Προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Λεωφορείο - 19 Στάσεις», που θα κυκλοφορήσει στις 26 Απριλίου από τις εκδόσεις Πατάκη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Στάση Τέρμα – ή Αφετηρία
Είχα να μπω σε λεωφορείο πολλά χρόνια – μόλις βλέπω, πλέον, τέτοιο όχημα, με πιάνει αποστροφή, σαν να πρόκειται να μπω στην κλούβα ή σε ψυγείο μεταφοράς κρεάτων. Κι αυτό γιατί ως τα τριάντα μου κυκλοφορούσα μόνο με λεωφορείο ή με τα πόδια. Πρέπει να ’χω κάνει τόσα δρομολόγια όσα σχεδόν κι ένας οδηγός που πήρε σύνταξη απ’ τον ΟΑΣΘ. Όμως τότε περπατούσαμε και πολύ, χαλούσαμε ένα ζευγάρι παπούτσια τον χρόνο· μην κοιτάς τώρα που ένα ζεύγος μάς πάει μια πενταετία και το πετάμε όχι επειδή χάλασε αλλά από βαρεμάρα, να βάλουμε κάτι καινούργιο, κανένα «Adidas» με αερόσολα ή τίποτα «Hush Puppies», που αναπνέει και το πόδι.
Μεγάλωσα στην περιοχή Χαριλάου, στη φτωχοσυνοικία ακριβώς κάτω από το άλσος της Νέας Ελβετίας, στην οδό Νέα Ηρακλέους 47, σε μια μονοκατοικία τεσσάρων δωματίων με ελάχιστη αυλή. Και δεν ξέρω τι σχέση μπορεί να έχει αυτό το δασάκι πεύκων με τη Ζιρίχη ή τη Λοζάνη και το ονόμασαν Νέα Ελβετία – ίσως την ίδια που έχει στη Χαλκιδική η Σίβηρη με τη Σιβηρία.
Στη γειτονιά υπήρχαν μόνο χωματόδρομοι και η απόσταση απ’ το σπίτι ως την αφετηρία των λεωφορείων Χαριλάου, στην προέκταση της οδού Νέας Ηρακλέους, ήτανε γύρω στο χιλιόμετρο. Ξεποδάριασμα.
Στη γειτονιά υπήρχαν μόνο χωματόδρομοι και η απόσταση απ’ το σπίτι ως την αφετηρία των λεωφορείων Χαριλάου, στην προέκταση της οδού Νέας Ηρακλέους, ήτανε γύρω στο χιλιόμετρο. Ξεποδάριασμα. Οπότε, όλο τον χειμώνα και κάθε χειμώνα επί τριάντα χρόνια, για να πάρουμε το λεωφορείο περπατούσαμε χίλια μέτρα λάσπης κι άλλα τόσα στην επιστροφή. Θυμάμαι ότι η λασπουριά ή η σκόνη δεν έλειπε σχεδόν ποτέ και όταν ήταν να πάμε σε καμιά σοβαρή δουλειά ή σε τίποτα βαφτίσια και γάμους, τυλίγαμε τα παπούτσια μας με σακούλες νάιλον, που τις βγάζαμε και τις πετούσαμε φτάνοντας στο λεωφορείο, ενώ κρατούσαμε στην τσέπη κι άλλες δυο για την επιστροφή. Αλλιώς τα πατούμενα γίνονταν ασήκωτα τσαρούχια τον χειμώνα, βαριά αρβύλια, σαν λασπο-παγοπέδιλα, και δεν ήταν για κόσμο.
Και το λεωφορείο αυτό τόσα χρόνια το είχα σιχαθεί – αν κι είναι συνδεδεμένο με όλη μου τη νεότητα, την εφηβεία και μετά, δηλαδή με όλη την ταλαιπωρία. Δικό μου αυτοκίνητο, ένα μεταχειρισμένο «Φολκς Βάγκεν»-κατσαρίδα, απόκτησα μόνο στα τριάντα μου. Μέχρι τότε μου είχαν φάει τα νιάτα οι χειρολαβές και οι άβολες θέσεις της γραμμής Χαριλάου-Ν.Σ. Σταθμός, δηλαδή τα λεωφορεία με το νούμερο «10»· εξαιτίας τους αρνιόμουνα να διαβάσω και το ομώνυμο μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση, που το ανέγνωσα τώρα τελευταία και μετά λύθηκαν τα μάγια κι είπα να ξαναπάρω, έτσι, για λόγους μνήμης, μια φορά το «Δεκάρι».
Άφησα, λοιπόν, το ΙΧκοντά στην αφετηρία, αγόρασα δύο εισιτήρια από το περίπτερο και μπήκα στο λεωφορείο από τη νέα αφετηρία, που τώρα είναι λίγο πιο πάνω απ’ το Παλιό Τέρμα, εκατόν τόσα μέτρα πέρα από την κάτω πύλη του άλσους της Νέας Ελβετίας, δίπλα σε ένα διευθετημένο, κυκλικό παρκάκι με γρασίδι. Κάθισα σε μια θέση μπροστά, ακριβώς πίσω από τον οδηγό, ως συνοδηγός σχεδόν, ώστε να έχω από τα πλατιά τζάμια της μούρης του οχήματος δορυφορική λήψη, ζουμ πανοραμίκ, στον δρόμο και στα ένθεν κακείθεν πεζοδρόμια. Ένιωθα κάποια ταραχή, αλλά και συγκίνηση – με πλημμύρισαν απρόσμενα τόσες μνήμες, που δεν προλάβαινα να τις συνειδητοποιήσω. Ένας κόσμος ολόκληρος, βυθισμένος στα άφεγγα μέρη του εαυτού μου, απωθημένος, ξεγραμμένος, αφημένος να πλέει λαθραία, πειρατικά, κάπου μέσα μου, σε όρια ρευστά, θολά και μακρινά. Και ξαφνικά, στην πρώτη στάση, στο μυθικό γήπεδο του Άρεως, σκέφτηκα να γράψω, στάση στάση, για τα πρώτα εκείνα τριάντα χρόνια. Από κάθε στάση κι από κάθε περιοχή, ως κάτω στο Τέρμα, στον Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό, κουβαλώ άπειρες ιστορίες και φαντασιώσεις διαφόρων εποχών από το 1960, και λίγο πριν, ως το 1990, και λίγο μετά, που διασταυρώνονται με πλευρές της ιστορίας της πόλης, και των ανθρώπων της, σε πολλαπλές εκδοχές. Μιζέρια και μεγαλείο. Μ’ έναν ολόκληρο κόσμο που έχει τις ίδιες ή σχετικές μνήμες και οι οποίες θα χαθούν στη σύγχυση του χρόνου, την απώλεια και τη λήθη. Θα βουλιάξουμε στα μπαμπάκια των ημερών σαν παλιό, μισοάδειο μεταμεσονύχτιο δρομολόγιο, και δεν θα το θυμάται πια κανείς. Θα τα γράψω, λοιπόν, όλα αυτά, σαν στιγμιαίες αντανακλάσεις από τη ζωή της πόλης στα πλατιά τζάμια του λεωφορείου, σαν κλεφτές ματιές, εν κινήσει, στα καθρεφτάκια του οδηγού, εικόνες-επιβάτες που μπαινοβγαίνουν, διασταυρώσεις, αγγίγματα, θραύσματα ενός κόσμου που παρήλθε και είναι ακόμα εδώ. Θα τα γράψω ως εισπράκτωρ κι ελεγκτής στις ασυνάρτητες φραγές της μνήμης.
Ξεκινώ απ’ την αφετηρία: Ακριβώς κάτω από το Παλιό Τέρμα βρισκόταν η «Μάντρα» του Σταματόπουλου, όπου πρωτόπαιξε ο Τσιτσάνης περί το 1938. Λίγο πιο πάνω είναι η είσοδος του άλσους της Ελβετίας, όπου κάθε χρόνο γινότανε, ως τη δεκαετία του ’80, η ετήσια Γιορτή του Κρασιού, με δωρεάν οίνο, καθημερινό γλέντι, λαϊκούς τραγουδιστές και βέβαια με τη Νίτσα Τσίτρα και τον Κουφογιάγκο, που διέπρεπαν στο δημώδες – ακόμα μέσα μου ακούω καθαρά το κλαρίνο και τη φωνή της έξοχης Τσίτρα: «Το παπάκι πάει στην ποταμιά – αχ! Καλέ παπί …».
Όμως να πω κατ’ αρχάς ότι το άλσος για μας τα παιδιά της εποχής ήταν η ζούγκλα του Αμαζονίου. Ο χώρος όπου μεγαλώσαμε, ανδρωθήκαμε παίζοντας, μαλώνοντας, δέρνοντας ο ένας τον άλλον, κυνηγώντας πουλιά, κάνοντας μπανιστήρι στα ζευγαράκια, δίνοντας τα πρώτα μας ραντεβού με κορίτσια – σχεδόν όλος ο κόσμος μας. Μέχρι και τώρα ξέρω σχεδόν ένα ένα όλα του τα χιλιάδες πεύκα και τα κλαδιά, κάθε καμπύλη του εδάφους, κάθε ζεύγος δέντρων που σχηματίζει φυσική εστία, όπου παίζαμε ποδόσφαιρο δέκα ώρες την ημέρα, αν δεν σπάγαμε τα κεφάλια μας με πετροπόλεμο στα περίφημα Αποχωρητήρια, ένα μικρό κτίσμα στο κάτω δεξιό μέρος του δάσους. Οι μισοί οχυρώνονταν μέσα στους καμπινέδες και στα τοιχία με τις τσέπες γεμάτες πέτρες για να υπερασπιστούν τις χέστρες ηρωικά, και οι άλλοι μισοί απέξω ξεκινούσαν την πολιορκία πετώντας κοτρόνες, αλλά μόνο με τα χέρια, οι σφεντόνες απαγορεύονταν. Χαλασμός, επί ώρες, και τρώγαμε κι ένα επιπλέον βρωμόξυλο, ως πουρμπουάρ, απ’ τους γονείς μας μόλις γυρίζαμε σπίτι να μπαντάρουμε τις πληγές.
Στο αναπεπταμένο κέντρο του δάσους, όπου γινόταν κυρίως και η Γιορτή του Κρασιού, υπήρχε μια τσιμεντένια πισίνα, περίπου δεκαπέντε επί εφτά μέτρα, με βατήρα, καμπυλωτή, σιδερένια σκάλα καθόδου και το ένα μέρος πιο βαθύ, για βουτιές. Διασωζόταν από την Κατοχή: την είχανε φτιάξει οι Γερμανοί το 1941, τον πρώτο χρόνο που ήρθαν, για να προπονούνται και να διασκεδάζουν οι αξιωματικοί τους, οι οποίοι υπηρετούσαν λίγο παρακάτω, στην περιοχή του σταδίου του Άρεως, που τότε ήταν όρχος οχημάτων των κατακτητών. Για μας η πισίνα ήτανε θάλασσα, λίμνη και οτιδήποτε φαντάζεσαι, εφόσον κρατούσε για καιρό τα νερά της βροχής και μέσα εκεί παίζαμε για ώρες με καραβάκια που φτιάχναμε από τις φλούδες των πεύκων ή με άδεια, ωοειδή, μεταλλικά κουτιά από τις κονσέρβες «Flokos».
Το άλσος είχε έναν γέρο επαγγελματία φύλακα, που δεν μας πολυάφηνε να πηγαίνουμε στην πισίνα ή να πειράζουμε το ντεπόζιτο νερού, λίγο παραπάνω, να κάνουμε ζημιές στις εγκαταστάσεις για τη Γιορτή του Κρασιού – μας κυνηγούσε με ένα τουφέκι που έριχνε αλατόσφαιρες. Έτσι κι έτρωγες αλατόσφαιρα στον κώλο ή στα πόδια, σε έτσουζε για κάνα μήνα, δεν μπορούσες να καθίσεις ούτε καν πάνω σε πούπουλα.
Τα βράδια της Γιορτής του Κρασιού το μεγαλύτερο μέρος του άλσους ήταν περιφραγμένο με συρματόπλεγμα, εφόσον για να μπεις είχε εισιτήριο· δέκα δραχμές, θυμάμαι, με το κρασί δωρεάν. Όσο και να έπινες απ’ το φτηνό παλιόκρασο, μέχρι σκασμού. Τα συρματοπλέγματα φυλάσσονταν ανά εκατό μέτρα από άλλους, εποχικούς φύλακες. Εμείς στέλναμε ένα παιδί σε κάποιο σημείο όπου, δήθεν, προσπαθούσε να μπει λαθραία κι απασχολούσε τον φύλακα, και σε άλλο σημείο, σκοτεινό, κόβαμε το συρματόπλεγμα με πένσα, κρυφά μπαίναμε σερνάμενοι και το ξανακλείναμε για να μη φαίνεται. Τη δεύτερη, τρίτη μέρα, είχαμε βρει τα σκοτεινά, ευάλωτα σημεία και ενώ κάναμε τον αντιπερισπασμό, μπαίναμε αθέατοι, κάθε βράδυ, κανονικά. Αν σε μάγκωνε ο φύλακας, γλίτωνες με δυο τρία χαστούκια και καμιά κλοτσιά, που εκείνη την εποχή ήταν συνηθισμένη πρακτική. Γενικώς εκείνα τα χρόνια έπεφτε πολύ ξύλο, νόμιμα, σ’ όλες τις γειτονιές. Ήταν ένας άμεσος και καθαρός τρόπος επικοινωνίας, πειθαρχίας, ορισμού ζωτικών χώρων και δημιουργίας ιεραρχιών. Αν δεν έτρωγες και δεν έριχνες επαρκώς ξύλο, δεν ήσουν αποδεκτός ως αγόρι-άντρας από καμιά παρέα, σε θεωρούσαν φλώρο, βουτυρόπαιδο. Η πρακτική αυτή βέβαια ελάχιστη σχέση είχε με τη Μέθοδο Μοντεσόρι, αλλά πιο σαφή αποτελέσματα.
Θυμάμαι ότι στη γειτονιά μας φτιάχνονταν παρέες από τα πιο γερά, λαϊκά κορμιά, που φορούσαν στενά μπλουτζίν με μεταλλικούς τοκάδες και πήγαιναν να πλακωθούν με ομάδες από άλλες γειτονιές, στη Χαριλάου ή στην Πυλαία, ή έρχονταν σε μας παρέες από αλλού για να χτυπηθούνε μαζί μας. Ξύλο με μπουνιές, με ζωστήρες, με σιδερόβεργες, με οτιδήποτε – απ’ τις δικές μας παρέες δύο παιδιά χάσανε το ένα τους μάτι, ο ένας από πρόκα σβούρας και ο άλλος από χτύπημα με μυτερό καλάμι. Έτσι ορίζονταν οι επικράτειες, αναδεικνύονταν οι αρχηγοί και οι δομές σε κάθε γειτονιά. Ξεκάθαρα πράματα. Αλλά μετά τα όρια πάλι αμφισβητούνταν και ξανάρχιζε το πάνω χέρι-κάτω χέρι, αενάως.
Βασίλεψε πάνω από μια πενταετία· ώσπου κάποτε του τη στήσανε, νύχτα, σε μια γωνιά και τον χτύπησαν στο στόμα με σιδερένιο λοστάρι. Του τσάκισαν όλα τα δόντια – έκανε μήνες στο νοσοκομείο και από τότε αποσύρθηκε, για να τον διαδεχτεί ένας κοντός, ο επονομαζόμενος Τσαλαπετεινός, ένα ταυρί που είχε ειδικότητα στο να δέρνει τους ψηλούς, μέχρι λιποθυμίας.
Ένας μυθικός νταής της γειτονιάς μας ήταν ο Γιάννης ο Κ. Δούλευε στο τάνυσμα των σίδερων σε κουλούρες για οικοδομές – ψηλός, λιγνός, με ανάγλυφους μυς, και κυρίως τρελός, νευρικός, ατρόμητος. Και πανέμορφος, γελαστός, ξανθός-γαλανός, με κάπως προτεταμένα δόντια. Ούτε δέκα άντρες δεν τον έκαναν ζάφτι, έβγαζε από μέσα του μιαν ακατανόητη, δυσανάλογη δύναμη. Βασίλεψε πάνω από μια πενταετία· ώσπου κάποτε του τη στήσανε, νύχτα, σε μια γωνιά και τον χτύπησαν στο στόμα με σιδερένιο λοστάρι. Του τσάκισαν όλα τα δόντια – έκανε μήνες στο νοσοκομείο και από τότε αποσύρθηκε, για να τον διαδεχτεί ένας κοντός, ο επονομαζόμενος Τσαλαπετεινός, ένα ταυρί που είχε ειδικότητα στο να δέρνει τους ψηλούς, μέχρι λιποθυμίας. Πρώτα σου βαρούσε καλαμιά –φορούσε παπούτσια με πεταλάκια μπροστά– και μετά έσκυβε και σου ’ριχνε απανωτές πλάγιες μπουνιές και άπερκατ σαν πιστόνι. Ραγδαίο ξύλο, ανελλιπές. Προπονούνταν για παλαιστής στη ΧΑΝΘκαι ύστερα το γύρισε στην πυγμαχία με προπονητή τον άγαν διαβόητο μποξέρ-πρωταθλητή, τον Θωμαΐδη, τον επιλεγόμενο Τρούμαν, και όσο και να τον βαρούσες δεν καταλάβαινε Χριστό. Ήταν ατρόμητος· είχε το δικό του σλόγκαν που επαναλάμβανε συχνά:
«Στ’ αρχίδια μας λουλούδια και γύρω γύρω μέλισσες».
Μανιακός και με τα μοτοσακό, που τότε πια ήταν στη μόδα. Είχε μια «Φλορέττα», που την πείραξε, την έκανε αγωνιστική κι έτρεχε σε αγώνες μότοκρος στο Τρύπιο το Βουνό, μια περιοχή δίπλα και κάτω απ’ το δάσος της Νέας Ελβετίας.
Μια μέρα, Ιούλιος, καθόμασταν με κάτι παιδιά μπροστά στο σπίτι μου, Ηρακλέους, και σ’ εκείνο το σημείο ο χωματόδρομος είχε ένα φρέσκο σκάψιμο, κάθετα, πέρα για πέρα – δεν θυμάμαι τι έφτιαχναν. Κι εμφανίζεται στην άκρη, στην αρχή του δρόμου, ο Τσαλαπετεινός με τη «Φλορέττα». Σταματάει, μαρσάρει, ξεκινάει με μπαντιές κι έρχεται με χίλια προς εμάς, για να μας κάνει φιγούρα. Στο μεταξύ, ο μικρός του ο αδερφός, η Κουράδα, είχε λύσει το μηχανάκι για να το γρασάρει, αλλά ξαναδένοντάς το ξέχασε να σφίξει τα μπουλόνια στα πιρούνια. Και με το που βρίσκει η μπροστινή ρόδα στη λακκούβα, σηκώνει αυτός τη μηχανή για σούζα, φεύγει ο τροχός, πέφτει, καρφώνεται το μοτοσακό με τα πιρούνια στο χώμα, εκσφενδονίζεται ο Τσαλαπετεινός με πλονζόν πετώντας καμιά εικοσαριά μέτρα κι αρχίζει και σέρνεται κουτρουβαλίζοντας στο χώμα, ενώ η μηχανή με κωλοτούμπες φεύγει αριστερά, στρίβει και πάει και μπαίνει σ’ ένα μικρό μαγαζί-λούνα παρκ, της «Βιργινίας», που ήταν γεμάτο με ποδοσφαιράκια και πουλούσε και κάποια γλυκά, κανταΐφι, τουλούμπες και ραβανί. Ο Τσαλαπετεινός σηκώνεται σαν να μην έγινε τίποτε, τινάζεται και μας λέει ψύχραιμα, ενώ εμείς τρέμαμε νομίζοντας πως έχει σκοτωθεί: