
Προδημοσίευση ενός διηγήματος του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου από τη συλλογή διηγημάτων του Τραμπάλα, που θα κυκλοφορήσει στα μέσα Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Μελάνι.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Καρδιές για φάγωμα
Τα δάχτυλά της είχαν κοκκινίσει και τουμπανιάσει και οι χαρακιές στις άκρες τους κόντευαν να σκάσουν, τόσο που περίμενα να αρχίσει να ξεφλουδίζει η πέτσα και να μαζεύεται σαν κουλούρα από σκοινί, μέχρι να φανεί το κόκκαλο.
«Άιντε φέρε μου πεντέξι λεμόνια από μέσα να τα ρίξω, τούτα ‘δω δεν θα μου φτάσουνε. Άιντε, τζάνι».
Παράτησα το βιβλίο κάτω και τινάχτηκα όρθιος να της τα φέρω.
«Μπα, πού έχει λεμόνια;» τον ρώτησα μόλις μπήκα μέσα. Καθόταν στον καναπέ κι έβλεπε τηλεόραση, άκουγε πιο σωστά, γιατί είχε κλείσει τα μάτια και περίμενε να τον πάρει ο ύπνος. Σαν να τον είχα σκουντήσει με σκουπόξυλο, ανακατεύτηκε στη θέση του και με κοίταξε με τα μικρά, γεμάτα ρυτίδες, μάτια του.
«Μπα, πού έχει λεμόνια;» τον ρώτησα μόλις μπήκα μέσα. Καθόταν στον καναπέ κι έβλεπε τηλεόραση, άκουγε πιο σωστά, γιατί είχε κλείσει τα μάτια και περίμενε να τον πάρει ο ύπνος. Σαν να τον είχα σκουντήσει με σκουπόξυλο, ανακατεύτηκε στη θέση του και με κοίταξε με τα μικρά, γεμάτα ρυτίδες, μάτια του.
Τα άφησα στην ποδιά της μαλακά, σαν να ήταν από γυαλί. Με φίλησε στο μέτωπο κι αμέσως έπιασε να τα κόβει στη μέση, χραπ χραπ, κοφτές κινήσεις λες κι ήταν κάνας ξιφομάχος του μεσαίωνα, και τα μούτρα της μάζευαν από την ξινίλα.
Τώρα που είχε γίνει σχεδόν κίτρινο το νερό από το λεμόνι, άρχισε να κόβει τις αγκινάρες και να τις ρίχνει κατευθείαν μέσα. Καθισμένη πάνω στο χώμα της αυλής, έγλειφε πού και πού τα δάχτυλά της για να δροσίσουν και κοίταζε αλλού για να μην της μπαίνει το λεμόνι στα μάτια.
Κάτι μουρμούρισε ο πατέρας, που φυσικά κανείς δεν θα μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει.
Έγνεψα όχι και σε λίγο άρχισα να μασουλάω το κρέας ανόρεχτα. Κάπου κοντά που πήγαινα να χορτάσω, την άκουσα από την αυλή.
«Ωι, που να με πάρει η ασραπή, να με πάρει. Και πώς μαυρίσαν οι διαολεμένες, δεν τους έφτασε το λεμόνι; Ου, που να με πάρει η μπόρα!»
Στη στιγμή πετάχτηκε από τον καναπέ ο πατέρας και βγήκε έξω.
Εγώ μέχρι τότε παρακολουθούσα αμίλητος, χωρίς να πολυκαταλαβαίνω.
Η μάνα σηκώθηκε να ξαπλώσει λίγο στον καναπέ, να ισιώσει το σκεβρωμένο της κουφάρι, που τόσα χρόνια είχα κάνει γωνίες σαν σκάλα. Εγώ πήρα τα λεφτά κι έτρεξα στο μανάβικο, και ο πατέρας από πίσω να μουρμουράει:
«Το ‘πα εγώ, δεν το ‘πα; Λες και τα γεννάμε».
Όταν τις έφερα, είχε κόψει από ώρα κι άλλα λεμόνια και τα είχε πετάξει μέσα στη λεκάνη.
Την άφησα εκεί μονάχη και βρήκα τον πατέρα να ροχαλίζει πάνω στον καναπέ. Αλαφροπατώντας, έκατσα στην πολυθρόνα κι έπιασα τους Μπούντενμπροκ. Δεν θα είχα διαβάσει πέντε λεπτά όταν την ξανάκουσα να φωνάζει απ’ έξω.
Πήγα κι έψαξα. Ήταν άδειο.
Η μάνα σηκώθηκε και πήγε να κάτσει σε μια πλαστική καρέκλα. Μουρμούραγε κάτι κατάρες μέσα από τα δόντια της και έμπλεκε τα δάχτυλά της σε ένα σάρκινο κουβάρι που το δάγκωνε κάτι στιγμές. Σαν να έσερνε με τη μέση της ένα γρανιτένιο βράχο πλησίαζε κατά την καρέκλα. Ο πατέρας πήγε και πρέπει να άνοιξε ένα σαλάμι απ’ το ψυγείο, γιατί άκουσα τη ζελατίνα να σκίζεται, θα το έβαλε σίγουρα μέσα σε ψωμί.
Η μάνα σηκώθηκε και πήγε να κάτσει σε μια πλαστική καρέκλα. Μουρμούραγε κάτι κατάρες μέσα από τα δόντια της και έμπλεκε τα δάχτυλά της σε ένα σάρκινο κουβάρι που το δάγκωνε κάτι στιγμές. Σαν να έσερνε με τη μέση της ένα γρανιτένιο βράχο πλησίαζε κατά την καρέκλα. Ο πατέρας πήγε και πρέπει να άνοιξε ένα σαλάμι απ’ το ψυγείο, γιατί άκουσα τη ζελατίνα να σκίζεται, θα το έβαλε σίγουρα μέσα σε ψωμί.
«Για ιδές, πήγαινε και ζήτα από τη θεία σου κάνα πενηντάρι και θα της τα δώσουμε από βδομάδα που θα πλερωθούμε, πες της» μου είπε η μάνα.
Έμενε κοντά η θεία και σε τέσσερα λεπτά είχα φτάσει. Την βρήκα να κάθεται στο μπαλκονάκι έξω και να βαράει μύγες με τη σκοτώστρα.
Η μάνα άρχισε να σταυροκοπιέται.
«Που να την πάρει κι αυτήνα, σιγά μην σου ‘δινε. Την ξέρω ‘γω, όλο για φιγούρα τα έχει. Τι θα τα κάμει, μωρέ, στον τάφο θα τα πάρει;»
Ο πατέρας έτριψε το μέτωπο με τα δυο του χέρια.
«Να σου πω, άιντε από το Μάρκο μία. Φίλος είναι, κάτι θα σου δώσει» είπε και συνέχισε να τρίβει το μέτωπο, τόσο που τα μάτια λίγο πιο κάτω εξαφανίστηκαν μέσα στις ρυτίδες.
Τίναξα τους ώμους και βγήκα ξανά στον δρόμο. Έμενε μετά την πλατεία, με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του – ένα παιδί κι ένα κορίτσι, όπως έλεγε αυτός κι όλοι στο χωριό. Τον βρήκα να ρίχνει πασιέντζα στην αυλή, η τράπουλα χυμένη όπως όπως πάνω στο μουσαμά του τραπεζιού, με ένα ψιλοάδειο ποτήρι μπίρα παραδίπλα.
Άδειασε το ποτήρι. Γύρισε το σβέρκο του κατά μέσα στο σπίτι και φώναξε δυνατά, έτσι που είδα τη φλέβα του λαιμού του να πετιέται σαν χοντρό σκουλήκι.
«Φωτεινή, έτοιμο το φαΐ; Άντε, πότε θα φάμε, μεσημέριασε».
Γύρισε και με κοίταξε.
Γέλασε και χτύπησε την παλάμη του πάνω στο μουσαμά.

Πήρα ένα κουτάκι μπίρας στα χέρια μου, ήταν πράγματι κρύο, τον ευχαρίστησα και γύρισα να ξεμακρύνω. Μόλις έφτασα στην πλατεία, το πέταξα σαν κοτρόνα μέσα στο ποταμάκι και με ένα ρούφηγμα του νερού χάθηκε στον πάτο.
Ανοιγόκλεισα λίγο τα μάτια μου για να δω καλύτερα τη μάνα. Πήγαινε πόσος καιρός, δεν μπορούσα να θυμηθώ, από τότε που την είχα δει να κλαίει για τελευταία φορά και είχα ξεχάσει σχεδόν πώς είναι. Δεν μπορούσα άλλο εκεί μέσα. Πετάχτηκα από την καρέκλα, βγήκα έξω και το μπαμ της πόρτας που έκλεινε κάλυψε τον αχνό λυγμό που έβγαζε η γυναίκα μες στο σπίτι.
Τους είχα ξεχάσει τους δρόμους. Τόσα παιχνίδια, τόσες φωνές, τόσα γέλια, τόσα κλάματα. Στην Αθήνα τώρα όλο και κάποια απεργία θα μαινόταν, όλο και κάποιος απελπισμένος θα έπεφτε δίχως βάρος στις ράγες του μετρό· εδώ, ένα ξερόφυλλο παρασερνόταν από το ρεύμα στο ποταμάκι της πλατείας, μέχρι να εξαφανιστεί κάτω από έναν βράχο.
Περπατούσα με το κεφάλι σκυφτό και τα χέρια στις τσέπες –κάποτε έκανα ποδήλατο εδώ–, λίγο αργότερα είδα μια πράσινη τέντα και μια πρόσοψη από ουράνιο τόξο. Κόντευε τρεις η ώρα και το μανάβικο έκλεινε. Η κυρα-Γιώτα καθώς κλείδωνε με είδε και μου έσκασε ένα χαμόγελο. Γρήγορα άφησε το μαγαζί και έφυγε μέσα στο σαραβαλάκι της, κάνοντας έναν θόρυβο σαν γέρος που ψυχορραγούσε. Και μόλις ο γέρος ψόφησε και ησύχασε, τίποτα πια δεν ακουγόταν, γιατί τα φυσήματα και τα ροχαλητά του ύπνου δεν μπορούν να τρυπήσουν τους τούβλινους ήχους των σπιτιών και να διαταράξουν τη γαλήνη της φύσης ενός έρημου μεσημεριού.
Στάθηκα λίγο μετέωρος στην μοναχικότητά μου. Η ζέστη πηχτή σαν μέλι, μόνο πιο αρμυρή, από τον αέρα της θάλασσας. Μάζεψα με την ανάποδη της παλάμης μου λίγο ιδρώτα και τον τίναξα στο χώμα κι άκουσα το τσιτσίρισμα. Λίγος είχε ξεμείνει στην άκρη του ματιού μου και με έτσουξε. Γύρω ψυχή. Προσπάθησα να δημιουργήσω στον εαυτό μου την εντύπωση ότι αυτό το πραγματάκι που κρεμόταν και γυάλιζε από την πόρτα ήταν μοναχά αντικατοπτρισμός, ένα πρόστυχο νεύμα του μεσημεριάτικου καύσωνα, ένα μπάσταρδο παιδί του. Όμως όσο περισσότερο εστίαζα πάνω του, το τοπίο ξεθόλωνε και έπαιρνε σχήμα, ξεδιάκρινα την υφή και τη λάμψη του μετάλλου με μια αδιαμφισβήτητη καθαρότητα. Άνοιξα το βήμα μου και ζύγωσα το κλειδί, έριξα μια ματιά γύρω, ερημιά, το έσφιξα και άνοιξα την πόρτα, κι όλα γίνονταν πολύ αργά, λες και οι κινήσεις κολυμπούσαν μες στο μέλι. Σάρωσα τα καφάσια και είδα στη γωνιά ένα γεμάτο με αγκινάρες και άρπαξα μια μεγάλη σακούλα και τη γέμισα στα γρήγορα, πρέπει να ήταν πάνω από έξι κιλά, και την φορτώθηκα και βγήκα έξω και κλείδωσα την πόρτα κι έτρεξα στο σπίτι.
Η μάνα έκανε λες και της είχα φέρει κανένα χαμένο γιο.
Γρυλίζοντας, πήγε και της έφερε. Καθισμένος μέσα εγώ, με το βιβλίο ανοιχτό πάνω στα πόδια μου, άκουγα ένα απροσδιόριστο βουητό να βγαίνει από την τηλεόραση και μετά από κάμποση ώρα, η μάνα με φώναξε να πάω έξω να δω, λες κι είχε έρθει η Δευτέρα Παρουσία, και μου έδειξε με καμάρι μια λεκάνη γεμάτη με καθαρισμένες, λαμπερές, κάτασπρες αγκινάρες.
Γρυλίζοντας, πήγε και της έφερε. Καθισμένος μέσα εγώ, με το βιβλίο ανοιχτό πάνω στα πόδια μου, άκουγα ένα απροσδιόριστο βουητό να βγαίνει από την τηλεόραση και μετά από κάμποση ώρα, η μάνα με φώναξε να πάω έξω να δω, λες κι είχε έρθει η Δευτέρα Παρουσία, και μου έδειξε με καμάρι μια λεκάνη γεμάτη με καθαρισμένες, λαμπερές, κάτασπρες αγκινάρες.
«Τόσο λεμόνι έβαλα, πού θα μου πήγαινε!» να φωνάζει και να γελάει.
Μου τις έβαλε προσεκτικά σε μια κόκκινη λεκανίτσα, τη σκέπασε με ένα κεντητό σεμεδάκι και την έβαλε στα χέρια μου.
«Άιντε, καλήν τους όρεξη από μένα, πες της» είπε και την σταύρωσε στον αέρα.
Στο δρόμο για το σπίτι της κυρα-Τούλας πέρασα από το μανάβικο. Η Γιώτα με χαιρέτησε και με ευχαρίστησε που τις είχα επιστρέψει τα κλειδιά το μεσημέρι.
«Την ευχή μου να ‘χεις, λεβέντη μου. Να σε χαίρονται οι δικοί σου».
Χαμογέλασα με μετριοφροσύνη και συνέχισα. Ήταν απόγευμα πια. Έφτασα στην πόρτα της κυρα-Τούλας και χτύπησα το κουδούνι. Γρήγορα φάνηκε, στρουμπουλή, ροδοκόκκινη, με τα σκουλαρίκια και τα λούσα της.
«Α, τις έφερες; Μπράβο, παλικάρι μου. Να πεις ευχαριστώ στη μανούλα σου, ναι;»
Κράταγα σφιχτά τη λεκάνη, μην μου πέσει, και την ώρα που της την περνούσα αισθανόμουν μια ηλεκτρική εκκένωση στα δάχτυλά μου. Χαμογέλασα, με καμάρι αυτή τη φορά, γιατί θυμόμουν της μάνας μου το χαμόγελο.
«Καλοφάγωτες, λέει».
«Τι; Α!» είπε και γέλασε κι άρχισε να ξεμακραίνει με τη λεκάνη. «Δεν ήταν γραφτό, παιδί μου. Μην νομίζεις, κι εμάς ποτέ δεν μας άρεσαν ιδιαίτερα, αλλά τις είχαμε για έδεσμα. Οι καλεσμένοι που θα έρθουν απόψε όμως ούτε κι αυτοί τις τρώνε, τελικά. Τις σιχαίνονται».
Περπάτησε λίγα μέτρα και άνοιξε μια πορτούλα που έμπαινε στο κοτέτσι. Έβγαλε το σεμεδάκι κι έχυσε τις καρδιές στο πάτωμα κι οι κότες όρμησαν κατά πάνω τους και τις ρημάξανε.
«Καλή σου μέρα, παιδί μου» είπε και μπήκε στο σπίτι.
* Βασισμένη στο διήγημα Καρδιές για φάγωμα, σύντομα πρόκειται να γυριστεί μια ταινία μικρού μήκους σε σκηνοθεσία Ειρήνης Κούτουλα.