
Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Μαριαλένας Σπυροπούλου Ρου, που θα κυκλοφορήσει στις 17 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμ. Κώστας Αγοραστός
Τρίχες
Η Ρ. δεν εκφράζει τον θυμό της. Περνάει όλη τη μέρα της στη Μαίρη, την κομμώτρια. Εκεί συναντήθηκαν πρώτη φορά. Ένα τόσο παράταιρο πλάσμα στο πιο παράταιρο μέρος. Και αυτές οι δύο τόσο αταίριαστες.
Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου…
Ξύπναγα πρωί πρωί, έπινα έναν ελληνικό καφέ, έτρωγα με το ζόρι ένα κουλούρι με σουσάμι και έπινα σχεδόν υποχρεωτικά, σαν να ακολουθούσα τη συνταγή ενός γιατρού, ένα ποτήρι νερό από τη βρύση, κοιτάζοντας τον φωταγωγό. Η πρωινή ιεροτελεστία, έτσι την έλεγα.
− Ήταν η δουλειά μου. Πρωί βράδυ σκούπιζα τρίχες σε ένα κομμωτήριο. Ξύπναγα πρωί πρωί, έπινα έναν ελληνικό καφέ, έτρωγα με το ζόρι ένα κουλούρι με σουσάμι και έπινα σχεδόν υποχρεωτικά, σαν να ακολουθούσα τη συνταγή ενός γιατρού, ένα ποτήρι νερό από τη βρύση, κοιτάζοντας τον φωταγωγό. Η πρωινή ιεροτελεστία, έτσι την έλεγα. Έστρωνα το ρούχο μου, έπιανα τα μαλλιά μου κοτσίδα, σταύρωνα την τσάντα μου στον ώμο, σαν να κρατούσα φυλαχτό, και κατέβαινα στον δρόμο. Ένα δωμάτιο όλο και όλο, η πρωινή διαδρομή είχε ταλαιπωρία, σαν τάμα σε ορεινό χωριό. Έμενα κάτω από την Αχαρνών χαμηλά, λίγο πριν τη στροφή για τους Αγίους Αναργύρους, και το κομμωτήριο Κολωνάκι, ψηλά προς Ευαγγελισμό. Αναγκαζόμουν να αλλάζω δύο λεωφορεία ή αλλιώς έφτανα μέχρι τον σταθμό του ηλεκτρικού στον Άγιο Ελευθέριο, μέχρι την Ομόνοια, και μετά λεωφορείο ή μετρό −το νέο μετρό, όλα νέα για μένα−, κατέβαινα στο Σύνταγμα και μετά περπάτημα.
Ρίξε από το σακούλι μερικά ψίχουλα για σημάδι…
− Μέχρι να φτάσω στο μαγαζί «Coiffures Mary Jo», είχα ήδη κουραστεί. Ιδίως εάν δεν είχα κοιμηθεί καλά τη νύχτα. Έμπαινα στο μαγαζί, καλημέριζα την αφεντικίνα μου και έμπαινα σιωπηλά στην αποθήκη. Τραβούσα την κουρτίνα στο παραβάν, μια πράσινη με μαύρες βούλες, και καθόμουν στο σκαμπό ένα λεπτό να πάρω ανάσα, κάπως να καταπιώ αυτό που με περίμενε. Τι να πω τώρα; Να σας πω για τη Μαίρη; Την ξέρετε καλά; Το ξέρατε ότι η Μαίρη είχε πάει σε ριάλιτι; Έχω ακούσει από πελάτισσες ότι η Μαίρη ήταν χρόνια κομμώτρια στο Περιστέρι, από μικρό κορίτσι, και περίμενε πάντοτε αυτόν που θα της αλλάξει τη ζωή. Τη φαντάζομαι με την ίδια κοντή φούστα και τα μακριά ξανθιά εξτένσιον σαν πανοπλία να περιμένει τον άνδρα που θα της φτιάξει καλύτερο κομμωτήριο.
Η Ρ. διασκεδάζει να μιλάει για τη Μαίρη.
− Έλα όμως που περνούσαν τα χρόνια, και η Μαίρη δεν άλλαζε στέκι. Μέχρι που η κουμπάρα της, η Γιώτα, από τα χείλη της βγήκε αυτό το ηλίθιο Mary Jo −τι έμπνευση−, που δούλευε σε μια εταιρεία παραγωγής, της πρότεινε να πάει σε ένα ριάλιτι. Δεν έχει πολλή πλάκα αυτή η ιστορία; Στο νησί τις βλέπαμε όλες αυτές τις μαλακίες, ουπς, σόρι. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι κάποιος τις πιστεύει. Μέσα σε μια νύχτα, η Μαίρη έγινε Mary Jo και δεν βρήκε μόνο σύντροφο αλλά και νέο στέκι, νέες γνωριμίες, φωτογραφίες στα κοσμικά περιοδικών και μεσημεριανών εκπομπών.
– Άντε, θα βγεις από εκεί μέσα;
Πώς την κοιτά η Μαίρη;
Η Ρούλα σηκώθηκε σαν να την πέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Στο παραβάν, στο προστατευτικό της κέλυφος άλλαζε, φόραγε την ποδιά και περίμενε. Άκουγε με μικρή προσήλωση πίσω από τις κουρτίνες. Περίμενε πότε θα μαζευτούν οι πρώτες τρίχες, οι πελάτισσές της. Δεν την αφορούσε εάν έμπαινε ή εάν έβγαινε κόσμος, αρκεί να έριχναν τις «φιλενάδες» της στο πάτωμα. Οι ηλικιωμένες γυναίκες και οι άνδρες ήταν το χειρότερό της − με τα χρόνια οι τρίχες αραίωναν και οι γυναίκες δεν ήθελαν να αποχωρίζονται τις τελευταίες πολύτιμες, ταλαιπωρημένες τους τρίχες. Τις φρόντιζαν με περίσσεια στοργή, ένα δέος τις διαπερνούσε εάν κάποιες χάνονταν στη μάχη του χτενίσματος. Και ξάσιμο, πολύ ξάσιμο, για να πλουτίζουν τα ψάρια στον γάμο της Κανά, και χρώμα, ψέκαζαν χρώμα για να γεμίζει το υπόλευκο, σαν κρατήρας, κρανίο τους. Η Μαίρη από πάνω πυρπολητής και πυροσβέστης σε γυναίκες-κράνη, πριν από τη συντριβή. Πάλευε σαν σπορέας να γεμίζει το πολεμικό πεδίο, έπαιρνε χτένες, έπαιρνε βούρτσες, έβαζε λακ για να παγώσει το αποτέλεσμα μόλις ένιωθε ότι κάτι καλό είχε καταφέρει. Να μεταμορφώσει μια κουρούπα σε γυναίκα, και στη μέση να χαίνει το κενό αδυσώπητο.
Η Ρούλα τότε κρυβόταν, έκρυβε με ενοχή τα μαλλιά της σαν λάφυρα πολέμου και έχανε το ενδιαφέρον της. Όπως κρυβόταν όποτε έρχονταν άνδρες, και αυτοί με έναν τρόπο έβλεπαν τη Ρούλα σαν εχθρό. Τα λίγα μαλλιά τους ήταν η αιτία της πεσμένης τους αυτοπεποίθησης τη στιγμή που κάτι μέσα τους τεντωνόταν μόλις έβλεπαν το ίσιο κορμί της να σκύβει σκουπίζοντας κάτι που δεν είχαν. Η Ρούλα κοίταζε την άκρη της σκούπας της, οι λίγες που έπεφταν γλίτσιαζαν και κόλλαγαν πάνω της.