
Προδημοσίευση από το ψυχολογικό μυθιστόρημα της Εύας Στάμου, Η εκδρομή, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Αρμός τις επόμενες μέρες.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Κεφάλαιο 1
«Γιατί θέλεις να χωρίσουμε;» ρώτησε χαμηλόφωνα, αφήνοντας τον ήχο να σβήσει στην τελευταία λέξη. Έδειχνε πολύ κουρασμένος για ν' ακούσει την απάντηση, το πρόσωπό του είχε εδώ και ώρα μια παράξενη απόχρωση, ήταν μάλλον η χλωμάδα της ήττας που είχε εισχωρήσει κάτω απ' την επιδερμίδα κι αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά του.
H Νάντια τον κοίταξε με απέχθεια. Δεν υπήρχε τίποτα στους τρόπους ή την εμφάνισή του που να μην έβρισκε απωθητικό. Μάζεψε τη δύναμη που της είχε απομείνει από την σύγκρουση των τελευταίων ωρών, γέμισε τα πνευμόνια της αντανακλαστικά κι ύστερα άφησε τον αέρα να ξεχυθεί με βία: «Δεν το αντέχω άλλο που όταν δειπνούμε μόνοι στο σπίτι είσαι τόσο 'καθώς πρέπει'!»
«Μα τι λες; Έχεις τρελαθεί τελείως;» έφτυσε τις λέξεις σαν να είχε μόλις γευτεί ένα κομμάτι μουχλιασμένο τυρί. Ύστερα χαμογέλασε άθελά του με το παράλογο της δήλωσής της, κάποια από τις συνηθισμένες τρέλες της ήταν που θα υποχωρούσε μόλις έβρισκε εκείνος τις κατάλληλες λέξεις για να την ηρεμήσει, για να κερδίσει ακόμα μια φορά την εμπιστοσύνη της.
Ο Μανώλης έκανε ένα δειλό βήμα προς το μέρος της. Εκείνη τραβήχτηκε αμέσως. Έδειχνε πανικόβλητη. «Δεν είναι φυσιολογικό», είπε. «Δεν είναι φυσιολογικό να μην χαλαρώνεις ποτέ, να φέρεσαι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο είτε βρίσκεσαι σε δεξίωση είτε είσαι μαζί μου στο σπίτι και τρώμε στο τραπέζι της κουζίνας.»
«Δεν τρώμε ποτέ στο τραπέζι της κουζίνας», την διόρθωσε. «Δεν έχουμε τραπέζι στην κουζίνα. Τρώμε πάντα στην τραπεζαρία.»
«Ναι, δίκιο έχεις. Τρώμε πάντα στην τραπεζαρία. Δεν είναι φυσιολογικό. Η σχέση μας έχει μίαν ανυπόφορη επισημότητα που με πνίγει. Θέλω να χωρίσουμε. Θέλω να γνωρίσω κάποιον που όταν θα είναι μαζί μου θα τρώει την μπριζόλα του με τα χέρια και θα αφήνει την σάλτσα να τρέχει στο πιγούνι του.»
«Καλή τύχη! Είμαι σίγουρος ότι δεν θα δυσκολευτείς να βρεις τον Νεάντερταλ που ψάχνεις.»
Κεφάλαιο 3
Ο πόνος στη μέση είχε γίνει εντονότερος. Παρήγγειλε ένα διπλό μαλτ, σκέτο. Σκέφτηκε ότι ήταν ώρα για έκτακτα μέτρα, το χάπι δεν τον είχε βοηθήσει ιδιαίτερα να χαλαρώσει, αλλά ένας συνδυασμός χαπιών και αλκοόλ θα μπορούσε ν' αποδειχθεί σωτήριος. Αρκεί να μην ξεπερνούσε το μέτρο, να μην το παράκανε - αν και το μέτρο είχε χαθεί από την στιγμή που αποφάσισε ν' ανακατέψει τις ουσίες.
Ήταν καθισμένος στην κεντρική αίθουσα υποδοχής, ακριβώς απέναντι από το κυλινδρικό ενυδρείο που έκοβε τον χώρο στη μέση. Ξεκινούσε από το ισόγειο κι ανέβαινε έως τον τέταρτο όροφο. Οι επισκέπτες που κατέφθαναν στο ξενοδοχείο απ' όλες τις γειτονιές του Βερολίνου χρησιμοποιούσαν για να φτάσουν στην κορυφή τον γυάλινο ανελκυστήρα που τους μετέτρεπε κι αυτούς, εκτός από τα ψάρια, σε θέαμα για τους θαμώνες του μπαρ. Ενυδρείο μέσα στο ενυδρείο.
Χάζευε τον κόσμο, υπομένοντας τον πόνο. Έπινε βιαστικά ελπίζοντας σύντομα να νιώσει ανακούφιση. Η ματιά του, που σάρωνε μηχανικά τον χώρο, από συνήθεια, κι όχι επειδή κάποιον έψαχνε, στάθηκε ξαφνιασμένη σ' ένα γυναικείο πρόσωπο. Η κοπέλα είχε μόλις επιβιβαστεί στον ανελκυστήρα όπου είχε αναγκαστεί να περιμένει ώσπου να γεμίσει, ακριβώς όπως της είχε ζητήσει ο υπεύθυνος. Ήταν στραμμένη προς το μέρος του και τον κοίταζε ερευνητικά, χωρίς ντροπή, αν και δεν θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει αδιάκριτη. Το βλέμμα της, ήπιο και γελαστό, ακουμπούσε το δικό του μ' έναν τρόπο καθησυχαστικό, απόλυτα φυσικό. Ήταν μια όμορφη γυναίκα, αρκετά νέα, η παρουσία της εξέπεμπε φως.
Διατήρησε την οπτική επαφή για ένα λεπτό κι ύστερα αποσύρθηκε απότομα. Ήπιε. Με τα μάτια κλειστά ξανάφτιαξε την εικόνα της στο μυαλό του: τα ξανθά μαλλιά πιασμένα σ' ένα χαλαρό σινιόν, τα καστανά μάτια, το καλλίγραμμο κορμί όπως διαγραφόταν μέσα από το λευκό πουκάμισο και το στενό τζιν. Ξανάνοιξε τα μάτια του και κατάφερε να κοιτάξει κάπου πίσω της, ν' αποφύγει να εστιάσει πάνω της. Ο ανελκυστήρας ξεκίνησε. Με την άκρη του ματιού είδε ότι η κοπέλα, αν και απομακρυνόταν, κοιτούσε ακόμη προς το μέρος του, μα σα να είχε κάτι σκιάσει τη ματιά της. Μπορεί και να ένιωσε απορία για την αδιαφορία του ή και να προσβλήθηκε που πήρε τόσο βιαστικά το βλέμμα του από το δικό της. Ήταν βέβαιος ότι δεν θα ήταν συνηθισμένη να την αγνοούν οι άντρες. Ήπιε. Ίσως τίποτα από αυτά να μην ίσχυε, δεν μπορείς να καταλάβεις τον χαρακτήρα κάποιου μέσα σε λίγα λεπτά.
Σκέφτηκε ότι ακόμα κι αν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει την άγνωστη, να της μιλήσει, να μάθει ποια είναι και από που έρχεται, ικανοποιώντας την περιέργειά του, δεν θα επεδίωκε ποτέ να γίνει κάτι ανάμεσά τους. Απέφευγε τις ιδιαίτερα εντυπωσιακές γυναίκες, παρόλο που είχε τα προσόντα για να τις κατακτήσει χωρίς κόπο. Απέφευγε τις γυναίκες με αυτοπεποίθηση, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τους, ο τρόπος ζωής του, οι συνεχείς μετακινήσεις του δεν το επέτρεπαν. Ήπιε.
Ο Παύλος έκλεισε πάλι τα μάτια και προσπάθησε να φανταστεί το άρωμα που θα ανέδιδαν τα ρούχα, τα μαλλιά, το σώμα της, σε όποιον στεκόταν πολύ κοντά της. Στη συνέχεια την φαντάστηκε με τα μαλλιά λυτά στο μισόφωτο του δωματίου του. Ήπιε. Έδιωξε βίαια την εικόνα της απ' το μυαλό του κι άνοιξε τον κατάλογο για να παραγγείλει κάτι. Εδώ και λίγα λεπτά, εκτός από τη μέση, είχε αρχίσει να τον ενοχλεί και το στομάχι του.