gkezos390

Προδημοσίευση ενός διηγήματος του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου από τη συλλογή διηγημάτων του Τραμπάλα, που θα κυκλοφορήσει στα μέσα Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Μελάνι.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

 

Καρδιές για φάγωμα

Τα δάχτυλά της είχαν κοκκινίσει και τουμπανιάσει και οι χαρακιές στις άκρες τους κόντευαν να σκάσουν, τόσο που περίμενα να αρχίσει να ξεφλουδίζει η πέτσα και να μαζεύεται σαν κουλούρα από σκοινί, μέχρι να φανεί το κόκκαλο.

«Άιντε φέρε μου πεντέξι λεμόνια από μέσα να τα ρίξω, τούτα ‘δω δεν θα μου φτάσουνε. Άιντε, τζάνι».

Παράτησα το βιβλίο κάτω και τινάχτηκα όρθιος να της τα φέρω.

«Μπα, πού έχει λεμόνια;» τον ρώτησα μόλις μπήκα μέσα. Καθόταν στον καναπέ κι έβλεπε τηλεόραση, άκουγε πιο σωστά, γιατί είχε κλείσει τα μάτια και περίμενε να τον πάρει ο ύπνος. Σαν να τον είχα σκουντήσει με σκουπόξυλο, ανακατεύτηκε στη θέση του και με κοίταξε με τα μικρά, γεμάτα ρυτίδες, μάτια του.

«Μπα, πού έχει λεμόνια;» τον ρώτησα μόλις μπήκα μέσα. Καθόταν στον καναπέ κι έβλεπε τηλεόραση, άκουγε πιο σωστά, γιατί είχε κλείσει τα μάτια και περίμενε να τον πάρει ο ύπνος. Σαν να τον είχα σκουντήσει με σκουπόξυλο, ανακατεύτηκε στη θέση του και με κοίταξε με τα μικρά, γεμάτα ρυτίδες, μάτια του.

«Τι τα θέλει, μωρέ;»
«Μια γυναίκα της έδωσε κάτι αγκινάρες να τις καθαρίσει. Πού έχει;»
«Για, ‘κει σο ντουλάπι είναι. Πάρε πολλά, τζάνι, να μην μαυρίσουνε. Άιντε, άιντε».

Τα άφησα στην ποδιά της μαλακά, σαν να ήταν από γυαλί. Με φίλησε στο μέτωπο κι αμέσως έπιασε να τα κόβει στη μέση, χραπ χραπ, κοφτές κινήσεις λες κι ήταν κάνας ξιφομάχος του μεσαίωνα, και τα μούτρα της μάζευαν από την ξινίλα.

«Δες πώς μου γινήκαν τα δάχλα, της μαύρης. Ώι, πέθανα».
«Από τις χλωρίνες είναι, μα;»
«Απ’ τις χλωρίνες κι απ’ τα σύρματα κι απ’ τα τριψίματα. Κάτσε να τις ρίξω μέσα να μη μαυρίσουνε».

Τώρα που είχε γίνει σχεδόν κίτρινο το νερό από το λεμόνι, άρχισε να κόβει τις αγκινάρες και να τις ρίχνει κατευθείαν μέσα. Καθισμένη πάνω στο χώμα της αυλής, έγλειφε πού και πού τα δάχτυλά της για να δροσίσουν και κοίταζε αλλού για να μην της μπαίνει το λεμόνι στα μάτια.

«Να βάλει πολλά λεμόνια, πες της. Ακούς; Να ‘χει μπόλικο ξίδι να μην μαυρίσουνε» ακούστηκε από μέσα.
«Πάψε, συ! Να τος, πετάχτη να κάμει το χωροφύλακα. Ξέρω τι κάνω ‘γω, μωρ’ ντε».
«Καλά, καλά. Θα σε ιδώ».
«Για, δεν βάνει γλώσσα, ο διάολος. Μπα και θες καμία εσύ να τήνε κάμεις ψητή να φας ακουρφάς; Μωρέ, δεν σου δίνω. Μου τις έδωσε η κυρα-Τούλα να τις καθάρω κι είναι ακριβές, δεν είναι για τα δόντια σου. Είναι καλή, η μαύρη, τόσα μου δίνει, και παραπάνω λεφτά για τις σκάλες, και τσουρέκια το Πάσχα και κάνα παπούτσι που δεν το έχουν χρεία να το δίνουμε σο παιδί. Καλή, η μαύρη».

Κάτι μουρμούρισε ο πατέρας, που φυσικά κανείς δεν θα μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει.

«Άι βάλ’ του παιδίου να φάει, σήκω. Δεν εχόρτασες ύπνο. Πάρε καψίχα κρέα απ’ το ψυγείο και βάλτο να ζεσάνει ση σόμπα να φάει. Άι, σήκω».
«Εντάξει, μάνα, θα βάλω εγώ» έκανα. Σηκώθηκα και πήγα ξανά μέσα, αλλά ο πατέρας με είχε προλάβει κι είχε βάλει ήδη τη μισή μπριζόλα που είχε μείνει από χθες να ζεσταθεί.
«Άι, τζάνι, κόψε και καψίχα τυρί και ψωμί και φάε. Θες νερό;»

Έγνεψα όχι και σε λίγο άρχισα να μασουλάω το κρέας ανόρεχτα. Κάπου κοντά που πήγαινα να χορτάσω, την άκουσα από την αυλή.

«Ωι, που να με πάρει η ασραπή, να με πάρει. Και πώς μαυρίσαν οι διαολεμένες, δεν τους έφτασε το λεμόνι; Ου, που να με πάρει η μπόρα!»

Στη στιγμή πετάχτηκε από τον καναπέ ο πατέρας και βγήκε έξω.

«Τι; Τι, μωρέ; Μαυρίσανε;»
«Τι κάμανε οι διαολεμένες, δεν τις βλέπεις; Και τι θα κάμω τώρα, είναι κι ακριβές, που να τις πάρει».
«Ου, μαύρη, και δεν σου είπα εγώ βάλε κι άλλο λεμόνι; Το ‘πα, ‘γω».
«Αν θες, μη με διαολίζεις κι εσύ τώρα! Τι θα της πω τώρα της αλληνής;»

Εγώ μέχρι τότε παρακολουθούσα αμίλητος, χωρίς να πολυκαταλαβαίνω.

«Καλά, τόσο ακριβές είναι; Γιατί δεν παίρνουμε άλλες;» ρώτησα.
«Από δέκα κιλά δεν τρώνε ούτε πέντε νοματαίοι κι έχουνε ολόκληρο τραπέζωμα, δεν βλέπεις τι μένει άμα τις καθάρεις; Όλο φύλλο και κοτσάνι είναι. Για, άι σο πορτοφόλι μου και πάρε δυο ‘κοσάρικα και άιντε στο μανάβικο, πάρε όσα φτάσουν. Είναι από τις άγριες κιόλας, τις ακριβές. Τι να κάμουμε; Άιντε».
«Το ‘πα ‘γω, δεν το ‘πα; Να κι άλλα λεφτά τώρα, λες και τα γεννάμε».
«Πάψε ‘συ! Τι να κάμουμε τώρα;»

Η μάνα σηκώθηκε να ξαπλώσει λίγο στον καναπέ, να ισιώσει το σκεβρωμένο της κουφάρι, που τόσα χρόνια είχα κάνει γωνίες σαν σκάλα. Εγώ πήρα τα λεφτά κι έτρεξα στο μανάβικο, και ο πατέρας από πίσω να μουρμουράει:

«Το ‘πα εγώ, δεν το ‘πα; Λες και τα γεννάμε».

Όταν τις έφερα, είχε κόψει από ώρα κι άλλα λεμόνια και τα είχε πετάξει μέσα στη λεκάνη.

«Θα βάλω μπόλικα να πιάσει» είπε και συνέχισε να κόβει. Μεσημέριαζε, γυαλί ο αέρας και η υγρασία να τρυπάει τα κόκκαλα κι εκείνη στη μέση της αυλής πάνω στο χώμα να κόβει και να κόβει.
«Για πότε τις θέλει;» ρώτησα.
«Για απόψε, θα έχει κόσμο. Θα τις καθάρω και θα τις πας εσύ σην Τούλα, να σε δει κιόλας που έχει καιρό. Να πας, παιδί μου, σε συμπαθάνε αυτοί που σαι σπουδαγμένος, σε θέλουνε. Καλοί ανθρώποι, να τους κάμουμε κι εμείς μια ξυπηρέτηση, τόσα μας δίνουνε».
«Και πότε θα ξεκουραστείς, ρε μα;»
«Για, πότε θα ξεκουραστώ; Θα ξεκουραστώ κι εγώ, τι να κάμουμε; Αφού είναι ο άλλος ο ανεπρόκοπος, πρέπει να δουλεύει και κάποιος. Κι αυτός ο μαύρος, όμως, γέρος είναι, δεν αμπορεί. Ασ’ τονε».
«Είσαι από τα χαράματα όρθια, που πήγες στο χωράφι».
«Καλά, καλά, άιντε μέσα τώρα να κάμεις λίγη παρέα του πατέρα σου. Θα σε φωνάξω άμα είναι».

Την άφησα εκεί μονάχη και βρήκα τον πατέρα να ροχαλίζει πάνω στον καναπέ. Αλαφροπατώντας, έκατσα στην πολυθρόνα κι έπιασα τους Μπούντενμπροκ. Δεν θα είχα διαβάσει πέντε λεπτά όταν την ξανάκουσα να φωνάζει απ’ έξω.

«Τι έγινε, μωρέ; Πάλε;» φώναξε ο πατέρας την ώρα που έξυνε την κοιλιά του κι έτριβε τα μάτια του για να τα καθαρίσει από τις τσίμπλες.
«Τι διάολο γένεται;» να φωνάζει η μάνα και να χτυπά τα χέρια της και να τα σφίγγει. «Τόσο λεμόνι τους έβαλα, δεν τους έφτασε;»
«Πάλε δεν έβαλες μπόλικο, μωρέ. Τόσα λεμόνια έχουμε, γιομάτα είναι τα δέντρα, βάλε μπόλικα να ξεμπερδεύομε. Να σε ιδώ τι θα της πεις τώρα, για. Χαλάς τις αγκινάρες του κόσμου λες κι είναι παξιμάδια και τις βρίσκουνε σο δρόμο».
«Τσάμπα τα ‘κοσάρικα, τι θα κάμω τώρα! Μωρέ, μπας και έχω κάνα λάθο; Άι ρώτα λίγο τη μανάβισσα πώς δεν μαυρίζουνε, μπα κι έχω κάνα λάθο».
«Δεν πάγω πουθενά εγώ. Έτσι όπως τα έκαμες τώρα, δεν πάγω πουθενά».
«Αι λίγο τζάνι» γύρισε και μου είπε.
«Δεν της λες καλύτερα να τις δώσει σε κάναν άλλο; Να μην τρέχουμε κι εμείς, ρε μα, να ξεμπερδεύουμε. Αγκινάρες είναι, δηλαδή, για όνομα, όχι σολομός».
«Και τι λες, μωρέ; Τώρα μου τις έδωσε εμένα, πάει. Να της πω ότι μου μαυρίσανε; Για δες, έχω τίποτα σο πορτοφόλι»;

Πήγα κι έψαξα. Ήταν άδειο.

«Καλά, πότε τέλεψε κι αυτό το έρμο; Δεν ες εσύ κάνα φράγκο;» γυρνάει στον πατέρα.
«Εγώ πού να ‘χω, λες κι έχω τη σύνταξη! Τρέχα γύρευε, μαύρη, έτσι όπως τα ‘καμες».
«Θα σας έδινα εγώ» μπήκα στη μέση «αλλά τα έδωσα χτες για να πάρω το βιβλίο και έχω μείνει μόνο με κάτι ψιλά».

Η μάνα σηκώθηκε και πήγε να κάτσει σε μια πλαστική καρέκλα. Μουρμούραγε κάτι κατάρες μέσα από τα δόντια της και έμπλεκε τα δάχτυλά της σε ένα σάρκινο κουβάρι που το δάγκωνε κάτι στιγμές. Σαν να έσερνε με τη μέση της ένα γρανιτένιο βράχο πλησίαζε κατά την καρέκλα. Ο πατέρας πήγε και πρέπει να άνοιξε ένα σαλάμι απ’ το ψυγείο, γιατί άκουσα τη ζελατίνα να σκίζεται, θα το έβαλε σίγουρα μέσα σε ψωμί.

Η μάνα σηκώθηκε και πήγε να κάτσει σε μια πλαστική καρέκλα. Μουρμούραγε κάτι κατάρες μέσα από τα δόντια της και έμπλεκε τα δάχτυλά της σε ένα σάρκινο κουβάρι που το δάγκωνε κάτι στιγμές. Σαν να έσερνε με τη μέση της ένα γρανιτένιο βράχο πλησίαζε κατά την καρέκλα. Ο πατέρας πήγε και πρέπει να άνοιξε ένα σαλάμι απ’ το ψυγείο, γιατί άκουσα τη ζελατίνα να σκίζεται, θα το έβαλε σίγουρα μέσα σε ψωμί.

«Για ιδές, πήγαινε και ζήτα από τη θεία σου κάνα πενηντάρι και θα της τα δώσουμε από βδομάδα που θα πλερωθούμε, πες της» μου είπε η μάνα.

Έμενε κοντά η θεία και σε τέσσερα λεπτά είχα φτάσει. Την βρήκα να κάθεται στο μπαλκονάκι έξω και να βαράει μύγες με τη σκοτώστρα.

«Καλώς τον. Πού είσαι ‘σύ; Έλα να φας κάνα λουκούμι, έχω φρέσκο».
«Κάτσε, δεν έχω χρόνο» της είπα και της εξήγησα. Βάρεσε μερικές στον αέρα με τη σκοτώστρα κι έκανε ότι ψαχούλευε τις τσέπες του παντελονιού της, που δεν είχε.
«Δεν έχω, αγάπη μου. Σε κάτι σπίτια που πήγα μου δώσανε λίγα, αλλά τα θέλω για αύρι, που θα πάω να πάρω λίγο κρέα γιατί θα έχω μουσαφιραίους. Να ‘χα θα σου ‘δινα, τι να σου κάμω, χήρα γυναίκα είμαι κι εγώ».
«Τίποτα, ρε θεία; Τα θέλει η μάνα».
«Αγάπη μου, να σου έδινα, αλλά έχω μουσαφιραίους αύρι. Έλα μεθαύρι που θα πλερωθώ, ναι, μεθαύρι».
«Ασ ’ το, δεν κάνει» της είπα κι έφυγα.

Η μάνα άρχισε να σταυροκοπιέται.

«Που να την πάρει κι αυτήνα, σιγά μην σου ‘δινε. Την ξέρω ‘γω, όλο για φιγούρα τα έχει. Τι θα τα κάμει, μωρέ, στον τάφο θα τα πάρει;»

Ο πατέρας έτριψε το μέτωπο με τα δυο του χέρια.

«Να σου πω, άιντε από το Μάρκο μία. Φίλος είναι, κάτι θα σου δώσει» είπε και συνέχισε να τρίβει το μέτωπο, τόσο που τα μάτια λίγο πιο κάτω εξαφανίστηκαν μέσα στις ρυτίδες.

Τίναξα τους ώμους και βγήκα ξανά στον δρόμο. Έμενε μετά την πλατεία, με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του – ένα παιδί κι ένα κορίτσι, όπως έλεγε αυτός κι όλοι στο χωριό. Τον βρήκα να ρίχνει πασιέντζα στην αυλή, η τράπουλα χυμένη όπως όπως πάνω στο μουσαμά του τραπεζιού, με ένα ψιλοάδειο ποτήρι μπίρα παραδίπλα. 

«Έλα, ρε μικρέ. Πού ’σαι; Πώς πάν’ τα διαβάσματα; Κάτσε να πιούμε μια μπίρα».
«Καλά πάνε, καλά. Να σου πω, θέλω χάρη. Ο πατέρας έχει ανάγκη από λίγα λεφτά. Τα θέλει για απόψε, έχεις; Θα στα δώσει από μεθαύριο που θα πληρωθεί».

Άδειασε το ποτήρι. Γύρισε το σβέρκο του κατά μέσα στο σπίτι και φώναξε δυνατά, έτσι που είδα τη φλέβα του λαιμού του να πετιέται σαν χοντρό σκουλήκι.

«Φωτεινή, έτοιμο το φαΐ; Άντε, πότε θα φάμε, μεσημέριασε».

Γύρισε και με κοίταξε.

«Έχει το παιδί και βυζαίνει και δεν μποράει ούτε να μαγειρέψει πια. Πόσα θες;»
«Ένα πενηντάρι».
«Πενηντάρι; Τι του ‘ρθε του πατέρα σου, μωρέ, να πάρει αμάξι στα γεροντάματα;»

Γέλασε και χτύπησε την παλάμη του πάνω στο μουσαμά.

alt«Άκου να σου πω, εμένα που με βλέπεις εδώ πέρα, αν είχα πενηντάρια να τα σκορπάω δώθε κείθε θα καθόμουνα να ρίνω πασιέντζες; Έχω να δουλέψω δυο βδομάδες, η Φωτεινή έχει το παιδί και δεν μποράει να βγει για δουλειά, από τα έτοιμα τρώμε. Να, εδώ είμαι κάθε μέρα. Αν είχα καμιά δουλειά να βγάνω ψωμί, θα καθόμουνα να ρίνω πασιέντζες;»
«Μα, θα στα δώσουμε μεθαύριο, ρε Μάρκο».
«Ε, καλά τώρα, λες κι είμαστε χθεσινοί. Γνωριζούμαστε, ένα χωριό όλοι. Ξέρεις πώς πάν’ αυτά, δανεικά σήμερα, αγύριστα αύριο. Και ποιος θα τον πλερώσει τον πατέρα σου ή την μάνα σου για να μου τα δώσει πίσω;»
«Καλά, ρε Μάρκο. Ας είναι. Δώσε χαιρετίσματα στη γυναίκα σου».
«Κάτσε, μωρέ. Κάτσε, ρε διάολε. Φωτεινή! Έτοιμο το φαΐ; Στρώσε και βάλε κι άλλο πιάτο να κάτσει ο-»
«Όχι, όχι, θα φύγω. Έχω φάει κιόλας».
«Ε, λίγη μπίρα, μωρέ. Να, πάρε τούτη, είναι κρύα, να τήνε πιεις στο δρόμο. Άιντε, στο καλό. Και, πού ‘σαι, πες του πατέρα σου, ότι… Ότι… Θα καταλάβει. Ξέρει».

Πήρα ένα κουτάκι μπίρας στα χέρια μου, ήταν πράγματι κρύο, τον ευχαρίστησα και γύρισα να ξεμακρύνω. Μόλις έφτασα στην πλατεία, το πέταξα σαν κοτρόνα μέσα στο ποταμάκι και με ένα ρούφηγμα του νερού χάθηκε στον πάτο.

«Γιατί δεν της λες απλά τι έγινε, ρε μάνα;»
«Είσαι καλά, παιδί μου; Τι να της πω; Ντροπής πράματα! Τόσες ξυπηρετήσεις μας έχουν κάμει αυτοί και μια φορά μου είπανε κι εμένα να τους κάμω μία, τι να τους πω;»
«Καλά, νομίζεις ότι θα τους καθάρεις τις αγκινάρες και θα σε πάρουνε για καλύτερη, μαύρη;» πετάχτηκε ο πατέρας από δίπλα.
«Πάψε, ‘συ! Άιντε. Πού θα βρούμε κανένα λεφτό, μωρέ; Για δες καλύτερα, δεν σου έχει μείνει κανένα; Ψάχτης καλά;»
«Ωχού, ες όρεξη. Παιδία είμεσα; Αι ζητιάνεψε όξω άμα θες, άλλος δεν έμεινε να χαλέψουμε».
«Θα πάγω, θα πάγω, εκεί θα με καταντήσεις. Κακό χρόνο να ‘χεις, ανάθεμα την ώρα που σε πήρα, δεν έχεις φράγκο ούτε για ένα ξεροκόμματο».
«Τι θες τώρα, μωρέ; Τι θες; Εγώ σου φταίω; Με ήξερες πώς ήμουνα όταν με πήρες, τώρα πού να στα κάμω τα φράγκα, λες κι είμαι κάνας επιστήμονας. Λείψου μου, μη με σκοτίζεις κι εσύ, δεν έχω την όρεξή σου».
«Σταματήστε!» δεν άντεξα άλλο. Οι φωνές τους και οι καθιερωμένοι καβγάδες λειτουργούσαν πάντα σαν ένας αντιπερισπασμός από ό,τι με απασχολούσε στην πόλη· τους γυμνούς λευκούς τοίχους, τον αντίλαλο στο άδειο σπίτι, τα άπειρα απαράλλαχτα πρόσωπα στους δρόμους και το μετρό σαν κάτοπτρα που αντανακλούσαν διαστρεβλωμένο το δικό μου, όλα αυτά δεν μπορούσα να τα σκεφτώ όταν τους άκουγα να μασουλάνε και να τσακώνονται. Μερικές φορές όμως ο αποπροσανατολισμός ξεχείλιζε, έσπαζε το φράγμα και ξεχυνόταν ορμητικός, σαρώνοντας.
«Τι κάνετε έτσι;» Έρχομαι για λίγες μέρες και κάθεστε και τρώγεστε σαν τα σκυλιά.
«Να, στεναχώρησες και το παιδί, σαν δε ντρέπεσαι! Τέτοιος είσαι. Κάτσε, τζάνι, κάτσε. Δε βλέπεις τι γένεται; Η άλλη μου έδωσε το πράμα της κι εγώ το χάλασα. Κάτι πρέπει να κάμουμε, δεν πρέπει;»
«Ου, μαύρη, το χαβά σου» να ψελλίζει ο πατέρας.
«Τι πετιέσαι ‘σύ, που να σε πάρει η μπόρα. Πάψε, πάψε, πάψε».

Ανοιγόκλεισα λίγο τα μάτια μου για να δω καλύτερα τη μάνα. Πήγαινε πόσος καιρός, δεν μπορούσα να θυμηθώ, από τότε που την είχα δει να κλαίει για τελευταία φορά και είχα ξεχάσει σχεδόν πώς είναι. Δεν μπορούσα άλλο εκεί μέσα. Πετάχτηκα από την καρέκλα, βγήκα έξω και το μπαμ της πόρτας που έκλεινε κάλυψε τον αχνό λυγμό που έβγαζε η γυναίκα μες στο σπίτι. 

Τους είχα ξεχάσει τους δρόμους. Τόσα παιχνίδια, τόσες φωνές, τόσα γέλια, τόσα κλάματα. Στην Αθήνα τώρα όλο και κάποια απεργία θα μαινόταν, όλο και κάποιος απελπισμένος θα έπεφτε δίχως βάρος στις ράγες του μετρό· εδώ, ένα ξερόφυλλο παρασερνόταν από το ρεύμα στο ποταμάκι της πλατείας, μέχρι να εξαφανιστεί κάτω από έναν βράχο.

Περπατούσα με το κεφάλι σκυφτό και τα χέρια στις τσέπες –κάποτε έκανα ποδήλατο εδώ–, λίγο αργότερα είδα μια πράσινη τέντα και μια πρόσοψη από ουράνιο τόξο. Κόντευε τρεις η ώρα και το μανάβικο έκλεινε. Η κυρα-Γιώτα καθώς κλείδωνε με είδε και μου έσκασε ένα χαμόγελο. Γρήγορα άφησε το μαγαζί και έφυγε μέσα στο σαραβαλάκι της, κάνοντας έναν θόρυβο σαν γέρος που ψυχορραγούσε. Και μόλις ο γέρος ψόφησε και ησύχασε, τίποτα πια δεν ακουγόταν, γιατί τα φυσήματα και τα ροχαλητά του ύπνου δεν μπορούν να τρυπήσουν τους τούβλινους ήχους των σπιτιών και να διαταράξουν τη γαλήνη της φύσης ενός έρημου μεσημεριού.

Στάθηκα λίγο μετέωρος στην μοναχικότητά μου. Η ζέστη πηχτή σαν μέλι, μόνο πιο αρμυρή, από τον αέρα της θάλασσας. Μάζεψα με την ανάποδη της παλάμης μου λίγο ιδρώτα και τον τίναξα στο χώμα κι άκουσα το τσιτσίρισμα. Λίγος είχε ξεμείνει στην άκρη του ματιού μου και με έτσουξε. Γύρω ψυχή. Προσπάθησα να δημιουργήσω στον εαυτό μου την εντύπωση ότι αυτό το πραγματάκι που κρεμόταν και γυάλιζε από την πόρτα ήταν μοναχά αντικατοπτρισμός, ένα πρόστυχο νεύμα του μεσημεριάτικου καύσωνα, ένα μπάσταρδο παιδί του. Όμως όσο περισσότερο εστίαζα πάνω του, το τοπίο ξεθόλωνε και έπαιρνε σχήμα, ξεδιάκρινα την υφή και τη λάμψη του μετάλλου με μια αδιαμφισβήτητη καθαρότητα. Άνοιξα το βήμα μου και ζύγωσα το κλειδί, έριξα μια ματιά γύρω, ερημιά, το έσφιξα και άνοιξα την πόρτα, κι όλα γίνονταν πολύ αργά, λες και οι κινήσεις κολυμπούσαν μες στο μέλι. Σάρωσα τα καφάσια και είδα στη γωνιά ένα γεμάτο με αγκινάρες και άρπαξα μια μεγάλη σακούλα και τη γέμισα στα γρήγορα, πρέπει να ήταν πάνω από έξι κιλά, και την φορτώθηκα και βγήκα έξω και κλείδωσα την πόρτα κι έτρεξα στο σπίτι.

Η μάνα έκανε λες και της είχα φέρει κανένα χαμένο γιο.

«Πού το ‘βρες, τζάνι; Και τούτες εδώ είναι πρώτες, δες τες! Έλα, έλα να σε φιλήσω, εσύ μου έμεινες μονάχα».
Με φίλησε στο μάγουλο όπως δεν θυμόμουν ίσως ποτέ να το έχει κάνει, ένιωσα την ευτυχία της να περνάει από τα χείλη της στα μάγουλά μου.
«Πες, μωρέ. Πού τις ήβρες τις αγκινάρες;» ρωτάει ο πατέρας.
«Είχε η μάνα ενός φίλου, δεν τον ξέρεις».
«Ποιου φίλου, μωρέ; Πού τους ήβρες εσύ τους φίλους εδώ κάτω;»
«Ε, τώρα, αφ’ το παιδί, τι το πρήζεις; Δεν λες σπολλάιτι; Άιντε, γρήγορα, φέρε λεμόνια, πολλά, όσα έχουμε. Γρήγορα, τούτο είναι δώρο από το Θεό. Άιντε, τι κάθεσαι;»

Γρυλίζοντας, πήγε και της έφερε. Καθισμένος μέσα εγώ, με το βιβλίο ανοιχτό πάνω στα πόδια μου, άκουγα ένα απροσδιόριστο βουητό να βγαίνει από την τηλεόραση και μετά από κάμποση ώρα, η μάνα με φώναξε να πάω έξω να δω, λες κι είχε έρθει η Δευτέρα Παρουσία, και μου έδειξε με καμάρι μια λεκάνη γεμάτη με καθαρισμένες, λαμπερές, κάτασπρες αγκινάρες.

Γρυλίζοντας, πήγε και της έφερε. Καθισμένος μέσα εγώ, με το βιβλίο ανοιχτό πάνω στα πόδια μου, άκουγα ένα απροσδιόριστο βουητό να βγαίνει από την τηλεόραση και μετά από κάμποση ώρα, η μάνα με φώναξε να πάω έξω να δω, λες κι είχε έρθει η Δευτέρα Παρουσία, και μου έδειξε με καμάρι μια λεκάνη γεμάτη με καθαρισμένες, λαμπερές, κάτασπρες αγκινάρες.

«Τόσο λεμόνι έβαλα, πού θα μου πήγαινε!» να φωνάζει και να γελάει.

Μου τις έβαλε προσεκτικά σε μια κόκκινη λεκανίτσα, τη σκέπασε με ένα κεντητό σεμεδάκι και την έβαλε στα χέρια μου.

«Άιντε, καλήν τους όρεξη από μένα, πες της» είπε και την σταύρωσε στον αέρα.

Στο δρόμο για το σπίτι της κυρα-Τούλας πέρασα από το μανάβικο. Η Γιώτα με χαιρέτησε και με ευχαρίστησε που τις είχα επιστρέψει τα κλειδιά το μεσημέρι.

«Την ευχή μου να ‘χεις, λεβέντη μου. Να σε χαίρονται οι δικοί σου».

Χαμογέλασα με μετριοφροσύνη και συνέχισα. Ήταν απόγευμα πια. Έφτασα στην πόρτα της κυρα-Τούλας και χτύπησα το κουδούνι. Γρήγορα φάνηκε, στρουμπουλή, ροδοκόκκινη, με τα σκουλαρίκια και τα λούσα της.

«Α, τις έφερες; Μπράβο, παλικάρι μου. Να πεις ευχαριστώ στη μανούλα σου, ναι;»

Κράταγα σφιχτά τη λεκάνη, μην μου πέσει, και την ώρα που της την περνούσα αισθανόμουν μια ηλεκτρική εκκένωση στα δάχτυλά μου. Χαμογέλασα, με καμάρι αυτή τη φορά, γιατί θυμόμουν της μάνας μου το χαμόγελο.

«Καλοφάγωτες, λέει».

«Τι; Α!» είπε και γέλασε κι άρχισε να ξεμακραίνει με τη λεκάνη. «Δεν ήταν γραφτό, παιδί μου. Μην νομίζεις, κι εμάς ποτέ δεν μας άρεσαν ιδιαίτερα, αλλά τις είχαμε για έδεσμα. Οι καλεσμένοι που θα έρθουν απόψε όμως ούτε κι αυτοί τις τρώνε, τελικά. Τις σιχαίνονται».

Περπάτησε λίγα μέτρα και άνοιξε μια πορτούλα που έμπαινε στο κοτέτσι. Έβγαλε το σεμεδάκι κι έχυσε τις καρδιές στο πάτωμα κι οι κότες όρμησαν κατά πάνω τους και τις ρημάξανε.

«Καλή σου μέρα, παιδί μου» είπε και μπήκε στο σπίτι. 

 

* Βασισμένη στο διήγημα Καρδιές για φάγωμα, σύντομα πρόκειται να γυριστεί μια ταινία μικρού μήκους σε σκηνοθεσία Ειρήνης Κούτουλα.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«(Α)Κατάλληλο Timing» της Ελένης Αλεξανδροπούλου (προδημοσίευση)

«(Α)Κατάλληλο Timing» της Ελένης Αλεξανδροπούλου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων της Ελένης Αλεξανδροπούλου «(Α)Κατάλληλο Timing», η οποία θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Ο Αύγουστος, όσο μεγαλώνεις, μοιάζει πικρός. Οι περισ...

«Mind the gap» του Λάζαρου Αλεξάκη (προδημοσίευση)

«Mind the gap» του Λάζαρου Αλεξάκη (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων του Λάζαρου Αλεξάκη «Mind the gap», η οποία θα κυκλοφορήσει στις 5 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Είχε φτάσει σε μικρή απόσταση από τη βιτρίνα, και το νυχτεριν...

«My HERoines» της Μαρίας Αμανατίδου (προδημοσίευση)

«My HERoines» της Μαρίας Αμανατίδου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή αφηγημάτων της Μαρίας Αμανατίδου «My HERoines – Μικρές ιστορίες, μεγάλες ηρωίδες», η οποία θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Μηκραίνεις»

...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

Κώστας Λογαράς: «Πρώτη φορά ταξίδεψα πέρα απ’ τα όρια της γειτονιάς μου με τον Ιούλιο Βερν»

Κώστας Λογαράς: «Πρώτη φορά ταξίδεψα πέρα απ’ τα όρια της γειτονιάς μου με τον Ιούλιο Βερν»

«Ο έφηβος» και «Ο νεαρός Τέρλες» τον ώθησαν στην ενδοσκόπιση και τη γραφή, ενώ επανέρχεται στην «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» ως πρότυπο γλώσσας και ύφους. Αυτά είναι κάποια από τα βιβλία της ζωής του Κώστα Λογαρά.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

...
«Η δύναμη της συνήθειας» του Τόμας Μπέρνχαρντ, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα

«Η δύναμη της συνήθειας» του Τόμας Μπέρνχαρντ, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα

Για την παράσταση «Η δύναμη της συνήθειας» του Τόμας Μπέρνχαρντ, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα, στο Θέατρο Ροές. Μαζί με τον Περλέγκα παίζουν τα μέλη της ομάδας «κι όμΩς κινείται».

Γράφει ο Νίκος Ξένιος

Στο θέατρο «Ροές» ο ...

«Τι να διαβάσω;» – 15 επανεκδόσεις ελληνικής πεζογραφίας που έρχονται στα βιβλιοπωλεία το επόμενο διάστημα

«Τι να διαβάσω;» – 15 επανεκδόσεις ελληνικής πεζογραφίας που έρχονται στα βιβλιοπωλεία το επόμενο διάστημα

Δεκαπέντε βιβλία πεζογραφίας, εξαντλημένα (τα περισσότερα), επανεκδίδονται και διεκδικούν νέους αναγνώστες.

Γράφει ο Κώστας Αγοραστός

Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Αγγλία (εκδ. Διόπτρα)

...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Ψυχή ντυμένη αέρα» της Έλενας Χουζούρη (προδημοσίευση)

«Ψυχή ντυμένη αέρα» της Έλενας Χουζούρη (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη μελέτη της Έλενας Χουζούρη «Ψυχή ντυμένη αέρα – Ανθούλα Σταθοπούλου - Βαφοπούλου: Η μούσα της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης», η οποία θα κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα από τις εκδόσεις Επίκεντρο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Η Μάγε...

«(Α)Κατάλληλο Timing» της Ελένης Αλεξανδροπούλου (προδημοσίευση)

«(Α)Κατάλληλο Timing» της Ελένης Αλεξανδροπούλου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων της Ελένης Αλεξανδροπούλου «(Α)Κατάλληλο Timing», η οποία θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Ο Αύγουστος, όσο μεγαλώνεις, μοιάζει πικρός. Οι περισ...

«Mind the gap» του Λάζαρου Αλεξάκη (προδημοσίευση)

«Mind the gap» του Λάζαρου Αλεξάκη (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων του Λάζαρου Αλεξάκη «Mind the gap», η οποία θα κυκλοφορήσει στις 5 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Είχε φτάσει σε μικρή απόσταση από τη βιτρίνα, και το νυχτεριν...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

«Τι να διαβάσω;» – 15 επανεκδόσεις ελληνικής πεζογραφίας που έρχονται στα βιβλιοπωλεία το επόμενο διάστημα

«Τι να διαβάσω;» – 15 επανεκδόσεις ελληνικής πεζογραφίας που έρχονται στα βιβλιοπωλεία το επόμενο διάστημα

Δεκαπέντε βιβλία πεζογραφίας, εξαντλημένα (τα περισσότερα), επανεκδίδονται και διεκδικούν νέους αναγνώστες.

Γράφει ο Κώστας Αγοραστός

Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Αγγλία (εκδ. Διόπτρα)

...
«Τι να διαβάσω;» – 15 βιβλία ελληνικής πεζογραφίας που κυκλοφορούν το επόμενο διάστημα

«Τι να διαβάσω;» – 15 βιβλία ελληνικής πεζογραφίας που κυκλοφορούν το επόμενο διάστημα

Δεκαπέντε βιβλία ελληνικής πεζογραφίας (μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα) που αναμένουμε τις επόμενες μέρες ή εβδομάδες. Στην κεντρική εικόνα, ο Αλέξης Πανσέληνος, η Μάρω Βαμβουνάκη και ο Μιχάλης Μοδινός.

Γράφει ο Κώστας Αγοραστός

Μυθιστ...

Σίρλεϊ Τζάκσον (1916-1965): Η ευαίσθητη μάγισσα των αμερικανικών γραμμάτων

Σίρλεϊ Τζάκσον (1916-1965): Η ευαίσθητη μάγισσα των αμερικανικών γραμμάτων

Η Σίρλεϊ Τζάκσον [Shirley Jackson, 1916-1965] ήταν πολλά περισσότερα από μια συγγραφέας ιστοριών τρόμου. Με άξονα δύο βιβλία της που κυκλοφόρησαν ή επανακυκλοφόρησαν πρόσφατα «Η λοταρία και άλλες ιστορίες» (μτφρ. Χρυσόστομος Τσαπραΐλης) και «Ζούσαμε πάντα σε ένα κάστρο» (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη) από τις εκδόσεις ...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΦΑΚΕΛΟΙ