Προδημοσίευση από το βιβλίο της Λένας Διβάνη «Τι έμαθα περπατώντας στον κόσμο», που θα κυκλοφορήσει στις 14 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
ΜΑΘΗΜΑ ΝΟ 3
Το νόημα της ζωής σου μπορεί
να βρίσκεται πολύ μακριά από τη ζωή σου
Tο όχημα σταμάτησε σ' ένα χάνι κάπου στις προΆνδεις – έτσι λένε τις ορεινές περιοχές που περιβάλλουν την Κορδιλιέρα. Εκεί φάγαμε – κρέας και πάλι κρέας, τα φρούτα είναι σαν το χρυσάφι στην Παταγονία, δυσεύρετα. Εκεί συνάντησα για πρώτη φορά και τον Τζεμ, έναν νεαρό Τούρκο, που θα ήταν ο οδηγός μας στο τρέκινγκ του Τόρες δελ Πάινε. Ήταν νευρώδης, μελαχρινός με τεράστια εκφραστικά μάτια, ασχημούλης, αστείος και γλυκύτατος. Όπως έμαθα αργότερα, ήταν ο πρωταθλητής της ολυμπιακής ομάδας κανόε-καγιάκ της Τουρκίας το 2004. Δεν κατάλαβα τι στο καλό γύρευε εκεί ένας Τούρκος πρωταθλητής, αλλά κατάλαβα από την πρώτη στιγμή πως επρόκειτο να γίνει φίλος μου.
Όταν φτάσαμε με τη βοήθεια του Τζεμ στο καταφύγιο της λίμνης, διαπιστώσαμε ότι η Λατινική Αμερική μοιάζει πολύ με την (όχι και τόσο) ευρωπαϊκή Ελλάδα, διότι οι κρατήσεις που είχαμε κάνει έξι μήνες πριν δεν ίσχυαν. Ή μάλλον ίσχυαν αλλά όχι ακριβώς. Πράγμα που σημαίνει πως κάποιοι από μας θα έπρεπε να κοιμηθούν έξω από το καταφύγιο σε σκηνές.
Το Τόρες δελ Πάινε είναι ένα προστατευόμενο εθνικό πάρκο. Όλα αυτά τα προστατευόμενα εθνικά πάρκα του κόσμου είναι εξόχως ωραία, αυτό όμως παραείναι, φίλε αναγνώστη. Και δεν το λέω εγώ που ναι μεν έχω ταξιδέψει πολύ αλλά δεν έχω γυρίσει όλο τον κόσμο, το λέει το National Geographic, που το ανακήρυξε πέμπτο ωραιότερο σημείο του κόσμου. Από κοντά και το trip advisor το βάφτισε όγδοο θαύμα του κόσμου. (Τώρα τα 'μαθα αυτά, τότε δεν τα 'ξερα, ήμουν όπως πάντα απροετοίμαστη. Για μένα πάντως ισοβαθμεί με τη Ροράιμα της Βενεζουέλας. Αυτά είναι τα δύο πιο αλησμόνητα μέρη που έχουν δει τα μάτια μου.) Πάινε λέγεται ο ορεινός όγκος των προΆνδεων που υψώνεται δραματικά μέσα από τη στέπα ανατολικά του παγετώνα Γκρέυ. Σ' ένα σημείο οι κορυφές τους σχηματίζουν μια σειρά από δόντια ή πύργους – όπως το βλέπει κανείς. Από τους εν λόγω τρεις πύργους (Τόρες), ύψους από 2.248 ως 2.800 μέτρα, βαφτίστηκε έτσι αυτό το κομμάτι του παράδεισου, που φαντάζει ακόμα πιο παραδεισένιο γιατί κρύβεται στην καρδιά της πιο θλιβερής γκρίζας απεραντοσύνης.
Το δυτικό κομμάτι του πάρκου είναι ένα τεράστιο παγωμένο πεδίο, αδιανόητο για το μεσογειακό μάτι. Οι άκρες του οδηγούν σε τέσσερις παγετώνες, με μεγαλύτερο τον Γκρέυ, που χύνεται στην ομώνυμη λίμνη. Όταν φτάσαμε με τη βοήθεια του Τζεμ στο καταφύγιο της λίμνης, διαπιστώσαμε ότι η Λατινική Αμερική μοιάζει πολύ με την (όχι και τόσο) ευρωπαϊκή Ελλάδα, διότι οι κρατήσεις που είχαμε κάνει έξι μήνες πριν δεν ίσχυαν. Ή μάλλον ίσχυαν αλλά όχι ακριβώς. Πράγμα που σημαίνει πως κάποιοι από μας θα έπρεπε να κοιμηθούν έξω από το καταφύγιο σε σκηνές. «Δεν είναι σπουδαίο, κοιτάξτε τι ωραία που είναι εδώ», μας είπαν χαλαρά οι σύντροφοι Χιλιάνοι και μας έδειξαν μια ωραιότατη περιοχή κάτω από πολύ ψηλόκορμα δέντρα. Θα κοιμηθείς βέβαια στον πολικό ψόφο αλλά μέσα στην ομορφιά. Αυτό που δεν μας είπαν ήταν ότι δύο εβδομάδες πριν ένα από τα ψηλόκορμα δέντρα έπεσε από τον αέρα πάνω σ' ένα ζεύγος που κοιμόταν ήσυχα ήσυχα στη σκηνή του και το τσάκισε.
Το βράδυ, αφού φάγαμε στο καταφύγιο, βγήκαμε έξω στο κρύο σκοτάδι με τον Τζεμ. Ο ουρανός ήταν βγαλμένος από τον πίνακα του Βαν Γκογκ – starry night κανονικά. Πίναμε κρασάκι και καπνίζαμε ήσυχα ήσυχα, ακούγοντας τα αστέρια να ανασαίνουν πάνω απ' τα κεφάλια μας. Άρχισε να μιλάει χωρίς να τον ρωτήσω, καταλάβαινε μόνος του τις ερωτήσεις. Μου είπε πως μετά το θρίαμβο των Ολυμπιακών Αγώνων αποφάσισε να κάνει ένα γύρο της Λατινικής Αμερικής για να ξεκουραστεί. Ο δρόμος (αυτός είπε «η μοίρα») τον έφερε εδώ. Αυτό ήταν. Έπεσε στη γητειά του τόπου. Αδυνατούσε πια να φανταστεί τη ζωή του αλλού.
«Νομίζω ήδη καταλαβαίνεις, αλλά αύριο θα δεις γιατί εγκατέλειψα τη ζωή μου σαν φίδι που πετάει από πάνω του το πετσί του. Δεν ήθελα άλλες προπονήσεις, άλλα προγράμματα, άλλο ανταγωνισμό, άλλο τρέξιμο, άλλες απογοητεύσεις, άλλους θριάμβους. "Πού πας τώρα που έγινες βασιλιάς;" μου είπε ο προπονητής μου. Θύμωσα. "Δεν είμαι βασιλιάς, φίλε μου", του είπα, "είναι ντροπή να το λες. Άλλος είναι ο βασιλιάς, κι αν θέλεις να ξέρεις, φεύγω γιατί αυτόν θέλω να πάω να συναντήσω"».
«Ποιος είναι ο βασιλιάς, Τζεμ; Πες το μου για να είμαι προετοιμασμένη».
Ο Τζεμ γέλασε με το παιδικό του γέλιο.
«Ποτέ κανείς δεν είναι προετοιμασμένος για το θαύμα. Χαλάρωσε. Θα δεις αύριο».
Και πράγματι είδα. Ξεκινήσαμε ακολουθώντας την όχθη της ορεινής λίμνης Γκρέυ, που έμοιαζε βγαλμένη από εικονογράφηση παραμυθιού, για να συναντήσουμε τον παγετώνα. Το μονοπάτι αυτό ήταν ένα δώρο εξ ουρανού. Αγκάλιαζε τρυφερά τη λίμνη, που άχνιζε σε κάποια σημεία – ήταν υδρατμοί θερμής πηγής; ήταν ομίχλη; ήταν βροχή εν εξελίξει; δεν ξέρω, γιατί δεν ρώτησα και γιατί δεν είχε σημασία. Στις όχθες της βλάστηση καταπράσινη, θάμνοι και δέντρα τρυφερά έγερναν τα κλαριά τους πάνω στα νερά της. Στα ήρεμα νερά της κολυμπούσαν τιρκουάζ παγοβουνάκια, που έλαμπαν σαν φωτιστικά μέσα στην αχλύ. Ο Τζεμ με ακολουθούσε χαϊδεύοντας σχεδόν με τα μάτια του κάθε κόκκινο άνθος, κάθε πουλί, κάθε βράχο. Μου διηγιόταν τις ιστορίες τους, στην ουσία μού μετέφραζε αυτόν τον αλλιώτικο κόσμο σε μια γλώσσα που μπορούσα να κατανοήσω.
Ώρες μετά, σε μια στροφή του μονοπατιού που μας αφαιρούσε την ορατότητα, στάθηκε στη μέση και είπε με το χαρακτηριστικό του παιδικό χαμόγελο: «Σ' αυτό το σημείο εγώ πάντα γονατίζω. Κυρίες και κύριοι, ήρθε η ώρα να συναντήσετε el rey Grey, τον βασιλιά Γκρέυ!» Και πραγματικά, έκανε δυο βήματα πιο μπροστά και γονάτισε. Εμείς, όρθιοι αλλά ακινητοποιημένοι από την αιφνίδια θέα, ευχαριστούσαμε την τύχη μας που μας έφερε μέχρι εκεί. Είχε δίκιο ο Τζεμ. Αυτός ήταν ο βασιλιάς. Αυτός ο τιτανοτεράστιος όγκος γκριζόλευκου πάγου πλάτους έξι χιλιομέτρων, που σκίζονταν από τιρκουάζ χαράδρες και ακουμπούσε αγκομαχώντας στην άκρη της λίμνης. «Τον ακούς; Κινείται προς τη λίμνη». Ύστερα ο Τζεμ χαμήλωσε τη φωνή. «Άκου. Πεθαίνει σιγά σιγά και μας προειδοποιεί».
Αφήσαμε τους άλλους να περάσουν. Έστησα τ' αφτιά μου σαν λαγωνικό – και, ναι, φίλε αναγνώστη, στο βάθος των τυμπάνων μου ένιωσα να πάλλεται ένας μακρινός υπόκωφος θόρυβος σαν απόκοσμο βουητό. «Τον άκουσα!» είπα στον Τζεμ, που χαμογέλασε ευτυχισμένος. Μπορεί και να το 'βγαλα απ' το κεφάλι μου βέβαια, θα την πω την αμαρτία μου. Πρώτη φορά συναντούσα βασιλιά και ήθελα σαν τρελή ν' ακούσω τη φωνή του.
Με έπιασε απ' τον ώμο.
«Κατάλαβες τώρα γιατί είμαι εδώ; Γιατί εδώ ξαναβρήκα τ' αφτιά και τα μάτια που είχα όταν γεννήθηκα».
«Ναι, Τζεμ, κατάλαβα. Κατάλαβα επίσης και γιατί εγώ ταξιδεύω. Γιατί ακόμα τα ψάχνω...»