
Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Νίκου Δαββέτα Ωστικό κύμα, που θα κυκλοφορήσει στις 14 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Πατάκη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
1
Η βαλίτσα της γύριζε εδώ και ώρα, ολομόναχη, πάνω στον ιμάντα των αποσκευών. Κάθε τρία λεπτά εξαφανιζόταν στο άνοιγμα της καταπακτής κι ύστερα από ένα λεπτό εμφανιζόταν και πάλι με το ίδιο μαύρο χρώμα, το ίδιο πάντα κόκκινο μαντίλι που είχε τυλίξει στο χερούλι για να ξεχωρίζει ανάμεσα στις όμοιές της. Μαύρο του πένθους, κόκκινο του κινδύνου, όλα προφητικά καμωμένα. Δεν είχε το κουράγιο να την αρπάξει και να βγει έξω από την αίθουσα των αφίξεων. Έξω δεν την περίμενε κανείς παρά μονάχα ένα πτώμα παρατημένο σε κάποιον καταψύκτη.
Μα όχι, τι αισιόδοξα που σκέφτεται, ούτε καν αυτό δεν υπήρχε. Τίποτα το ακέραιο. Τη θυμάται την έκφραση στο τηλέφωνο, βρετανικό χιούμορ ίσως. Τίποτα το ακέραιο, υπολείμματα μάλλον, τυχαία ευρήματα από τους τραυματιοφορείς ή τους διαστημανθρώπους της αντιτρομοκρατικής με τα λευκά σκάφανδρα και τα νάιλον παπούτσια. Τους είχε θαυμάσει, επί το έργον, σε πολλές ταινίες, σίριαλ, επίκαιρα, δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις από τη Μέση Ανατολή. Της θύμιζαν αμυδρά αστροναύτες που συλλέγουν πετρώματα από ένα σελη νιακό τοπίο. Τώρα ασχολούνται με αυτό που υπήρξε ο γιος της πριν καταλήξει διάσπαρτος, ενώ τα όποια μέλη του, συρραμμένα πρόχειρα, παγώνουν μέσα σε ένα σφραγισμένο μεταλλικό κουτί.
Η μαύρη σαγρέ βαλίτσα πέρασε κάμποσες φορές μπροστά από τα μάτια της. Κάποια στιγμή έχασε την αίσθηση του χρόνου. Είχε φύγει από την Αθήνα στις 12.45, τώρα έβλεπε πως απέξω ήταν νύχτα πια. Τα κίτρινα φώτα των εξωτερικών πυλώνων ύφαιναν ένα λεπτό δίχτυ προστασίας γύρω από τα διαστημικά κτίρια του νέου Τέρμιναλ.
Κάπου είχε διαβάσει ότι στο Ισραήλ υπάρχουν ειδικοί γιατροί γι’ αυτό το «δημιουργικό αμπαλάζ». Φροντίζουν να παραλάβεις, πάση θυσία, κάτι το ενιαίο, κάτι που να θυμίζει στα μάτια του Θεού το πρωτόπλαστο δημιούργημά του, όμως οι Βρετανοί δεν υπαινίχτηκαν ότι προσφέρουν ανάλογες υπηρεσίες.
Η μαύρη σαγρέ βαλίτσα πέρασε κάμποσες φορές μπροστά από τα μάτια της. Κάποια στιγμή έχασε την αίσθηση του χρόνου. Είχε φύγει από την Αθήνα στις 12.45, τώρα έβλεπε πως απέξω ήταν νύχτα πια. Τα κίτρινα φώτα των εξωτερικών πυλώνων ύφαιναν ένα λεπτό δίχτυ προστασίας γύρω από τα διαστημικά κτίρια του νέου Τέρμιναλ.
Σχημάτισε μετά βίας τον αριθμό του πρώην συζύγου της, που είχε φτάσει στο Λονδίνο το προηγούμενο βράδυ, στριμωγμένος σε μια πτήση τσάρτερ. Του είπε μονάχα: «Εγώ φεύγω. Δεν μπορώ να ακολουθήσω. Ανάλαβε εσύ. Εξάλλου εσύ τον έστειλες εδώ. Εσύ θα τον αναγνωρίσεις και θα τον φέρεις πίσω, ακέραιο. Τ᾽ ακούς; Ακέραιο. Όπως έφυγε…»
Του μίλησε μια κι έξω, μονοκοπανιά, κι αμέσως το μετάνιωσε. Λάθος άνθρωπο εμπιστεύτηκε. Αυτή θα αναγνώριζε το παιδί της κι από μια τρίχα των μαλλιών του…
Του μίλησε μετά από μήνες, χωρίς παύσεις κι αναστεναγμούς, με οργή σχεδόν, αν και δεν αισθανόταν οργισμένη· για την ακρίβεια, δεν αισθανόταν τίποτα. Της φαινόταν αδύνατο να φανταστεί τον εαυτό της πέρα από αυτή τη χρονική στιγμή. Όλα όσα είχε μέσα της είχαν πεθάνει μαζί με τον γιο της. Πέθαναν, εξαερώθηκαν, και το κενό που δημιουργήθηκε το γέμιζε σιγά σιγά ο πόνος. Η στάθμη του ανέβαινε σταθερά κάθε μέρα σαν ένα μυρμήγκιασμα που ξεκινά από τα κάτω άκρα. Περίμενε τη στιγμή που θα την πνίξει και δεν θα ορίζει πια το σώμα της, κι αυτή η στιγμή είχε κιόλας έρθει στην έξοδο 4 του νέου Τέρμιναλ. Ένα κάρο χαπάκια –ροζ, κίτρινα, λευκά– που της προμήθευσε η Θεανώ είκοσι τέσσερις ώρες πριν, δεν στάθηκαν ικανά να διοχετεύσουν τον πόνο αλλού, να κατευνάσουν έστω την ορμή, να ρίξουν προσωρινά τη στάθμη του σε ανεκτά επίπεδα. Πρώτη φορά αισθανόταν να πνίγεται από ένα εσωτερικό τρικύμισμα. (Θα ακολουθούσαν κι άλλες στο μέλλον.)
Κατέρρευσε σε έναν πάγκο και ενστικτωδώς αναζήτησε στην τσέπη του παλτού το σωληνάριο με τα χάπια, όμως τα δάχτυλά της ανέσυραν έναν τσαλακωμένο χάρτη του Λονδίνου. Τον είχε αγοράσει από ένα κιόσκι, την πρώτη φορά που επισκέφθηκε τον γιο της φορτωμένη τάπερ και φρεσκοπλυμένα ρούχα.
2
Μελετούσε τον χάρτη της πόλης καθ’ όλη τη διάρκεια της τετράωρης πτήσης, προσπαθώντας να αποκτήσει μια συναισθηματική επαφή με τον χώρο. Ήταν σαν να έβλεπε το Λονδίνο από ψηλά, κολλώντας το πρόσωπό της στο φινιστρίνι του αεροπλάνου. Μεγάλα τετράγωνα ή τρίγωνα που διακόπτονταν από νησίδες πρασίνου και, στη μέση περίπου, ένα καφεκίτρινο φίδι –ο Τάμεσης– να ελίσσεται με θαυμαστή ακρίβεια ανάμεσά τους.
Σε κάποια γκρίζα κουτάκια διέκρινε παλιά σημάδια της: ένας μολυβένιος σταυρός πάνω στο νότιο Κένσινγκτον, πιθανότατα το ξενοδοχείο που είχε διανυκτερεύσει την πρώτη φορά, αφού της είχε απαγορεύσει να κοιμηθεί στο σπίτι που του νοίκιαζαν.
«Καμιά μάνα δεν έχει πατήσει το πόδι της εδώ μέσα. Τι θα πουν οι συγκάτοικοί μου;» – Πάντα τι θα πουν αυτοί οι αόρατοι συγκάτοικοι…
Δεξιότερα, χαραγμένα κάμποσα Χ και κύκλοι με στιλό που σημάδευαν στον χάρτη τα πιο γνωστά αξιοθέατα: Βρετανικό Μουσείο, Πύργος, Κοινοβούλιο, Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, Εθνική Πινακοθήκη, Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων «Μαντάμ Τυσσώ». Αυτά τα θυμόταν καλά.
Τέλος, στις κεντρικές αρτηρίες, διαδοχικά βελάκια με τις συντομότερες διαδρομές, τις πιθανές παρακάμψεις, τους πλησιέστερους σταθμούς του μετρό. Να είχε άραγε κυκλώσει με το μολύβι της και τον τελευταίο σταθμό, αυτόν απ’ όπου αναχώρησε χωρίς καμιά ελπίδα επιστροφής;
Έσκυψε πάνω από τον χάρτη ξανά, αλλά η εικόνα θόλωσε κι όλα τα εκδρομικά σημάδια έγιναν ένα πελώριο Χ που τη διέγραφε εξακολουθητικά.
«Μη με υπολογίζεις» της είχε επισημάνει στο τηλέφωνο, «εγώ εδώ σπουδάζω, δεν κάνω τουρισμό, δεν ψωνίζω ούτε ψωνίζομαι».
«Γιατί, ποιος ψωνίζεται;» τον ρώτησε αγριεμένη, καθώς όλο της ξέφευγε, γλιστρούσε επιδέξια σαν σμέρνα που χτυπάει και χάνεται. Μια εβδομάδα την απέφευγε κι αυτή η ηλίθια δεν το είχε καταλάβει. Έβρισκε όλες τις δικαιολογίες του επαρκείς και αποδεχόταν όλες τις αναβολές των ραντεβού που έκλειναν. Ανέβαλε διαρκώς μέχρι και την παραμονή της αναχώρησής της, ώσπου αναγκάστηκε να του στήσει καρτέρι έξω από το κτίριο της σχολής του για να πιουν, κάπου εκεί κοντά, έναν καφέ στο πόδι, να ανταλλάξουν κάποιες διεκπεραιωτικές κουβέντες, μια υποψία φιλιού. Την περισσότερη ώρα αμίλητοι, ο ένας απέναντι από τον άλλον, προσηλωμένοι στο περιεχόμενο των φλιτζανιών. Αυτή και ο μονάκριβος γιος της. Σαν παράνομο ραντεβού. Παρατηρούσε λεπτομέρειες του προσώπου του. Ίδιος ο πατέρας του. Όσο μεγάλωνε τόσο περισσότερο του έμοιαζε. Είχε κι αυτός τον τρόπο του να τη φορτώνει ενοχές, τύψεις, έγνοιες για την επόμενη μέρα.
Από κάποια αόρατα ηχεία ξεχύθηκε η τραχιά φωνή της Πάττι Σμιθ τραγουδώντας σχεδόν προφητικά: «Death goes there must be something that remains / A fire of unknown origin took my baby away». [1]
Σφίχτηκε το στομάχι της. Ένιωσε τα γαστρικά υγρά να ανεβαίνουν ορμητικά ως τον φάρυγγα και να την πνίγουν. Πήρε το τελευταίο Νέξιουμ που είχε στην τσάντα της και παράγγειλε ένα απλό σάντουιτς με ζαμπόν. Της έριξε ένα επιτιμητικό βλέμμα.
Ακόμη βλέπει το χιόνι να πέφτει πυκνό μέσα στη γυάλινη σφαίρα κι αυτόν, μαύρη μινιατούρα, ολομόναχο, να προχωρεί και να χάνεται χωρίς ν’ αφήνει ίχνη πίσω του.
«Βλέπω πως έχεις διαθέσεις κανίβαλου. Πώς μπορείς και τρως χοιρινό; Δεν ξέρεις ότι η γεύση του είναι παρόμοια με της ανθρώπινης σάρκας; Χοιρινό καταναλώνουν όσοι θέλουν κατά βάθος ένα υποκατάστατο του ανθρώπου».
Ήταν η δεύτερη φορά που την αιφνιδίαζε. Με το ζόρι συγκρατήθηκε. Κι αυτός, σαν να μετάνιωσε για την κατά μέτωπο επίθεση, προσπάθησε να αστειευτεί χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Το στραβό κλίμα αποστράβωσε.
Πριν σηκωθεί, έβγαλε από την τσέπη του φούτερ και της χάρισε μια μικρή γυάλινη σφαίρα με τη μινιατούρα του Μπιγκ Μπεν στο εσωτερικό της. Όταν την αναποδογύριζες, χιόνιζε ακατάπαυστα. Δώρο αποχαιρετιστήριο. Προς στιγμήν τα ’χασε, δεν το περίμενε μετά την τόσο ψυχρή υποδοχή.
Το Μπιγκ Μπεν, έξω, στον πραγματικό κόσμο, σήμανε πέντε.
«Ο χρόνος μου τελείωσε» της είπε. «Αύριο, ίσως σε συνοδεύσω ως τον σταθμό του μετρό. Έχεις πολλές βαλίτσες;»
Ακόμη βλέπει το χιόνι να πέφτει πυκνό μέσα στη γυάλινη σφαίρα κι αυτόν, μαύρη μινιατούρα, ολομόναχο, να προχωρεί και να χάνεται χωρίς ν’ αφήνει ίχνη πίσω του.
[1] «Ο θάνατος φεύγει, κάτι πρέπει να μείνει / Μια φωτιά άγνωστης προέλευσης πήρε το μωρό μου μακριά». Οι καταληκτικοί στίχοι από το «Fire of Unknown Origin» σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά. Patti Smith, Πάτι και Ρόμπερτ, Κέδρος, Αθήνα 2015.