Προδημοσίευση από το πεζογράφημα του Βασίλη Παπαγεωργίου «Αυπνία», που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Ξεκινάς και πηγαίνεις και πηγαίνεις και χάνεσαι, βγαίνεις έξω, εισχωρείς σε ένα βάθος πέρα από το πέρα, διαισθάνεσαι την άλλη άκρη της αβύσσου. Δρόμο παίρνεις, δρόμο αφήνεις. Βάθος παίρνεις, βάθος αφήνεις. Πάντα εδώ, και εδώ, τώρα.
Θεσσαλονίκη, 2 Απριλίου 2012
Το άγγιγμα με τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού. Στο πάνω μέρος του γυμνού του μπράτσου. Άγγιγμα της μέρας και της νύχτας. Του σκοταδιού, του αργόρρευστου φέγγους που βγαίνει από μέσα του. Ένα φωτεινό βάθος που νιώθει αμέσως ότι δεν βγάζει πουθενά, που δεν τον τρομάζει, δεν του κρύβει κάτι. Ένα βάθος που δεν έχει κανένα νόημα πέρα από τη βαθύτητά του. Μια παλλόμενη μάζα, μια επιφάνεια που σαλεύει πάνω στο μπράτσο του. Και ανοίγεται προς τα έξω και προς τα μέσα με μια οικειότητα που τον κρατά άγρυπνο για να τη δέχεται, να την απολαμβάνει, που έχει την υφή του παντοτινού, του απεριόριστου, που είναι η ενσωμάτωση αδιάλειπτου και για τον λόγο αυτόν ασυνείδητου, λησμονημένου αυτοστοχασμού. Η αϋπνία του είναι μια απέραντη άπλα προς κάθε κατεύθυνση και διάσταση, μέσα σε οτιδήποτε υλικό και άυλο, δίνει τον τόνο στη μέρα του. Μια μέρα που τη ζει σαν άυπνη νύχτα. Μια καταφατική αϋπνία, στη διάρκεια της οποίας οι σκέψεις του είναι διαυγείς μέσα στο αμυδρό σκοτάδι, ένα απαλό ναι που ακούγεται σαν βόμβος πότε μελωδικός και αρμονικός, πότε τραχύς, άνισος και ενοχλητικός, ο βόμβος της ωραίας ψυχής. Η ελαφρότητα που εκπνέει η βαρύτητα της ζωής τον αγγίζει σαν το μόνο σταθερό πράγμα στον κόσμο, πιο σταθερό και από τον χρόνο ή το φως ή την ύλη ή την ενέργεια. Η ομορφιά αυτής της ελαφρότητας, του άυπνου και υπόκωφου ναι. Και μέσα στην ελαφρότητα αυτή, από το μπράτσο του απλώνεται το αίσθημα της παρουσίας μιας άλλης ύπαρξης σε όλο του το σώμα, τον ανυψώνει με τρόπο δυσδιάκριτο αλλά ευεργετικά αντιληπτό από τον ίδιο, τον αλλάζει, τον μεταμορφώνει, τον μετουσιώνει και τον μεταφέρει από σώμα σε σώμα, από προσωπικότητα σε προσωπικότητα, από μορφή σε μορφή, από συνείδηση σε συνείδηση, από διάσταση σε διάσταση. Είναι χαρούμενος που είναι εδώ και που συγχρόνως γνωρίζει καλά ότι δεν χρειάζεται να είναι εδώ, που σε λίγο δεν θα είναι εδώ, ενώ πάντα θα είναι εδώ και εδώ και εδώ. Η αϋπνία του είναι μια χώρα στην οποία, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, του αρέσει να μην ανήκει, να είναι ξένος, να αισθάνεται την ανιδιοτελή οικειότητα του ξένου και όλης της προσφερόμενης, της κάπως αργόρυθμης ξενίας. Ένας χώρος ξενοδώτης, ένας δώτης άυπνος, δωτήρας αϋπνίας. […]
Θεσσαλονίκη, ανατολικά, 18 Νοεμβρίου 2014
Ξένοι, ανάξενοι, αμφίξενοι. Η οικεία σκέψη στο μέρος εκείνο, απέναντι από τον Βασιλόπουλο τώρα, αν θα πάρει το λεωφορείο ή αν θα πάει με τα πόδια στο κέντρο της πόλης, αν θα χαθεί μέσα σε λίγο κόσμο ή πάνω από τα δικά του βήματα, πάνω από αυτά που κάποτε έκανε ο Αριστοτέλης όταν κατέβαινε από τη Χαλκιδική, περνώντας από κει που αυτός στεκόταν τώρα, η πιο προσιτή ίσως διάβαση. Όλη του η φιλοσοφία του έγνεφε σαν μια ατέρμονη διάβαση, ένας περίπατος κατά τον οποίο ο περιπατητής περιγράφει με προσιτή γλώσσα και βατή σκέψη τη διάβαση του ανθρώπου από τον κόσμο και του κόσμου από τον άνθρωπο, από τη γέννησή του ως τον θάνατό του. Τι εννοούσε με «άνθρωπο» ο τόσο μακρινός και τόσο κοντινός φιλόσοφος;