Προδημοσίευση από το βιβλίο της Ούρσουλας Φωσκόλου Το κήτος. Μικρά και μεγάλα πεζά, που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Κίχλη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
῾Η πείνα
Παραθερίζαμε σ’ ἕνα μικρὸ ξενοδοχεῖο δεύτερης κατηγορίας, μακριὰ ἀπὸ τὴν παραλία. Εἶχε ὅμως μιὰ μακρόστενη πισίνα μὲ γαλανὰ νερὰ κι ὁλόλευκες ξαπλῶστρες, στοιχισμένες σὰν τὶς σαγιονάρες ἔξω ἀπὸ τοὺς χάρτινους τοίχους ἑνὸς γιαπωνέζικου δωματίου. Κάθε πρωί, ἔβγαινα στὸ μπαλκόνι καὶ παρακολουθοῦσα τὰ κορμιὰ πού, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, ξάπλωναν στὶς πλαστικὲς σεζλόνγκ. Παχουλὲς κυρίες μὲ τὸ λουλουδάτο μαγιό τους καὶ μιὰ πετσέτα περασμένη κάτω ἀπὸ τὴ μασχάλη, ὄμορφες γυναικεῖες πλάτες καὶ ράθυμα ἀνδρικὰ σώματα. Ἄφηναν ὅλοι ἀνεξαιρέτως τὸν ἥλιο νὰ τοὺς ζεστάνει καί, ὅταν πιὰ δὲν ἄντεχαν ἄλλο, βουτοῦσαν στὸ νερό. Μιὰ ἐλαφριὰ μυρωδιὰ χλωρίου καὶ ἀντηλιακοῦ πλημμύριζε τότε τὴν ἀτμόσφαιρα κι ἕνας ἄηχος ἀναστεναγμὸς ἀνακούφισης θαρρεῖς κι ἀνέβαινε ὣς τὸ δωμάτιό μου.
Ὅσο ἐκεῖνος μὲ τὴν Ἄννα ἔτρωγαν τόσο ἐγὼ ἀρνούμουν νὰ καταπιῶ ὁτιδήποτε. Κι αὐτό, ἐνῶ ἔνιωθα τὸ στομάχι μου νὰ παραπονιέται καὶ τὰ ἄκρα μου νὰ τρέμουν ἐλαφρά. Τὸ κεφάλι μου ἔμοιαζε ἄδειο καὶ στὰ χέρια ἔνιωθα μικρὰ τσιμπήματα, σὰν νὰ μὲ τρυποῦσαν χιλιάδες βελόνες.
Κρυμμένη πίσω ἀπ’ τὰ ἀραιὰ κάγκελα τοῦ μπαλκονιοῦ, βολευόμουν στὸ πάτωμα, μὲ τὴν πλάτη στὸν τοῖχο. Ὁ ἥλιος ἔπιανε τὸ δωμάτιο μονάχα πολὺ νωρὶς τὸ πρωί, μποροῦσα ἑπομένως νὰ κάθομαι ἐκεῖ χωρὶς καπέλο καὶ χωρὶς τὸ λευκὸ φαρδὺ μπλουζάκι τοῦ πατέρα μου, ποὺ τὸ μισοῦσα, γιατὶ πάνω μου ἔμοιαζε κουρέλι. Δίπλα, στὸ μεταλλικὸ στρογγυλὸ τραπέζι, ἔμενε πάντοτε μιὰ φέτα ψωμὶ μισοφαγωμένη, μὲ βούτυρο καὶ μαρμελάδα, ποὺ ὅταν ἡ ὥρα ἔφτανε δώδεκα τὰ δύο ἀλείμματα εἶχαν πλέον λιώσει κι ἑνωθεῖ.
Ὅσο ἐκεῖνος μὲ τὴν Ἄννα ἔτρωγαν τόσο ἐγὼ ἀρνούμουν νὰ καταπιῶ ὁτιδήποτε. Κι αὐτό, ἐνῶ ἔνιωθα τὸ στομάχι μου νὰ παραπονιέται καὶ τὰ ἄκρα μου νὰ τρέμουν ἐλαφρά. Τὸ κεφάλι μου ἔμοιαζε ἄδειο καὶ στὰ χέρια ἔνιωθα μικρὰ τσιμπήματα, σὰν νὰ μὲ τρυποῦσαν χιλιάδες βελόνες. Τὸ μούδιασμα ἁπλωνόταν σὲ ὅλο τὸ κορμί μου: στὰ πόδια, ἀνάμεσα στὰ δάχτυλα, ἀνέβαινε ἀπ’ τὶς γάμπες κι ἔφτανε μέχρι τὴν κοιλιά μου, ζεστὸ καὶ παρήγορο. Ἀφηνόμουν τότε, μ’ ἕνα ἀχνὸ χαμόγελο στὰ χείλη, μέχρι νὰ μοῦ βάλουν τὶς φωνὲς καὶ νὰ μοῦ δώσουν μὲ τὸ ζόρι φαγητό.
Τὸ ξενοδοχεῖο εἶχε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πισίνα, ἕναν τριγωνικὸ κῆπο μὲ γκαζὸν καὶ μερικὰ λουλούδια ἐδῶ κι ἐκεῖ, καὶ σὲ μιὰ ἄκρη του, χωμένη βαθιὰ στὸ χῶμα, μιὰ σκουριασμένη πινακίδα «Μὴν πατᾶτε». Τὴ μέρα κανένας δὲν τολμοῦσε νὰ παραβεῖ τὴν ἐντολή. Κι ὅμως, κάθε βράδυ, ὅταν ὅλοι εἶχαν πέσει γιὰ ὕπνο, ἔβλεπα τὴ Ρόζα, τὴ μαγείρισσα, νὰ ξαπλώνει ἀκριβῶς στὴ μέση του. Τὴν παρατηροῦσα νὰ μπαίνει καὶ νὰ βγαίνει, σβέλτη καὶ ἀλαφιασμένη τὸ ἀπόγευμα, νωχελικὴ κι ἐξαντλημένη τὰ βράδια. Μύριζε φρέσκια ρίγανη καὶ δυόσμο. Ἔνιωθα τότε ἕνα γαργαλητὸ στὸ στομάχι, μιὰ πείνα ἀσίγαστη, ποὺ ντρεπόμουν νὰ ὁμολογήσω.
Ὅταν πίσω ἀπὸ τὸν τοῖχο ἄκουγα τὶς πνιχτὲς κραυγὲς τῆς Ἄννας καὶ τοῦ μπαμπᾶ, σηκωνόμουν ἀπ’ τὸ κρεβάτι καὶ γλιστροῦσα ἔξω, γιὰ νὰ τὴ δῶ. Τὴν πρώτη φορὰ νόμισα πὼς τὴ φαντάστηκα. Μοῦ εἶχε συμβεῖ καὶ ἄλλοτε: τότε ποὺ ἔβλεπα τὴ μαμὰ στὶς γωνίες τῶν δρόμων, πίσω ἀπ’ τὰ δέντρα καὶ στὶς στέγες τῶν σπιτιῶν. Ὅμως ἡ Ρόζα, ποὺ ξάπλωνε στὴ μέση τοῦ ἀπαγορευμένου κήπου, ἦταν ἀληθινὴ καὶ μύριζε λαχταριστό, μαγειρεμένο φαγητό. Τέντωνε τὰ χέρια της νὰ ξεμουδιάσει κι ἡ μυρωδιὰ σκαρφάλωνε μεθυστικὴ ὣς τὰ ρουθούνια μου.
Εἶχε δυνατὰ χέρια ἡ Ρόζα, κόκκινα. Καὶ κάθε βράδυ τ’ ἅπλωνε στὸ γρασίδι, χωρὶς φόβο, μόνο μὲ μιὰν ἐξάντληση ποὺ τὴν ἔκανε νὰ ξεφυσᾶ ἁπαλὰ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀφηνόταν νὰ πέσει στὸ μαλακὸ ἔδαφος. Περνοῦσε ἡ μορφή της μπροστὰ στὰ μάτια μου σὰν ταινία, μὲ μοναδικὸ ἐμπόδιο κάτι παχιὲς τσιμεντένιες λωρίδες. Κουνοῦσα τὸ κεφάλι δεξιὰ κι ἀριστερὰ ὥσπου νὰ βρῶ τὸ κατάλληλο σημεῖο. Καθόμουν τότε ἐκεῖ, μὲ τὸ παλλόμενο φῶς τῆς πισίνας στὰ πόδια. Σὰν εὐτυχισμένο γατί, ἄνοιγα τὰ δάχτυλα τῶν χεριῶν κι ἀκουμποῦσα τὶς φλογισμένες μου παλάμες στὸ μωσαϊκό, ὥσπου νὰ κοιμηθῶ. Ὁ ὕπνος μου δὲν κρατοῦσε παραπάνω ἀπὸ μιὰ ὥρα, κι ὅταν πιὰ ξυπνοῦσα –πιασμένη καὶ παγωμένη– ἡ Ρόζα εἶχε φύγει. Μάντευα μόνο τὸ ἀποτύπωμά της στὰ πατημένα χορταράκια καὶ μὲ μιὰ μυρωδιὰ νοτισμένης γῆς στὰ ρουθούνια χωνόμουν στὸ κρεβάτι.
Κάποιο βράδυ, κοιμήθηκα βαθιὰ καὶ ξύπνησα πολὺ μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Ἔξω εἶχε ἀρχίσει νὰ φυσᾶ ἕνας ἀέρας ἐλαφρὺς καὶ ζεστός, ποὺ χάιδευε τοὺς τοίχους, περνοῦσε μέσα ἀπ’ τὰ ἁρμυρίκια, πάνω ἀπ’ τὴν πισίνα, κι ἀπὸ τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρό μου ἐπέστρεφε μυρωδιὲς τῆς ὑπαίθρου. Μὲ τὴν πλάτη μουσκεμένη ἀπ’ τὸν ἱδρώτα, σηκώθηκα ἀργά. Παραμέρισα τὴν κουρτίνα καὶ βγῆκα. Ἔρημος τόπος κάτω· μόνο ἕνα ἀδέσποτο σκυλὶ διέσχισε γρήγορα τὸ πλακόστρωτο κι ἔπειτα ἐξαφανίστηκε πίσω ἀπ’ τὸν φράχτη.
Γύρισα τὸ βλέμμα πρὸς τὸν κῆπο: ἄδειος καὶ καταπράσινος, σὰν φλούδα ἀπὸ καρπούζι. Πρὶν μπῶ καὶ πάλι στὸ δωμάτιο, πέταξα στὸ πάτωμα τὴν μπλούζα μου. Δὲν σταμάτησα στὸ κρεβάτι, ἀλλὰ στράφηκα πρὸς τὴν ἔξοδο. Προχωρώντας, κατέβασα τὸ σορτσάκι μου καὶ τὸ ἄφησα κι αὐτὸ νὰ πέσει. Γύρισα τὸ κλειδί· ἡ ξύλινη πόρτα ἄνοιξε κι ἔκλεισε χωρὶς θόρυβο. Κάτω ἀπὸ τὶς κίτρινες λάμπες τοῦ ξενοδοχείου, τὸ κορμί μου ἔπαιρνε ἕνα χρῶμα ἀφύσικο, μπλὲ σὰν τῆς πισίνας. Μὲ τὶς πατοῦσες μου ἴσα ν’ ἀκούγονται, ἔφτασα ὣς τὴ σκάλα. Στὸ πρῶτο σκαλοπάτι εἶχα ἤδη πετάξει μακριὰ καὶ τὸ ἐσώρουχο. Λίγο ἀργότερα βρέθηκα –ὁλόγυμνη καὶ μόνη– στὴ σκοτεινὴ ρεσεψιόν.
Ἔσυρα τὴν τζαμένια πόρτα καὶ βγῆκα. Στὸ ἀριστερό μου χέρι ὁ κῆπος. Δεξιὰ ἡ πισίνα. Καὶ πάνω μου ἕνα φεγγάρι γεμάτο, σὰν μπολάκι μὲ ρυζόγαλο. Στάθηκα προσοχή, μὲ τὸ βλέμμα στὶς ἑνωμένες μου πατοῦσες. Ἔσφιξα τὰ χέρια καὶ ἑτοιμάστηκα. Ἀπ’ τὸ στομάχι μου ἀκουγόταν ἕνας ὑπόκωφος θόρυβος, σὰν τὸ γουργουρητὸ τῆς γάτας. Ἔστρεψα τὸν κορμό μου καὶ βάλθηκα νὰ τρέχω, ὥσπου βούτηξα ὁλόκληρη στὸ κρύο νερό. Φωτεινὸ γαλάζιο γύρω μου, παρήγορο ὑγρό. Ἄνοιξα διάπλατα τὰ μάτια κι ἔπειτα τὸ στόμα.
Γέμιζα τὸ στομάχι μου ἀχόρταγα μὲ χλωριωμένο θαλασσινὸ νερό, ὅταν δυὸ δυνατὰ χέρια μὲ τράβηξαν ἔξω.
Γέμιζα τὸ στομάχι μου ἀχόρταγα μὲ χλωριωμένο θαλασσινὸ νερό, ὅταν δυὸ δυνατὰ χέρια μὲ τράβηξαν ἔξω.
῾Η Ρόζα φοροῦσε ἀκόμη τὴν πράσινη ποδιά της. Ἕνα μακρὺ κλωνάρι δεντρολίβανου ἐξεῖχε ἀπὸ τὴν μπροστινή της τσέπη, μαζὶ μ’ ἕνα μουσκεμένο πακέτο τσιγάρα. Μὲ κοίταζε σαστισμένη καὶ τὰ μαλλιά της ἔχυναν στὰ πόδια μου χοντρές, γαλάζιες, κρύες στάλες. Τὴν κοίταξα προσεκτικά: ἦταν πιὸ μεγάλη ἀπ’ ὅσο νόμιζα, σχεδὸν σαράντα. Μὲ μάτια καφετιὰ καὶ μὸβ σὰν ὥριμα δαμάσκηνα, φακίδες στὰ μάγουλα καὶ δέρμα κόκκινο ἀπ’ τὸν ἥλιο. Ἔσκυψα μπροστὰ κι ἔφτυσα μεμιᾶς ὅλο τὸ νερὸ ποὺ εἶχα καταπιεῖ. Μιὰ τρομερὴ σουβλιὰ μοῦ τρύπησε ξάφνου τὸ στομάχι κι ἕνα γαργαλητό, ὁλοένα καὶ πιὸ ἔντονο, βάλθηκε νὰ μυρμηγκιάζει τὸ δέρμα μου. Ἔνιωσα μέσα μου μιὰ ὀργισμένη μηχανή, σὰν τρένου, νὰ βρυχᾶται. Ἡ Ρόζα δίπλα προσπαθοῦσε νὰ χαμογελάσει. Τότε, σὰν νά ’μουν χρόνια νηστική, πῆρα τὸ κρύο δεξί της χέρι καὶ τὸ δάγκωσα.
Τ’ ὁρκίζομαι, πεινοῦσα.