Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Κυριάκου Μαργαρίτη «Κρόνακα», που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Kinyras Hotel
κελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις / φᾶμαι Κυπρίων, τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ’ Ἀπόλλων, / ἱερέα κτίλον Ἀφροδίτας. • Πίνδαρος
Το ξενοδοχείο με το όνομα Κινύρας, επί της οδού Μακαρίου, φέρει ως εμπορικό σήμα το προφίλ ενός αρχαίου βασιλιά, και η φαντασμαγορία συνεχίζεται στην αίθουσα υποδοχής, με γύψινες προτομές, μπιζουδάκια αρχαιοελληνικής κοπής και έναν Κούρο με πολύχρωμο φουλάρι στη μέση, πιθανότατα χάριν σεμνότητος.
Το ξενοδοχείο είχε άλλοτε κακή φήμη, ως κατάλυμα πληρωμένων ερώτων, και ίσως ισχύει, αλλά ένας υπαρξιακός ντετέκτιβ δεν ασχολείται με ζητήματα ηθικής.
Ο ιδιοκτήτης, παλιός γνώριμος, με οδήγησε στην εσωτερική αυλή, όπου εκτός από τα κατσιασμένα φυτά και κάτι βαριεστημένους τουρίστες, εντόπισα έναν άγνωστο άντρα, και ήξερα αμέσως ότι ήταν αυτός που με είχε καλέσει στο τηλέφωνο.
Ήταν ο Γεώργιος Παπασπύρου. Θα μπορούσε να είναι σαράντα ή εξήντα χρονώ, είχε αραιά αλλά μακριά μαλλιά, γκρίζα γενειάδα και φουσκωμένα μάγουλα. Δώσαμε τα χέρια και είπε: «Θ’ αναρωτιέσαι γιατί ζήτησα να σε δω, κύριε Θησέα;»
«Αρσένιος», είπα εγώ. «Αφού μιλάμε στον ενικό».
«Σωστά. Εκπροσωπώ, όπως σου είπα, έναν σπουδαίο άνθρωπο, τον οποίο, αν δεχτείς την πρόταση που θα σου μεταφέρω, πρόκειται να γνωρίσεις πολύ σύντομα».
«Δεν θα μου πεις ποιος είναι, οπότε ας πάμε κατευθείαν στην πρόταση».
Ο Παπασπύρου χαμογέλασε. «Ο εντολέας μου θέλει να αναλάβεις μια υπόθεση που ενδέχεται να σε υποχρεώσει σε μιαν υπαρξιακή μεταμόρφωση».
«Μ’ αρέσει η ιδέα», είπα. «Περί τίνος πρόκειται;»
«Πρόκειται περί μυστηρίου, όχι απ’ αυτά που λύνονται, αλλά απ’ αυτά που τελούνται. Συγκεκριμένα, πρόκειται περί του κυπριακού μυστηρίου».
Ο Παπασπύρου δεν ήταν σαφής, αλλά ήταν ακριβής, και αυτό με κάλυπτε. Είχα ήδη αποφασίσει να δεχτώ, από περιέργεια, και επειδή ήξερα ότι αυτή ήταν η τελευταία μου ελπίδα να γίνω ένας αυθεντικός υπαρξιακός ντετέκτιβ. Αυτή ήταν όλη κι όλη η μεταμόρφωση που με ενδιέφερε. Του το είπα και έδειξε ευχαριστημένος.
«Λεπτομέρειες στην Αθήνα, λοιπόν. Πότε επιστρέφεις;»
«Αύριο βράδυ».
«Θα είμαστε σε επαφή», είπε, και άπλωσε το χέρι προς το μέρος μου.
Όσο εκείνος πλήρωνε για τους καφέδες, κοίταξα την παλάμη μου. Μου είχε δώσει μια μαύρη κάρτα. Με κόκκινα γράμματα έγραφε Ευαγόρας, και είχε έναν αριθμό τηλεφώνου. Ο Παπασπύρου δεν με άφησε να ζητήσω εξηγήσεις.
«Εσύ σκέψου τον Κινύρα. Τα άλλα θα τα βρούμε μετά».
Όταν έμεινα μόνος, ένιωσα όπως ο ήρωας στο Νησί των Θησαυρών, με το μαύρο στίγμα στην παλάμη, σαν υπόσχεση, απειλή και μαντεία. Φυσικά, η μαντεία ήταν το σπουδαιότερο.
Ο Βασιλιάς Καημός
Η ετυμολογία του Κινύρας οδηγεί στο παρόμοιο με κιθάρα δεκάχορδο μουσικό όργανο κινύρα, σημιτικής ή ασιατικής καταγωγής. Ετυμολογικώς συγγενείς είναι οι λέξεις της Ελληνικής κινυρός (= κλαυθμηρός, γοερός) και κινύρομαι (= εκπέμπω θρηνώδη φωνή, θρηνώ, οδύρομαι). • Ανδρέας Ι. Βοσκός
Κάποτε, ένας φίλος που έγραφε αγγλικά τραγούδια, μου μίλησε για τον πένθιμο τόνο που κυριαρχεί στην ελληνική μουσική, και στον οποίο οφείλεται, όπως πίστευε, η νεοελληνική μιζέρια που μας έχει πετάξει στο μελόδραμα και το ανυπόστατο. Προφανώς, διαφωνώ. Η νεοελληνική μιζέρια (ό,τι κι αν είναι) φύτρωσε στη λήθη στην οποία επιχειρήσαμε να εξορίσουμε το χαροποιό πένθος που ανασαίνει εξίσου στα μινόρε και τα ματζόρε της θρυμματισμένης καταγωγής μας.
Μετά τη συνάντηση με τον Παπασπύρου, περπάτησα στους δρόμους της Πάφου έχοντας κατά νου διάφορες παραλλαγές εγχόρδων, έναν τρισχιλιετή καημό, έναν αλειτούργητο ναό, και τον γενάρχη της κυπριακής λογοτεχνίας: τον Κινύρα. Πρόκειται περί μυστηρίου. Πρόκειται, επίσης, περί θαύματος. Το ίδιο πράγμα.
Ο Κινύρας ήταν γαμπρός του Πυγμαλίωνα. Παντρεύτηκε την Πάφο (που άλλοι λένε ότι ήταν γιος της), ίδρυσε την πόλη, έγινε βασιλιάς, γονιμοποίησε τη δυναστεία των Κινυράδων και εγκαινίασε τη λατρεία της Αφροδίτης. Εκτός από βασιλιάς, και εραστής, ο Κινύρας ήταν χρησμολόγος, μάντης, ιερέας του έρωτα, ιδρυτής μυστηρίων και εφευρέτης της αγγειοπλαστικής. Χάρισε έναν θώρακα στον Αγαμέμνονα, αλλά δεν πολέμησε στην Τροία. Προτίμησε τη μουσική του, έβαλε οπωσδήποτε το χεράκι του στη σύνθεση αυτού που ονομάζουμε Κύπρια Έπη, καθόρισε τη θρησκευτική ποίηση στο νησί, και μας έμαθε ότι παίζω μουσική πάει να πει ερωτεύομαι, λατρεύω, και προσεύχομαι. Κοντολογίς, διηγούμαι ιστορίες.
«Εσύ σκέψου τον Κινύρα», είχε πει ο Παπασπύρου, και φτάνοντας στο πατρικό μου, διαπίστωσα ότι μόνο τον Κινύρα σκεφτόμουν, σε σχέση με μένα, προσωπικά.
Ο γενάρχης της κυπριακής λογοτεχνίας. Και ο υπαρξιακός ντετέκτιβ του κυπριακού μυστηρίου. Δεν υπήρχε τίποτα σαφές, αλλά ένιωθα μιαν ευφορία, βέβαιος ότι τίποτα δεν μου είχε διαφύγει από τα θεάματα και τις ακροάσεις.
Κλείστηκα στο παιδικό μου δωμάτιο, που δεν θύμιζε το παιδικό μου δωμάτιο, μιας και η μάνα μου είχε ανακαινίσει το σπίτι όταν εμείς πήγαμε για σπουδές. Έβαλα έναν δίσκο στο παλιό πικάπ, γιατί καημό το είχα ν’ ακούσω τον καημό του ανθρώπου: Αναστενάζω βγαίνει φωτιά / κλαίω ραγίζουν τα βουνά...
Αναγκαστικά, κράτησα την αναπνοή μου.
Έτερα άσματα
Η ψυχούλα μου δε θέλει να είναι φυτό, θέλει να είναι ζωντανή. Ό,τι βγαίνει απ’ την ψυχή είναι σπούδαξη, είναι μάθηση που δε διδάσκεται. Έτσι βγαίνει και στα τραγούδια μου αυτό. Λες τα τραγούδια να γράφτηκαν έτσι, χωρίς ψυχή, μόνο και μόνο για να κάνω τραγούδια; Ποτέ, ποτέ! Όλα είναι διάταξη της ψυχής. Όλα… • Γιώργος Ζαμπέτας
Αργότερα εκείνο το απόγευμα, πήγα στο σαλόνι, σε ένα ομοίωμα μπαρ, με ποτά στα ράφια και παλιές κασέτες σε χαρτόκουτα, και υπέθεσα ότι ήταν 10 Μαρτίου 1992, ότι ήμουν δέκα χρονώ, και ότι είχε μόλις πεθάνει ο Γιώργος Ζαμπέτας.
Η μουσική είναι αφήγηση, ακόμα και όταν δεν έχει στίχους. Εγώ την προτιμώ όταν έχει. Το αρχαιότερο μουσικό όργανο είναι η φωνή του ανθρώπου. Ο ρυθμός της ανάσας, ο χτύπος της καρδιάς.
Αυτός ο θάνατος στάθηκε αιτία να μπει στη ζωή μας η μυθολογία, υπό μορφή μουσικής. Μέχρι τότε ακούγαμε μουσική σε ελληνικές ταινίες και στις συναυλίες που έκανε ο Νταλάρας για το κυπριακό. Όταν πέθανε ο Ζαμπέτας, έλαβα από τον πατέρα μου την κασέτα υπό τον τίτλο «Ο Άραψ και έτερα άσματα», στην οποία περιέχονταν δώδεκα τραγούδια, τα εξής: «Ο αράπης», «Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα», «Πατέρα κάτσε φρόνιμα», «Ήθελα νάμουν Ηρακλής», «Να μ’ αξιώσει ο Θεός», «Δεν μου καίγεται καρφάκι», «Ο μαθητής», «Το ραδίκι», «Σου ’δωσα διαζύγιο», «Ο Αγαθοκλής», «Έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα», «Ο κυρ Αλέκος».
Αναζήτησα εκείνη την κασέτα μέσα στις κούτες, αλλά δεν τη βρήκα. Για χρόνια, ήταν η αγαπημένη μου. Ειδικά «Ο κυρ Αλέκος».
Η μουσική είναι αφήγηση, ακόμα και όταν δεν έχει στίχους. Εγώ την προτιμώ όταν έχει. Το αρχαιότερο μουσικό όργανο είναι η φωνή του ανθρώπου. Ο ρυθμός της ανάσας, ο χτύπος της καρδιάς. Η μουσική είναι ίσως ο τρόπος να αρθρώσουμε έναν άλλο, και κοινό μύθο, που ισοδυναμεί με τέλεση μυστηρίου. Όλοι μαζί, δηλαδή ο καθένας μόνος του.
Με αυτά κατά νου, έγειρα σε μια πολυθρόνα, στο ημίφως. Από κάπου μακριά, ακούγονταν μουσικές, ποτήρια που τσούγκριζαν, φωνές μιας παρέας. Αναθάρρησα.
Πανδουρίς
Και ο κόσμος έλεγε, χασικλήδες. Δε μ’ ένοιαζε. Διότι για μένα το μόνο πράμα ήτανε το μπουζούκι. Τελείωσε. Για το μπουζούκι έχασα το παν, σου είπα, αλλά όμως εκέρδισα και το παν. • Μάρκος Βαμβακάρης
Στην Αρχαία Ελλάδα, το μπουζούκι είχε το όνομα «πανδουρίς» ή «πανδούρα» ή «τρίχορδον». Τις ίδιες ονομασίες είχε και την εποχή του Βυζαντίου. • Μαρία Κωνσταντινίδου
Μετά την ανακάλυψη της μουσικής, έπρεπε να μάθω μπουζούκι. Εκτός από τις κασέτες και τα βινύλια, ο πατέρας μου είχε φυλαγμένες κάτι παρτιτούρες με τα ανεξιχνίαστα σύμβολα του πενταγράμμου. Το «Tι να γίνεται ο κυρ Φώτης», το «Φιλντισένιο καραβάκι», η «Επιστροφή», του Γκάτσου, και του Χατζιδάκι.
Όπως συνέβη με τον πατέρα μου, δεν θα μάθαινα ποτέ μουσική, και για τον ίδιο λόγο: δεν μας έστειλαν να μάθουμε μπουζούκι, αλλά κιθάρα. Η ειρωνεία είναι ότι χρησιμοποίησα την κιθάρα του πατέρα μου.
Στο κλασικό ωδείο ήταν αδύνατο να ταιριάξω, καθότι δεν ήθελα να μάθω κλίμακες, αλλά τραγούδια, δηλαδή ιστορίες, γι’ αυτό μ’ έστειλαν σε έναν μουσικό ονόματι Σώτο. Αυτός είχε έναν σκύλο που λεγόταν Σοπέν και μια γυναίκα που έπαιζε πιάνο. Ο Σώτος πάσχισε να μου μάθει λαϊκά τραγούδια στην κιθάρα, αλλά ήταν σαν ερωτική εξομολόγηση σε ξένη γλώσσα. Το μόνο που μου έμεινε ήταν «ο κυρ Αντώνης».
Αργότερα έμαθα ότι, ως βρέφος, ήταν αδύνατο να κοιμηθώ αν δεν πηγαίναμε βόλτα με το αυτοκίνητο στον Μέλανο, με τον «κυρ Αντώνη» να παίζει συνεχώς.
Ο Μέλανος, η μουσική, η βόλτα. Ο κυρ Αντώνης. Αυτός ο τελευταίος είχε πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Η αυλή του βρισκόταν κοντά στο σπίτι μας. Είχε κληματαριά, και ένα σιδερένιο κρεβάτι. Λεγόταν θείος Σωτήρης, ήταν γέρος πολύ, φορούσε ποδίνες και βράκα, και έκανε τον μελισσοκόμο.
Κάποτε είχε μελίσσια στην αυλή της, η γιαγιά.
Ο θείος Σωτήρης πέθανε σιγανά, όπως ο κυρ Αντώνης. Το όνειρό του, που διαρκεί, ίσως είμαστε όλοι εμείς. Δεν έμαθα ποτέ να το παίζω στο μπουζούκι, αλλά δεν έχει σημασία. Η κιθάρα μού αποκάλυψε τις καμπύλες και το σχήμα της γυναικός, με όλο τον κίνδυνο στα τάστα και στην αβυσσαλέα τρύπα του σκάφους.
Έκτοτε, όποτε ερωτευόμουν, έφτιαχνα κασέτες για τα κορίτσια, αφού να παίξω τραγούδια δεν ήξερα. Μετά οι κασέτες καταργήθηκαν, και άρχισα να φτιάχνω σι-ντι. Μετά καταργήθηκαν και τα σι-ντι.
Το θέμα είναι ότι η πανδουρίς μεταμορφώθηκε. Την είπα Πανδώρα, την τα πάντα δωρούμενη, κομιστή μιας αρρώστιας, και μοναδική θεραπεία της.