρατούσα. 

«Καλώς τον Θανασάκη! Καλώς τον Αχιλλέα!»

Φορούσε μια λουλουδάτη ρόμπα και είχε βγει στην εξώπορτα να μας υποδεχτεί. 

«Καλησπέρα, κυρία Γιαννούλα» εγώ. 

Ο Αχιλλάκος κάτι γρύλισε μέσ’ από τα δόντια, ύστερα έσκυψε το κεφάλι. 

altΠεράσαμε όλο το απόγευμα με το να βγάζουμε τα μπουριά από τη σόμπα πετρελαίου και να τα τινάζουμε έξω στην αυλή. Ο κυρ Βασίλης ήταν ένας σβέλτος άντρας, όλο νεύρο και δύναμη οι κινήσεις του, σαν να ’βλεπα τον Αχιλλάκο σε μεγάλη ηλικία. Κουβέντες πολλές πολλές δεν είχε. Για λίγο μόνο ξεκίνησε να σφυρίζει ένα δημοτικό τραγούδι, μα το σταμάτησε απότομα. Εκείνο που δεν σταμάτησε ήταν να ρίχνει κλεφτές ματιές στον γιο του. Έλαμπαν τότε τα μάτια του, και μια φορά που ξεχάστηκε και καρφώθηκαν λίγο πιο πολύ τα είδα να γυαλίζουν. 

Ο Αχιλλάκος πάντως είχε δίκιο για τη φωνή της κυρα-Γιαννούλας. Λίγο αν την ξεσυνεριζόσουν, μπορούσε να σου σπάσει τα νεύρα. Όμως ήταν πρόσχαρη, όλο ευγένειες και χαμόγελα, τον Αχιλλάκο μού φάνηκε πως τον περιποιούνταν λίγο περισσότερο απ’ ό,τι εμένα. Ως και δεύτερο γλυκό τον κέρασε με το ζόρι, ενώ φεύγοντας του ’βαλε κρυφά στην τσέπη ένα τάλιρο. Νωρίτερα, την ώρα που πλενόμασταν στο πλυσταριό, ο κυρ Βασίλης είδε που ο Αχιλλάκος παιδευόταν να βγάλει τη μαυρίλα από τα χέρια του. Αμέσως σήκωσε τα μανίκια στο αμπέχονο από την παλιά στολή του αγροφύλακα και έκανε να τον βοηθήσει. Για μια στιγμή ο Αχιλλάκος πήγε να τραβηχτεί, ύστερα όμως άφησε τον πατέρα του να τον ξεπλύνει. Εγώ έκανα πως δεν βλέπω. 

Γυρίσαμε αργά στο οικοτροφείο, το βραδινό το είχαμε χάσει. Με το που περάσαμε την πόρτα, ακούσαμε φασαρία στον επάνω όροφο. Τρέξαμε να δούμε τι συμβαίνει. 

Το πρώτο που είδαμε ήταν ένας κύκλος που είχαν κάνει τα παιδιά στον διάδρομο ανάμεσα στους θαλάμους. Μικροί και μεγάλοι είχαν στριμωχτεί και φώναζαν, χτυπούσαν τα χέρια, άλλοι κορόιδευαν, άλλοι φώναζαν «μπράβο». Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών: δύο αγόρια κυλιόντουσαν στο πάτωμα. Χτυπιούνταν με μπουνιές, δαγκώνονταν, το ένα γρατζουνούσε το άλλο, στο δάπεδο αίματα. Με μια αεροπλανική λαβή ο Μικ είχε ρίξει ανάσκελα τον Σώτο και τον είχε ακινητοποιήσει ανάμεσα στα πόδια του. Με το αριστερό χέρι μάγκωσε σαν τανάλια τα δικά του, ενώ με το άλλο άρχισε να του ρίχνει απανωτά χαστούκια με τέτοια ταχύτητα και μανία, που τα ουρλιαχτά του Σώτου δεν προλάβαιναν να ακουστούν. Μερικά παιδιά ζητωκραύγαζαν. Ακούγονταν όμως και κάποιες άλλες φωνές: «Φτάνει!… Αρκετά!… Φτάνει τόσο!…». Όρμησα και τον τράβηξα απ’ τους ώμους. Ξαφνιασμένος σήκωσε τη γροθιά του, όμως την κατέβασε αμέσως μόλις είδε ποιος ήταν εκείνος που τον είχε τραβήξει. 

Τον είχε πει «Βρε κε κεξ κοάξ κοάξ». Και άλλη φορά ο Σώτος είχε κοροϊδέψει τον Μικ, ποτέ όμως με τέτοιον τρόπο. Κοίταζε να είναι πάντοτε σε θέση ασφαλείας, δηλαδή να βρίσκεται κοντά του ο διάκος, ή το πολύ πολύ ξεστόμιζε στα μουλωχτά κανένα «ο κικίμπας» όταν μιλούσε στους άλλους για τον Μικ. Από κείνη όμως τη μέρα που η Μοζαμβίκη μάς είχε κάνει το πλακατζίδικο κείμενο με τα βατράχια του Αριστοφάνη, ο Σώτος όποτε έβρισκε ευκαιρία κορόιδευε τον Μικ με το πώς σκούζουν τα βατράχια. Στα κρυφά όμως, ποτέ μπροστά του. Τώρα το έκανε. Όταν πήγαν στη Γορίτσα να δουν το ματς, είδαν πως ήταν κι αυτός εκεί. Ο Μικ κρύφτηκε πίσω από ένα πεύκο και του πετούσε κουκουνάρες. Αν είχε πάρει κι ο Σώτος κουκουνάρες και του πετούσε, ο Μικ θα το έπαιρνε για πλάκα. Αν τον φώναζε «μαλάκα» ή «άι γαμήσου!», δεν θα τον πείραζε. Ακόμα και να τον κάρφωνε στον διάκο, λίγο θα ήταν το κακό – άσε που δεν θα τον κάρφωνε, γιατί είχε και ο ίδιος χεσμένη τη φωλιά του: ο διάκος απαγόρευε και τον κινηματογράφο και το γήπεδο. Όμως τα πράγματα έγιναν αλλιώς. Τη στιγμή που την ώρα του φαγητού ο Μικ πήγε να βάλει νερό από την κανάτα, ο Σώτος γύρισε και είπε στον διπλανό του με φωνή που ακούστηκε σε όλο το τραπέζι: «Δίψασε ο Βρε κε κεξ κοάξ κοάξ». Αυτό ήταν. Δεν του ’φτανε που το είχε κρυφό καημό πως δεν θα γίνει ποτέ ένας δεύτερος Μικ Τζάγκερ, είχε τώρα και το κωλόπαιδο τον Σώτο να ρίχνει αλάτι εκεί που πονούσε. 

Μες στην αναστάτωση που ακολούθησε τον καβγά, κάποια στιγμή το μάτι μου έπιασε τον Βαγγελάκη. Είχε δει κι αυτός τον ξυλοδαρμό και, αν δεν είχα ακούσει λάθος, ένα από τα «Φτάνει!» ήταν δικό του. 

«Τι έγινε, ρε Βαγγελάκη, τρόμαξες;»

Δεν απάντησε. Όταν σήκωσε τα μάτια, είδα έναν διαφορετικό Βαγγελάκη. Με παραξένεψε, σαν να με κοίταζε όχι πολύ φιλικά. Είχε δίκιο ο κακόμοιρος. Όμως τέτοιους καβγάδες θα έβλεπε πολλούς μέχρι να φτάσει στην έκτη, τώρα είχε πάρει ξώφαλτσα το βάπτισμα του πυρός. Ήμουν έτοιμος να του το πω, όταν εκείνη την ώρα έκανε την εμφάνιση ο διάκος. Έλειπε σε κάποιον εσπερινό και τώρα επέστρεφε. Δεν πέρασαν δέκα λεπτά και είχε ενημερωθεί για το συμβάν. 

«Όλοι στην τραπεζαρία! Όλοι στην τραπεζαρία!»

Ήταν αναψοκοκκινισμένος όταν ανέβηκε στο υπερυψωμένο έδρανο. Μαζί του έφερε και ακούμπησε πάνω στο τραπέζι το τηλέφωνο που είχαμε έξω στον διάδρομο. Καταλάβαμε, θα ειδοποιούσε τους γονείς του Μικ. Από κάτω άκρα του τάφου σιωπή. Σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε στο μαύρο καντράν τον αριθμό. 

«Ναι;»

Νόμιζα πως θα μιλούσε με το καφενείο του χωριού για να ειδοποιήσουν το σπίτι του Μικ.

«Χωροφυλακή εκεί, παρακαλώ;»

Τώρα τα χρειαστήκαμε για τα καλά. 

«Θα ήθελα να σας αναφέρω ένα πολύ σοβαρό περιστατικό που έλαβε χώρα στο οικοτροφείο μας. Να μιλήσω με εσάς ή με τον διοικητή;»

Κοιταχτήκαμε με τον Μικ. Το αίμα απ’ το πρόσωπο του ’χε φύγει. 

«Ναι, κύριε διοικητά, καλησπέρα. Είμαι ο προϊστάμενος του εκκλησιαστικού οικοτροφείου της Ιεράς Μητροπόλεως και βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σας κάνω γνωστό ότι…»

Δηλαδή, δεν του έφτανε μια απλή τιμωρία ή να τα καρφώσει στον διευθυντή ή ακόμα να το καταγγείλει στον δεσπότη, ήθελε να μπλέξει και τους χωροφύλακες;

«…Ναι, ναι. Ευχαρίστως. Όχι, δεν έχουμε κανένα πρόβλημα για το ίδρυμα ανηλίκων στην Κασσαβέτεια. Θα σας περιμένουμε λοιπόν αύριο το πρωί. Καλή σας νύχτα! Καλή σας νύχτα!»

Κατέβασε το ακουστικό με ύφος θριαμβευτή. 

«Μπορείτε τώρα να πάτε στα κρεβάτια σας, το θέμα, όπως ακούσατε, τακτοποιήθηκε. Θα τα πούμε αύριο».

Την άλλη μέρα, μέχρι να γυρίσουμε από το σχολείο, το στομάχι μας είχε δεθεί κόμπος. Περιπολικό δεν είδαμε έξω από το οικοτροφείο, όμως την ώρα του φαγητού ο διάκος κοίταζε το ρολόι και έριχνε ματιές έξω απ’ το παράθυρο. Ο Μικ ούτε που ακούμπησε το πιάτο, εμένα και τη μία κουταλιά από τις φακές που έβαλα στο στόμα μου ’ρθε να την ξεράσω. 

Από τη σκασίλα μας δεν μπήκαμε στον κόπο να ανεβούμε στην ταράτσα, ανοίξαμε το παράθυρο και αποκεί φυσούσαμε έξω τον καπνό. Πολλά πολλά δεν λέγαμε. Και τι να πούμε! Ακόμα και η σκέψη να ’ρθει περιπολικό να πάρει τον Μικ για τις φυλακές ανηλίκων στην Κασσαβέτεια μας τρέλαινε. Θα συνεχίζαμε το φουμάρισμα, αν δεν ακουγόταν από την άλλη άκρη του θαλάμου κάποιος που φώναξε να κλείσουμε το παράθυρο γιατί είχε ξεπαγιάσει. 

Την άλλη μέρα, μέχρι να γυρίσουμε από το σχολείο, το στομάχι μας είχε δεθεί κόμπος. Περιπολικό δεν είδαμε έξω από το οικοτροφείο, όμως την ώρα του φαγητού ο διάκος κοίταζε το ρολόι και έριχνε ματιές έξω απ’ το παράθυρο. Ο Μικ ούτε που ακούμπησε το πιάτο, εμένα και τη μία κουταλιά από τις φακές που έβαλα στο στόμα μου ’ρθε να την ξεράσω. 

Λίγο προτού χτυπήσει το κουδούνι για την απογευματινή έξοδο, ο διάκος έστειλε ένα παιδί και φώναξε τον Μικ στο γραφείο του. Αυτό ήταν, τέρμα τα αστεία. Μάλλον από στιγμή σε στιγμή θα έρχονταν οι χωροφύλακες. 

Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και είδαμε να βγαίνει ένας άλλος Μικ, το πρόσωπό του έλαμπε. 

«Τη γλί…γλίτωσα! Έχω πά…πάθει την πλάκα μου!… Δεν θα το πι…πι…πιστέψετε!…»

Τι να πιστέψουμε και τι να μην πιστέψουμε; Ο διάκος τού είχε κάνει χοντρή πλάκα. Ψέματα είπε, ψέματα έκανε πως τηλεφώνησε. Ήθελε να τον τρομάξει, να τον κάνει να χάσει τον ύπνο του. Αφού οι άλλες τιμωρίες δεν έπιαναν τόπο, η απειλή για το κρατητήριο ανηλίκων ήταν η τελευταία λύση. Έτσι σκέφτηκε το κόλπο με το τηλέφωνο. Σε κανέναν δεν είχε τηλεφωνήσει, έναν ψεύτικο αριθμό πήρε. Μετά το έπαιξε ηθοποιός: μιλούσε στον αέρα· αυτός ρωτούσε, ο ίδιος απαντούσε. Μείναμε να κοιτάζουμε τον Μικ με ανοιχτό το στόμα. Αυτός δεν ήταν διάκος, διάβολος με ράσα ήταν! 

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Μαργαρίτα Ιορδανίδη» του Μιχάλη Μακρόπουλου (προδημοσίευση)

«Μαργαρίτα Ιορδανίδη» του Μιχάλη Μακρόπουλου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου «Μαργαρίτα Ιορδανίδη», η οποία θα κυκλοφορήσει στις 19 Απριλίου από τις εκδόσεις Κίχλη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Εἶχαν πιάσει γιὰ τὰ καλὰ οἱ ζέστες, καὶ τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ κανόνισαν ν...

«Κάτι σαν αγάπη» του Πολυχρόνη Κουτσάκη (προδημοσίευση)

«Κάτι σαν αγάπη» του Πολυχρόνη Κουτσάκη (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα του Πολυχρόνη Κουτσάκη «Κάτι σαν αγάπη – Μια υπόθεση για τον Γιώργο Δάντη», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 22 Απριλίου από τις εκδόσεις Πατάκη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Ιφιγένει...

«Επίνοια» του Κωνσταντίνου Γεωργάτου (προδημοσίευση)

«Επίνοια» του Κωνσταντίνου Γεωργάτου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Γεωργάτου «Επίνοια – Φιλοσοφικοί στοχασμοί», η οποία κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Αν Έχεις

Αν έχεις υγεία, ζεις σε ε...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

Τo «100 χρόνια μοναξιά» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έγινε σειρά

Τo «100 χρόνια μοναξιά» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έγινε σειρά

Η πλατφόρμα έδωσε στη δημοσιότητα το teaser trailer του σίριαλ 16 επεισοδίων που προσπαθεί να οπτικοποιήσει το εμβληματικό μυθιστόρημα «100 χρόνια μοναξιά» του νομπελίστα Κολομβιανού συγγραφέα. Κεντρική εικόνα: © Netflix. 

Επιμέλεια: Book Press

...
Στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος: Η Άννα Κοκκίνου διαβάζει τον «Μοσκώβ-Σελήμ» του Γεωργίου Βιζυηνού

Στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος: Η Άννα Κοκκίνου διαβάζει τον «Μοσκώβ-Σελήμ» του Γεωργίου Βιζυηνού

Την Κυριακή 28 Απριλίου στις 20:00 στον Φάρο του ΚΠΙΣΝ θα πραγματοποιηθεί η τελευταία ανάγνωση της επιτυχημένης σειράς «Παραβάσεις / Αναγνώσεις», του θεατρικού αναλόγιου που επιμελείται η σκηνοθέτης Σύλβια Λιούλιου. Αυτή τη φορά, η Άννα Κοκκίνου συνεργάζεται με τον Νίκο Βελιώτη και διαβάζει τον «Μοσκώβ-Σελήμ» τ...

Μια βραδιά για τον Νίκο Γκάτσο στην Καλαμάτα

Μια βραδιά για τον Νίκο Γκάτσο στην Καλαμάτα

Καλεσμένοι στη βραδιά μιλούν για το έργο του κορυφαίου στιχουργού, ενώ θα ακουστούν και τραγούδια σε ποίηση Νίκου Γκάτσου με τη Μαρία Κρασοπούλου και τον Νικόλα Παλαιολόγο.

Επιμέλεια: Book Press

Ο Δήμος Καλαμάτας και ο Τομέας Λόγου και Γραμμάτων της Κ.Ε. «ΦΑΡΙΣ», διοργανώνουν...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Μαργαρίτα Ιορδανίδη» του Μιχάλη Μακρόπουλου (προδημοσίευση)

«Μαργαρίτα Ιορδανίδη» του Μιχάλη Μακρόπουλου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου «Μαργαρίτα Ιορδανίδη», η οποία θα κυκλοφορήσει στις 19 Απριλίου από τις εκδόσεις Κίχλη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Εἶχαν πιάσει γιὰ τὰ καλὰ οἱ ζέστες, καὶ τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ κανόνισαν ν...

«Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή» του Αντρές Μοντέρο (προδημοσίευση)

«Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή» του Αντρές Μοντέρο (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Αντρές Μοντέρο [Andrés Montero] «Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή» (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου), το οποίο κυκλοφορεί στις 17 Απριλίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Η μονομαχ...

«Σχολείο για την αγάπη» της Ολίβια Μάνινγκ (προδημοσίευση)

«Σχολείο για την αγάπη» της Ολίβια Μάνινγκ (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Ολίβια Μάνινγκ [Olivia Manning] «Σχολείο για την αγάπη» (μτφρ. Φωτεινή Πίπη), το οποίο κυκλοφορεί στις 23 Απριλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Όταν έφτασαν στην κορυφή του λό...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Δεν είναι «έγκλημα πάθους» είναι γυναικοκτονία: 5 μελέτες για την έμφυλη βία

Δεν είναι «έγκλημα πάθους» είναι γυναικοκτονία: 5 μελέτες για την έμφυλη βία

Πέντε μελέτες αναδεικνύουν τις νομικές και κοινωνικές διαστάσεις των γυναικοκτονιών και συμβάλλουν στην κατανόηση των αιτίων που προκαλούν την πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας. Επειδή οι γυναικτοκτονίες δεν είναι «εγκλήματα πάθους» αλλά ανθρωποκτονίες με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

Γράφει η Φανή Χ...

Επιστήμη, φιλοσοφία, τέχνες, βιογραφίες, λογοτεχνία: Οι εκδόσεις Ροπή μέσα από 5 βιβλία τους

Επιστήμη, φιλοσοφία, τέχνες, βιογραφίες, λογοτεχνία: Οι εκδόσεις Ροπή μέσα από 5 βιβλία τους

Με έδρα τη Θεσσαλονίκη, οι εκδόσεις Ροπή επιδιώκουν μέσω των βιβλίων τους την αλληλεπίδραση των θετικών επιστημών με άλλα γνωστικά πεδία, δίχως διάθεση να απευθύνονται μόνο σε ειδικούς και «γνώστες». 

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

...
Aπό τον Γκάμπορ Μάτε έως τον Όσσο: 5 βιβλία για μια πιο υγιή και ισορροπημένη ζωή

Aπό τον Γκάμπορ Μάτε έως τον Όσσο: 5 βιβλία για μια πιο υγιή και ισορροπημένη ζωή

Πέντε βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα μάς δείχνουν τον δρόμο για μια πιο υγιή και ισορροπημένη ζωή, μέσα από δεδομένα που προέκυψαν από σημαντικές επιστημονικές έρευνες των τελευταίων ετών και από πολύτιμα αποστάγματα πνευματικής εμβάθυνσης. 

Γράφει η Ελεάνα Κολοβού 

...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

15 Δεκεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα 100 καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία του 2023

Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ποιήματα: Επιλογή 100 βιβλίων, ελληνικών και μεταφρασμένων, από τη βιβλιοπαραγωγή του 2023. Επιλογή: Συντακτική ομάδα της Book

ΦΑΚΕΛΟΙ