Προδημοσίευση από τη νουβέλα της Μαρίας Φακίνου Ανατομία Kόρης, που θα κυκλοφορήσει στις 24 Μαρτίου από τις εκδόσεις Αντίποδες.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Δεκαπέντε πουλάκια κάθε είδους έχουν βρει ώς τώρα το θάνατο από τα χέρια του. Εγώ καθυστερώ για να τα θάψω πρόχειρα κάτω από νωπά φύλλα, ψιθυρίζοντας από μέσα μου μια αυτοσχέδια προσευχή. Τα νύχια μου μαύρα από το χώμα.
Περπατάμε με τον αδερφό σε ένα ξέφωτο. Ξερά κλαδιά σπάνε κάτω από τα πόδια μας, τα λουλούδια γέρνουν με τον άνεμο. Εκείνος κρατά μια σφεντόνα, σημαδεύει μικρά πουλιά κλείνοντας κάθε φορά το μάτι του. Η άκρη της γλώσσας του ξεπροβάλλει μέσα από τα δόντια. Δεκαπέντε πουλάκια κάθε είδους έχουν βρει ώς τώρα το θάνατο από τα χέρια του. Εγώ καθυστερώ για να τα θάψω πρόχειρα κάτω από νωπά φύλλα, ψιθυρίζοντας από μέσα μου μια αυτοσχέδια προσευχή. Τα νύχια μου μαύρα από το χώμα.
Μ ᾿ αυτά που κάνεις θα μας τιμωρήσουν οι αγροφύλακες, τον προειδοποιώ πασχίζοντας να μη δει τα δάκρυά μου. Εκείνος φτύνει αδιάφορα στο χώμα. Τότε, ξεχωρίζουν μέσα από την υγρασία δύο ψηλόλιγνες φιγούρες. Οι αγροφύλακες. Η οργή τους είναι τόσο θεϊκή που σκοτεινιάζει ο τόπος γύρω μας. Τα δέντρα κλείνουν από πάνω μας. Μας οδηγούν σε ένα ξύλινο σπιτάκι. Μυρίζει βρεγμένη γη, καμένο ξύλο και ψαρόσουπα. Ο ένας κρατά εμένα απαλά από το χέρι. Ο άλλος κρατά τον αδερφό από το αυτί.
Μες στο σπιτάκι βλέπω με τα μάτια φωτογραφική μηχανή έναν τρίτο αγροφύλακα να καθαρίζει ένα εμαγιέ σκεύος. Όλοι φορούν κίτρινα αδιάβροχα με πράσινα ζιβάγκο. Τότε, αυτός που με κρατούσε από το χέρι, ρωτά: Έχεις δοκιμάσει βασιλικό πολτό, κοριτσάκι; Γύρω μας το δάσος θροΐζει. Καθώς γλείφω από τα δάχτυλά του αυτήν την πρωτόγνωρη γεύση, μου λέει μυστικά: Είναι πολύ δυναμωτικός. Τώρα, για τις άλλες ασθένειες που θα σου προκαλέσει, όπως η τρυφερότητα, δεν φέρω ευθύνη.
Περιμένω τον αδερφό να βγει από το άλλο δωμάτιο καθισμένη σε μια καρέκλα. Η γλώσσα μου δεμένη απ’ την ηδονή.
Από νωρίς άφησα τα πράγματα να με διαλέξουν. Οι άνθρωποι, οι σκέψεις, οι συνθήκες. Υπήρχε, ωστόσο, μέσα μου ένας σκοτεινός τόπος που με τα χρόνια βάθαινε, ένας εσωτερικός μικρόκοσμος δαιδαλώδης, που δεν ήξερα ότι έτρεφα, μόνο με γέμιζε με μια απροσδιόριστη ανησυχία, και που στο τέλος θα βρισκόμουν να γνωρίζω τον παραμικρό του παράδρομο, στενό και αδιέξοδο. Θα κατέφευγα σε αυτόν κάθε φορά που το έξω απειλούσε το μέσα.
Ο αδερφός με κυνηγά μέσα στον Κήπο. Φαντάζει μυθικός στα μάτια μου. Τρέχω να κρυφτώ ανάμεσα στα δέντρα, με πιάνει λόξιγκας απ ᾿ την τόση ευτυχία. Τώρα θα σε τσιμπήσω, προειδοποιεί και σπαρταρώ ήδη από το επικείμενο βασανιστήριο, τώρα θα σε φιλήσω, τα πρώτα γένια στις παρειές, τώρα θα βάλω το χέρι μου στο βρακάκι σου. Κι όσο μεγάλωναν τα χρόνια, τόσο πιο τρομακτικός ο τρόμος, τόσο πιο προσωπική η προδοσία, ώσπου ήδη αχώριστοι από τη μήτρα της άμωμης μάνας μας, όσοι σε αγγίζουν μαύρο γάλα θα φτύνουν, συρίζει ένα απόγευμα ο αδερφός.
Τα όνειρά μου στοίχειωσαν από τη μορφή του να κουβαλά στους ώμους ένα κουφάρι λύκου. Κάθε φορά κι ένας εραστής μου.