Προδημοσίευση από τη νουβέλα του Νίκου Ξένιου «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» που θα κυκλοφορήσει στις 9 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Κριτική.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Φτάσαμε στη μεγάλη γέφυρα, που οδηγούσε στην κεντρική λεωφόρο της Βουδαπέστης. Ούτε μυρωδιά από κατεργασμένο δέρμα ξεχυνόταν από τα ταμπάκικα του Βιτσιβάρος ούτε τα οσμανικής τεχνοτροπίας σπίτια και δρομάκια της Πέστης αντηχούσαν από τσιγγάνικες μελωδίες. Όσα είχαμε ακούσει ήταν διαφορετικά.
Κάποια στιγμή βρέθηκα μόνος μου, να περπατώ χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Τα κτίρια που ήταν παραταγμένα στις όχθες του Δούναβη είχαν χρώματα γκρίζα και μελαγχολικά, που δεν φαίνονταν να ταιριάζουν στην ουγγαρέζικη ψυχή. Διότι, αντί για την καταθλιπτική, ποιητική πόλη που είχα φτιάξει με το μυαλό μου, μπροστά μου ξεδιπλωνόταν μια πόλη λαμπερή και σύγχρονη. Μόνη βαριά κληρονομιά που μύριζε μούχλα ήταν κάτι σφιχτό, συντηρητικό, κάτι πολύ Καθολικό, κάτι από τη Βουδαπέστη την επίσημη.
Κάτω από τις όμορφες γέφυρες, δίπλα σε σωρούς από σλίπιν μπαγκ, καρότσια, κουβέρτες και φακούς, ορδές από ζητιάνους σχημάτιζαν τον πληθυσμό μιας δεύτερης πολιτείας, που ανέπνεε βαριά δίπλα στην άλλη.
Κάτω από τις όμορφες γέφυρες, δίπλα σε σωρούς από σλίπιν μπαγκ, καρότσια, κουβέρτες και φακούς, ορδές από ζητιάνους σχημάτιζαν τον πληθυσμό μιας δεύτερης πολιτείας, που ανέπνεε βαριά δίπλα στην άλλη.
Άκουσα έναν θόρυβο. Πίσω μου στεκόταν αμίλητος ο Μπίρκα. Με μια ματιά συνεννοήθηκα μαζί του. Αυτή η δεύτερη πολιτεία, προς το παρόν τουλάχιστον, ήταν ο φυσικός μας χώρος. Όταν πήραμε την απόφαση, η καρδιά μας αλάφρυνε. Κι όταν είπαμε στην παρέα πως εκεί τελικά θα καταφεύγαμε, ένας ήχος ανακούφισης βγήκε από τα στόματα και των τριών. Έμενε να οργανωθούμε κάπως. Τα λεφτά ήταν λιγοστά και το ταξίδι βρισκόταν στη μέση του.
Την άλλη μέρα το πρωί πήραμε το τραμ που διέσχιζε την όχθη της Πέστης, απέναντι από τον λόφο Γκέλερτ με τα ιαματικά λουτρά. Οι δρόμοι ήταν πολυσύχναστοι και φροντισμένοι, αρκετοί κυκλοφορούσαν με ποδήλατο. Η υγρασία ήταν έντονη, αλλά μια αδιόρατη ζεστασιά από τον ήλιο χάιδευε τα πρόσωπά μας, που τα είχαμε κολλήσει στο πίσω τζάμι του τραμ και χαζεύαμε. Χαμηλά, στην προβλήτα, είδαμε μια ψηλή γυναίκα ν’ ακουμπά δίπλα της μια λεκάνη με μικρά ψάρια. Τα έπαιρνε ένα ένα και τα άφηνε να τα πάρουν τα νερά του ποταμού. Έκανε αυτή την κίνηση ξανά και ξανά, αλλά το τραμ πέρασε και τη χάσαμε από τα μάτια μας. Κατεβήκαμε μετά το Κοινοβούλιο και περπατήσαμε κάνα μισάωρο, πάντα με κατεύθυνση το ποτάμι.
Ο Αριμάν και ο Αρτίς έμειναν να κοιτάζουν τον Δούναβη, όπως ήταν καλοκαιρινός και ολοζώντανος, με τις μικρές δίνες του και τις αραιές του λάσπες, με τις βάρκες και τα τουριστικά σκάφη, με τις λάμψεις και τους αντικατοπτρισμούς του. Ο Νάζνταρ καθόταν συλλογισμένος παραδίπλα, μασουλώντας ένα παξιμάδι.
Ο Μπίρκα κι εγώ βγάλαμε τα πουκάμισά μας, γυρίσαμε τα μπατζάκια μας και βάλαμε τα πόδια στο κρύο νερό, σηκώνοντας ανατριχιασμένοι τους ώμους. Το νερό πόνεσε στα δάχτυλα των ποδιών μου αλλά μετά έδρασε ανακουφιστικά. Σαν να έζωσε τις αρτηρίες και να πέρασε την ανάσα του μέχρι την καρδιά. Βουτήξαμε. Ακούσαμε γέλια από την όχθη. Οι νεότεροι της παρέας είχαν αρχίσει να σιγοτραγουδούν, καθώς δεν υπήρχε και κανείς γύρω για να τους ακούσει. Το τραγούδι τους ερχόταν, κύματα κύματα, και μετά το νερό έμπαινε στα αυτιά μας και χανόταν για λίγο. Θολό νερό, αλλά αναζωογονητικό. Η όχθη ήταν πάντα κοντά. Κατά τόπους οι δίνες χτυπούσαν πάνω στις λειχήνες και τα βρύα και άλλαζαν κατεύθυνση. Το τραγούδι του Αρτίς, του Αριμάν και του Νάζνταρ μια μας έβρισκε και μια μας άφηνε: «Ο δρόμος δεν ρωτά: πού είσαι, ο δρόμος δεν ρωτά πού πας, τρελοκόριτσο. Ο δρόμος ποτέ δεν φοβάται».
Για λίγο έχασα τον Μπίρκα από τα μάτια μου, γρήγορα όμως τον ξαναείδα να βγαίνει και να σφουγγίζει τα μαλλιά του κοντά στους άλλους. Είχα μείνει μόνος μου στο νερό και μια στιγμιαία αγαλλίαση με πλημμύρισε. Μια αίσθηση ξεκινήματος, σαν να μην υπήρχαν ποτέ τα πράγματα πριν και σαν να ξεκινούσαν τώρα όλα από την αρχή. Η ματιά μου πηγαινοερχόταν, μια στην όχθη με τους συντρόφους μου, μια στις ρουφήχτρες που απειλούσαν να με τραβήξουν στον πράσινο βυθό.
Σε μια στιγμή που αναδύθηκα άνοιξα τα μάτια μου, που ξεθόλωσαν γρήγορα. Δεν άκουσα τον θόρυβο από μηχανή – μόνο άκουγα από μακριά το κουρδικό τραγούδι να εξασθενεί: «Τίποτε απ’ τον δρόμο δεν μοιάζει σαν τον άνθρωπο, τρελοκόριτσο. Και τίποτε απ’ τον άνθρωπο δεν μοιάζει σαν τον δρόμο». Στράφηκα και είδα δίπλα να περνά αργά ένα ρυμουλκό που έσερνε μια μεγάλη, πλωτή πλατφόρμα. Ένιωσα την ώθηση από τ’ απόνερα. Στο κατάστρωμα ήταν, κομμένο από το σώμα του, πλαγιασμένο και ακουμπισμένο με γερανούς, ένα γνώριμο μπρούντζινο κεφάλι.
Τότε, για μια φευγαλέα στιγμή, αισθάνθηκα τα παγωμένα μάτια του Λένιν να με κοιτούν.