
Προδημοσίευση από τη νουβέλα της Αγγελικής Μαρίνου Το όγδοο αμάρτημα, η οποία θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Κουκκίδα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Βαγγέλη;»
Γύρισε το κεφάλι. Τα μάτια μου πόνεσαν όταν τον είδα επιτέλους από κοντά. Ήταν πανέμορφος.
Έμοιαζε πολύ με έναν γνωστό αμερικανό πορνοστάρ, ήταν ψηλός, μελαχρινός, λιπόσαρκος, μα γεροδεμένος. Με χείλη σαρκώδη, μάτια σκούρα κι εκφραστικά που σαν με αντίκρισαν γέμισαν ανυπόκριτη χαρά. Είναι το είδος χαράς εκείνων που τα έχουν όλα και το ξέρουν.
«Τώρα με φωνάζουν Ιβάν. Αλλά εσύ μπορείς να με λες όπως θες!»
Το μέρος που επιλέξαμε για την πρώτη μας συνάντηση ήταν ένα ήσυχο καφέ κοντά στη στάση του ηλεκτρικού σταθμού της Κηφισιάς. Κοντά βρισκόταν το μαγαζί όπου δούλευε. Ήταν πτώμα, κατά ομολογία του, αλλά δε θα την έχανε με τίποτα. Είχε αράξει τα μακριά κι αρμονικά μέλη του στο γωνιακό καναπέ της καφετέριας, σα ράθυμος Άδωνις, με τον φρέντο στο χέρι, κι είχε, με χαρακτηριστική άνεση, ανεβάσει τα πόδια στα μαξιλάρια «για να τα ξεκουράσει».
Δεν μπορώ να πω. Είχα κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια ν΄ανακόψω το κύμα του μίσους που με έπνιγε, διαβάζοντας κάποιες παλιές σωσμένες συνομιλίες μας στο τσατ. Τότε που ήταν ακόμα ένα αυθόρμητο επαρχιωτόπουλο με την απλή του λαϊκή σοφία. Τώρα ο άνθρωπος που είχα μπροστά μου δε φαινόταν να έχει καμία σχέση με το φάντασμα εκείνο.
Δεν μπορώ να πω. Είχα κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια ν΄ανακόψω το κύμα του μίσους που με έπνιγε, διαβάζοντας κάποιες παλιές σωσμένες συνομιλίες μας στο τσατ. Τότε που ήταν ακόμα ένα αυθόρμητο επαρχιωτόπουλο με την απλή του λαϊκή σοφία. Τώρα ο άνθρωπος που είχα μπροστά μου δε φαινόταν να έχει καμία σχέση με το φάντασμα εκείνο.
Άφηνα τον Ιβάν να μιλά και να περιγράφει πόσο συ-ναρ-πα-στι-κή είχε γίνει η ζωή του. Η δουλειά του, το δυάρι που μοιραζόταν με κάποιον άλλον του φυράματός του στη γραφική Κυψέλη, οι παρέες του, τα πάντα. Κρατούσα νοερές σημειώσεις, σαν υπολογιστής έσωζα δεδομένα στο μυαλό μου, λεπτομέρειες φαινομενικά ασήμαντες που αργότερα μπορεί να μου φαίνονταν χρήσιμες.
Σε κάποιο διάλειμμα του μονολόγου του –μιλούσε όπως έγραφε, με θαυμαστικά, καρδούλες, διαχύσεις και καλή καρδιά–, κι αφού τα αποθέματα υπομονής μου είχαν εξαντληθεί, άρχισα να μιλώ εγώ, αργά και στοχευμένα. Για τα πράγματα στα οποία ήξερα πως υπερτερούσα. Για τη συγγραφική διαδικασία. Για τα σεμινάρια. Το κύκλωμα. Τις γνωριμίες. Πατούσα τα κατάλληλα πλήκτρα για να ξαναγίνω στα μάτια του σύμβουλος, καθοδηγητής και προστάτης, με λίγα λόγια ο άνθρωπος που έπρεπε να ξαναδεί το συντομότερο δυνατόν. Σα να χίμηξε κυριολεκτικά η πληροφορία από μέσα του, με ενημέρωσε πως είχε ετοιμάσει ένα νέο βιβλίο με δράση, αλλά και ψυχολογικό βάθος. Πνίγοντας εγκαίρως έναν καγχασμό, του είπα ότι εάν μου παρέδιδε αντίτυπο του χειρογράφου του θα φρόντιζα εγώ να φτάσει στα κατάλληλα χέρια.
Εννοείται ότι μου κέρασε τον καφέ κι ότι η δεύτερη συνάντησή μας ορίστηκε για το ακριβώς ίδιο βράδυ.
II
Έχετε ακούσει για τους μοναχικούς ανθρώπους;
Οι μοναχικοί άνθρωποι είναι σαν τους μπαμπούλες, τους καλικάντζαρους και τις αγαπημένες λάμιες του αδελφού μου, πλάσματα νοσηρά και υποχθόνια. Ξεπετάγονται από τις σκοτεινές γωνίες, προκαλούν φρίκη και αποτροπιασμό. Προσπαθούν να ανήκουν, μα δεν ξεγελούν κανέναν. Κανείς δεν αντέχει να τους κοιτάζει για πολύ – γίνονται σαν την άβυσσο που μας επιστρέφει το βλέμμα της.
Κι εγώ, η μικρή, πέρα από τον θάνατο, αφοσιωμένη αδελφή του Συγγραφέα, διαβάζοντας το κύκνειο άσμα του, νιώθω ένα ρίγος θαυμασμού. Που προσπάθησε να ξεφύγει απ΄τη μοίρα του μοναχικού ανθρώπου με τρόπο επικό. Αν ακόμα πιστεύετε ότι διαβάζετε μια ιστορία μίσους, να σας το μαρτυρήσω ότι, κάτω απ΄τις γραμμές, κρύβεται μια μεγάλη, μια τεράστια ιστορία αγάπης.
Είχα ήδη αρχίσει να έχω τα πρώτα συμπτώματα. Ταχυπαλμία. Κρυφό παραμιλητό.
Χαμένος στις σκέψεις μου, πέρασα τη στάση μου στο μετρό. Έπειτα, καθώς περίμενα στην αντικρινή αποβάθρα για να γυρίσω πίσω, το πήρα απόφαση. Είτε έπρεπε επιτόπου να τα ακυρώσω όλα, είτε να πήγαινα στο ραντεβού και να είμαι συνεπής στο σχέδιό μου. Προσπάθησα να θυμηθώ την τελευταία φορά που είχα καταστρώσει σχέδιο και το ακολούθησα, συνειδητοποίησα ότι δεν το είχα κάνει ποτέ. Θέληση δεν είχα καθόλου κι ήμουν εντελώς πρωτάρης στη μεθοδικότητα.
Κι η συνειδητοποίηση αυτή με ανακούφισε. Προσέδωσε μια ανθρώπινη διάσταση στα βδελύγματα που επρόκειτο να λάβουν χώρα, μια ελαφρότητα, που ξέρεις; Μπορεί τελικά να αποτύγχανα!
Έφτασα στο σταθμό Κεραμεικού. Αφού βοήθησα μια κυρία ν΄ανεβάσει το καρότσι με το μωρό της απ΄τις σκάλες, υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου πως, κατά βάθος, παρέμενα πρόσκοπος, κίνησα να κάνω αυτό στο οποίο είχα ταχθεί.
Πολύχρωμα πλήθη κατευθύνονταν απειλητικά προς το μέρος μου, χωνόμουν μέσα τους σαν σε τοξικό αέριο, τους άκουγα να φωνασκούν, κηφήνες κάθε λογής. Χρειάστηκε να καταβάλω υπεράνθρωπη προσπάθεια για να εντοπίσω το μπαράκι όπου ο Ιβάν μου είχε ορίσει το καθοριστικό ραντεβού. Και το βρήκα γιατί είδα εκείνον από μακριά.
Πως δέσποζε ο προστατευόμενός μου στην ομήγυρη! Με τι χάρη κερνούσε τους γύρους τα ποτά, τον πρώτο και μετά το δεύτερο! Πρέπει να ήταν ο μόνος που δούλευε απ΄την παρέα του και μόλις είχε πληρωθεί. Έτσι είναι, σκέφτηκα αμέσως χαιρέκακα, έτσι εξαγοράζονται οι φίλοι! Δεν άντεξα, προφανώς, το βάρος των αρνητικών σκέψεων, γιατί η ταχυπαλμία άρχισε να επανέρχεται και πρέπει να ήμουν ιδιαίτερα χλωμός γιατί ο Ιβάν, ανήσυχος, αμέσως με ρώτησε τι τρέχει.
Είχα προετοιμάσει τα λόγια μου, του είπα, λοιπόν, ότι έπρεπε να τρέξω στη μητέρα μου το συντομότερο, γιατί η κυρία που τη φρόντιζε είχε το ρεπό της και το είχα, δυστυχώς, λησμονήσει. Αν το ήθελε ακόμη, έπρεπε να μου δώσει το χειρόγραφό του, δε θα έμενα παρά για λίγα λεπτά. Μου έδωσε το χειρόγραφο μέσα σ΄έναν καφέ φάκελο, με ανείπωτη ευχαριστία.
Μετά που απομακρύνθηκα, το κεφάλι μου βρέθηκε μέσα σε σύννεφο, με κρίσιμες αναλαμπές. Τον καφέ φάκελο τον πέταξα ενώ βρισκόμουν ακόμα στο μετρό. Μέσα στη σχισμή για τα εισιτήρια. Το χειρόγραφο το έχωσα στο χαρτοφύλακά μου.
Πήγα στο σπίτι μου, όπου δε με περίμενε κανείς. Κλείστηκα στο μπάνιο.
Τεμάχισα το χειρόγραφο του Ιβάν μέσα στη μπανιέρα, σε μικρά μικρά, πολύ μικρά, ποτέ πια αναγνωρίσιμα κομματάκια, κατεβάζοντας, χάριν του τελετουργικού, ένα μπουκάλι κρασί που δε θυμάμαι πού έκανα στάση και τ' αγόρασα.
Έβαλα τα κομμάτια σε μαύρη πλαστική σακούλα και την κατέβασα στον κάδο. Εκεί στάθηκα λιγάκι και ξέρασα στη γωνιά του δρόμου. Ανέβηκα πάλι στο διαμέρισμα και, μέσα στις οσμές της ασχήμιας των όσων συνέβησαν, κάθησα στον υπολογιστή κι άρχισα να γράφω το τελευταίο μου βιβλίο. Αυτό που τώρα κρατάτε στα χέρια σας.