alt

Προδημοσίευση από την συλλογή διηγημάτων του Διαμαντή Αξιώτη Με χίλιους τρόμους γενναίος, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κίχλη στις 16 Μαΐου.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

 

 

 

 

 

Τὰ λάφυρα

ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΥΣΤΑΔΑ ΘΑΜΝΩΝ, κάθισε σὲ μιὰ χαμηλὴ πέτρα. Ὁ δρόμος μὲ τὰ λεωφορεῖα ποὺ ἀγκομαχοῦσαν, προσπερνώντας τὰ κονβόι τῶν φορτηγῶν, ἦταν ψηλά. Σκούπισε τὴ λάσπη ἀπὸ τὸ πρόσωπο καὶ ἄναψε τσιγάρο. Δύο νύχτες καὶ δύο ἡμέρες βρισκόταν στὸ ξένο ἔδαφος. Ἐπιχείρησε νὰ μετρήσει τὶς ὧρες ποὺ βάδιζε, ἀλλά, ὑπολογίζοντας τὶς ὑπόλοιπες ποὺ τὸν περίμεναν μέχρι νὰ φτάσει στὸν προορισμό του, ἐγκατέλειψε τὴν προσπάθεια. Περιέφερε κυκλικὰ τὸ βλέμμα, ἀκινητοποιώντας το στὴν κορυφογραμμὴ τοῦ ἀπέναντι λόφου. Ἔγειρε τὸ κεφάλι του στὸ πλάι, νὰ δεῖ καλύτερα τὰ χαρακτηριστικὰ προσώπου ποὺ σχημάτιζαν τὰ ἐξογκώματα καὶ οἱ ἐσοχές τοῦ λόφου: μέτωπο, μάτια, μύτη. «Ὁ Μεγαλέξανδρος ὁ Ἕλληνας», σκέφτηκε μὲ ἐνθουσιασμό, προσδίδοντας στὴν παρομοίωση ἡρωικὲς διαστάσεις – εὐνοϊκὲς γιὰ τὴν κάθοδο. Ἄλλωστε τὰ πράγματα τοῦ εἶχαν ἔρθει βολικὰ μέχρι στιγμῆς. Δὲν εἶχε συναντήσει κανένα ἐμπόδιο, ἂν ἐξαιρέσει κανεὶς τοὺς χθεσινοβραδινοὺς πυροβολισμοὺς ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ περίπολο.

Ὁ Ντουρὶμ ξεκίνησε, γιὰ δεύτερη φορά, μὲ τὰ πόδια παραμορφωμένα ἀπὸ τοὺς κάλους, ἀπὸ τὸ Γκράμσι τῆς Ἀλβανίας, ἀφήνοντας μέσα μάνα, γυναίκα καὶ δύο παιδιά.

Ὁ Ντουρὶμ ξεκίνησε, γιὰ δεύτερη φορά, μὲ τὰ πόδια παραμορφωμένα ἀπὸ τοὺς κάλους, ἀπὸ τὸ Γκράμσι τῆς Ἀλβανίας, ἀφήνοντας μέσα μάνα, γυναίκα καὶ δύο παιδιά.

Τὸ μέσα ἦταν μιὰ πλατεία, ἕνα καφενεῖο, μιὰ στροφὴ τοῦ δρόμου, ἡ μουντὴ πολυκατοικία ὅπου ἔμενε. Τὸ ἔξω εἶναι ἡ Ἑλλάδα: φῶτα τῶν δρόμων, φωτισμένες βιτρίνες, ἀγορὲς φρούτων, πολυτελῆ αὐτοκίνητα, ἡ προσμονὴ ἑνὸς καλοῦ μεροκάματου. Ἂν γλίτωνε κι αὐτὴ τὴ φορὰ τὴν κλούβα, θὰ μάζευε, μὲ κάθε τρόπο, χρήματα καὶ θὰ ἐπέστρεφε φορτωμένος.

Ἔφερε στὸν νοῦ του λεπτομέρειες τῆς πρώτης του ἐπιστροφῆς.

Τὸ φορτηγὸ εἶχε κανονιστεῖ ἀπὸ κάποιους δικούς του, παλιὲς καραβάνες στὸ ἔμπα καὶ στὸ ἔβγα, ποὺ εἶχαν πιάσει τὴν καλή. Ἔβγαζαν ἀρκετὰ λεφτὰ καὶ δὲν λογάριαζαν κανέναν. Ὁπλοφοροῦσαν παράνομα, ποιόν νὰ φοβηθοῦν;

Μὲ τὶς οἰκονομίες ὀχτὼ μηνῶν εἶχε ἀγοράσει –χώρια τὰ ἐμβάσματα– μακαρόνια, ζάχαρη, καφέ, κονσέρβες, ροῦχα καὶ μπαταρίες. Γιὰ τὰ δύο ἀγόρια ἀθλητικὲς γυαλιστερὲς φόρμες μὲ ρίγες στὸ πλάι. Γιὰ τὴ Λουμὲ ἕνα πολύχρωμο φόρεμα μὲ λουλούδια. Τὴν τηλεόραση τοῦ τὴν πάσαρε κάποιος δικός τους τὴ στιγμὴ ποὺ σκαρφάλωνε στὸ φορτηγό. «Πρῶτο πράμα», τοῦ εἶπε, «ἀπὸ σπίτι. Πάρ’ τη μισοτιμῆς, θὰ μὲ θυμηθεῖς». Τοῦ ἔκλεισε τὸ μάτι καὶ τοῦ τὴν φόρτωσε. Ἄδειασε αὐτὸς τὸν σάκο, τὴν τακτοποίησε στὸν πάτο καὶ τὴν σκέπασε μὲ ρουχισμὸ καὶ τρόφιμα.

Στὴν καρότσα τοῦ φορτηγοῦ ἡ σκέψη τῆς πλάστιγγας στὸ φυλάκιο κι ὁ φόβος τοῦ διπλανοῦ ἔκαναν σώματα κι ἀποσκευὲς ἕνα. Ἡ ἀγωνία τῶν περασμάτων, τὰ μάτια ποὺ ἔκλειναν καὶ οἱ φουσκάλες στὰ πόδια ἀποτελοῦσαν παρελθόν. Ἡ πραμάτεια ἔπρεπε νὰ περάσει, μὲ κάθε τρόπο, μέσα· καὶ θὰ περνοῦσε. Ἡ ἀπειλὴ τῆς ἀστυνομίας, τῶν στρατιωτῶν καὶ τοῦ ὁδηγοῦ τους ἦταν μέρος τῆς δεύτερης ἀγωνίας. Πρὸς τὸ παρὸν προεῖχε ἡ οὐρὰ τῆς Κακαβιᾶς.

Πρῶτος ἄρχισε τὶς ἐρωτήσεις ἐκεῖνος ποὺ ἀκουμποῦσε στὴν πλάτη του. Ποῦ δούλευε; Πόσα ἔπαιρνε; Πόσα καβάτζωσε; Τί θὰ περάσει μέσα; Ὁ Ντουρὶμ τσιμουδιά, ἔκανε τὸν ψόφιο κοριό. Ἔβγαλε ἀπ’ τὸν κόρφο του ἕνα ραδιοφωνάκι, ἀρχίζοντας νὰ γυρίζει ἀσταμάτητα τὴ βελόνα. Κάποτε τὸ κόλλησε στὸ αὐτί του. Στὰ ἐρτζιανά, ἡ Ἑλλάδα ποὺ ἀπομακρυνόταν ἐξέπεμπε λαϊκὰ καὶ ποδόσφαιρο. Στὶς εἰδήσεις πρῶτο θέμα ἡ παράνομη εἰσροὴ τῶν βόρειων γειτόνων καὶ ἡ αὐξανόμενη ἐγκληματικότητα.

Οἱ κλοῦβες ποὺ τοὺς προσπερνοῦσαν ἐπέστρεφαν δικούς τους, ποὺ δὲν στάθηκαν τυχεροὶ ἢ προκάλεσαν οἱ ἴδιοι τὴν τύχη τους. Τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ θὰ κατέβαιναν ἴσως ἦταν πιὸ προσεκτικοί.

Τὰ σύνορα στὸ φυλάκιο τὰ ὅριζαν δύο ἀταίριαστα μεταξύ τους κτίσματα, μὲ διαφορετικὲς σημαῖες, καθορίζοντας τὸ ἐδ καὶ τὸ ἐκεῖ ἔδαφος. Τράβηξε βαθιὰ τὸν καπνό, ποὺ τὸν ἔκαψε, καθὼς σκεφτόταν τὴ χαρὰ τῶν δικῶν του.

Ὁ δρόμος τραχύς, ὅλο στροφὲς καὶ λακκοῦβες. Οἱ στάσεις περιορισμένες, γιὰ τσιγάρο καὶ ὁμαδικὴ ἀνακούφιση. Στὰ σύνορα ἡ ὑπαίθρια καντίνα πρόσφερε σάντουιτς καὶ ἀναψυκτικά. Τὸ χοιρινὸ καὶ τὸ ἀλκοὸλ ἀπαγορευμένα γιὰ τοὺς μουσουλμάνους. Πῆρε καφὲ σὲ πλαστικὸ κυπελλάκι καὶ τράβηξε τὸν σάκο στὴν ἄκρη. Ἡ τηλεόραση ἦταν κάτω, δὲν ἔπρεπε νὰ τὴν σημαδέψει. Κάθισε στὸ χῶμα καὶ ἄναψε τσιγάρο. Τὰ σύνορα στὸ φυλάκιο τὰ ὅριζαν δύο ἀταίριαστα μεταξύ τους κτίσματα, μὲ διαφορετικὲς σημαῖες, καθορίζοντας τὸ ἐδ καὶ τὸ ἐκεἔδαφος. Τράβηξε βαθιὰ τὸν καπνό, ποὺ τὸν ἔκαψε, καθὼς σκεφτόταν τὴ χαρὰ τῶν δικῶν του.

Στὴν Κακαβιὰ πιὸ δύσκολο ἦταν τὸ σφράγισμα τῆς βίζας παρὰ τὸ πέρασμα τῶν ἀγαθῶν.

Φορτώθηκε τὸν σάκο καὶ μπῆκε μέσα ἀπὸ μιὰ τρύπα ποὺ ὑπῆρχε στὸ σύρμα. Τὸ φορτίο, ἂν καὶ βαρύτερο ἀπὸ τὶς ἀντοχές του, δὲν τὸν λύγισε. Πῆρε τὸν δρόμο μὲ τὰ πόδια. Στὰ πρῶτα χιλιόμετρα περίμενε μιὰ ἀτελείωτη σειρὰ παλιῶν αὐτοκινήτων πού, ἀφοῦ ἔκαναν τὸν δεύτερο κύκλο τους στὴν Ἑλλάδα, μεταπωλήθηκαν τρίτο χέρι στὴν Ἀλβανία. Στέκονταν στὴν ἄκρη στραπατσαρισμένα καὶ ἡμιθανῆ, διατηρώντας στὰ τζάμια τους σήματα ἄλλων χωρῶν, μὲ ἀπαραίτητο ἀξεσουὰρ τὴ μεταλλικὴ σχάρα στὴν ὀροφή. Τὸν παρέλαβε ἕνα ξεφλουδισμένο Φίατ, μαζὶ μὲ ἄλλους τέσσερις, σὺν τὶς πραμάτειες τους. Τὸ ὄχημα, μουγκρίζοντας στὸν ἀνήφορο, ἄφηνε πίσω του μαῦρο καπνό, πυκνότερο κι ἀπὸ τῶν κινεζικῶν κρατικῶν φορτηγῶν ποὺ εἶχαν κατακλύσει τὴ χώρα. Ὁ Βοϊδομάτης δίπλα τους ἄρχισε νὰ σκουραίνει, ἀδιαφορώντας γιὰ τὰ συνεχῆ προειδοποιητικὰ κορναρίσματα τῶν ὀχημάτων. Στὰ παρατημένα χωράφια σκουριασμένα τρακτὲρ ἀλλοίωναν τὴ μονοτονία τοῦ κιτρινισμένου τοπίου. Τὰ σπαρμένα ἐδῶ κι ἐκεῖ πολυβολεῖα σὲ ἀποσύνθεση μαζὶ μὲ τοὺς ἐφιάλτες τους. Οἱ δενδροστοιχίες μὲ τὶς λεῦκες ἐξαφανισμένες. Τὸν προηγούμενο βαρὺ χειμώνα κορμοί, κλαδιὰ καὶ ρίζες εἶχαν ταΐσει σόμπες καὶ φούρνους. Στὰ πρῶτα χωριὰ οἱ κάτοικοι βγῆκαν στὸν δρόμο, ἀκολουθώντας μὲ τὸ βλέμμα, μέχρι τὴ στροφή, τὰ ὀχήματα. Ρυτιδιασμένοι, καρτερικοὶ ἀπαντοῦσαν ποῦ καὶ ποῦ μὲ χαιρετισμὸ στὰ κορναρίσματα. Οἱ συγγενεῖς περίμεναν μὲ λαχτάρα τὰ τιγκαρισμένα τσουβάλια καὶ τὰ χαρτόκουτα τῶν ἡρώων. Μαζί τους περίμενε ὁλόκληρη ἡ χώρα. Ὅσοι δὲν ἀξιώθηκαν ἕνα παρόμοιο ταξίδι στὸν παράδεισο ἀρκοῦνταν στὴν προσφορὰ τσιγάρων καὶ ζαχαρωτῶν.

Τὸ Γκράμσι, μιὰ πόλη ποὺ ποτὲ δὲν θὰ γίνει κὰρτ ποστάλ, καμάρωνε γιὰ τὴν ἄδεια πλατεία του, τὰ στοιχημένα μουντὰ κτίρια, τοὺς ἀνοιχτοὺς δρόμους, τὴ λάσπη, τὶς στοῖβες τῶν σκουπιδιῶν στὰ πεζοδρόμια. Τὰ ἀνθρώπινα πηγαδάκια μπροστὰ στὶς ἄδειες βιτρίνες τῶν καταστημάτων κάρφωναν τὸ βλέμμα στὶς σχάρες τῶν αὐτοκινήτων.

Ἀναζήτησε ἀνάμεσα στοὺς συναθροισμένους κάποιον δικό του. Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ τὸν κύκλωσαν, ἀλαλάζοντας, ὁ Παντέλι καὶ ὁ Μπράνκο. «Μπαμπά, μπαμπά!» ὅρμησαν νὰ τὸν γκρεμίσουν.

Εὐθυγράμμισε τὸν σάκο μὲ τὸ σῶμα του, νὰ χωρέσει στὶς στροφὲς τῆς σκάλας. Μέχρι νὰ φτάσει στὸν πέμπτο ὄροφο, οἱ πόρτες τῆς πολυκατοικίας ἄνοιγαν γιὰ τὸ καλωσόρισμα. Κρυφὴ ζήλια πλανιόταν στὰ βλέμματα ὅλων. Ἡ μάνα του ἔτρεμε, τὰ δάκρυά της ἔτρεχαν ἀσταμάτητα. «Γύρισες», τὸν ἔσφιγγε στὴν ἀγκαλιά της, «γύρισες».

Τὸ βλέμμα του ἔπεσε στὸ ψυγεῖο ποὺ εἶχε ἀγοραστεῖ μὲ τὰ ἐμβάσματα ποὺ ἔστελνε. Τέσσερα ὁλόκληρα μηνιάτικα τοῦ κόστισε ἡ πολυτέλεια. Τρία χρόνια δουλειᾶς στὴν Ἑλλάδα εἶχαν χρειαστεῖ στὸν πατέρα του γιὰ ν’ ἀποκτηθοῦν δύο ντιβάνια, διπλὸ κρεβάτι καὶ κούνια γιὰ τὰ παιδιά. Ἂν ζοῦσε τώρα, θὰ καμάρωνε.

Ἡ Λουμὲ σκέπασε τὰ χείλη της μὲ ἕνα μαντίλι καὶ ἔπεσε στὴν ἀγκαλιά του. Τὸν Ντουρὶμ διαπέρασε μιὰ ἀνατριχίλα, ποὺ εἶχε σχεδὸν ξεχάσει. Τὰ παιδιὰ στριμώχνονταν μπροστὰ γιὰ νὰ δοῦν. Στὸ σπίτι ἔμπαιναν κι ἄλλα παιδιά, ἡ πόρτα τώρα μποροῦσε νὰ μείνει ἀνοιχτή.

Τὸ βλέμμα του ἔπεσε στὸ ψυγεῖο ποὺ εἶχε ἀγοραστεῖ μὲ τὰ ἐμβάσματα ποὺ ἔστελνε. Τέσσερα ὁλόκληρα μηνιάτικα τοῦ κόστισε ἡ πολυτέλεια. Τρία χρόνια δουλειᾶς στὴν Ἑλλάδα εἶχαν χρειαστεῖ στὸν πατέρα του γιὰ ν’ ἀποκτηθοῦν δύο ντιβάνια, διπλὸ κρεβάτι καὶ κούνια γιὰ τὰ παιδιά. Ἂν ζοῦσε τώρα, θὰ καμάρωνε.

Τὰ ἀγόρια εἶχαν ἤδη φορέσει τὶς ἀθλητικὲς φόρμες πάνω ἀπ’ τὰ παντελόνια τους καὶ ἄνοιγαν τὶς ζελατίνες τῶν ζαχαρωτῶν. Παρόλο ποὺ τὰ χέρια τῆς Λουμὲ εἶχαν γεμίσει ἀπὸ κονσέρβες, ζάχαρη καὶ καφέ, δὲν ἔφευγε, περιμένοντας τὴν ἔκπληξη. Ἡ ἀποκάλυψη θὰ γινόταν ἀργά, τελετουργικά. Ὅταν ἀποκαλύφθηκε ἡ τηλεόραση, οἱ ἐπισκέπτες, στὴ βιασύνη τους νὰ καταλάβουν θέσεις, κάθονταν ὅπου ἔβρισκαν. Οἱ ὑπόλοιποι ἀκούμπησαν στὸν τοῖχο, περιμένοντας τὴ σύνδεση. Ὁ Ντουρὶμ τὴν τοποθέτησε σ’ ἕνα μεταλλικὸ τραπεζάκι. Ἡ μάνα του βιάστηκε νὰ τὴν σκεπάσει διαγωνίως μὲ κέντημα. Ὅταν πάτησε τὸ κουμπί, τὰ παράσιτα κάλυψαν τὰ ἐνθουσιώδη ἐπιφωνήματα τῶν παρευρισκομένων. Στὸ πρῶτο κανάλι ποὺ κατάφεραν νὰ πιάσουν, ὁ ἐκφωνητὴς ἀναφερόταν στὴν ἀνάκαμψη τῆς ἀλβανικῆς οἰκονομίας.

Ἡ Λουμὲ τραβήχτηκε στὴν κουζίνα ν’ ἀνάψει τὸ γκάζι γιὰ τὸ νερό. Ἔπρεπε νὰ κεραστοῦν οἱ πρῶτοι, γιὰ νὰ πάρουν σειρὰ οἱ ἑπόμενοι. Τὰ φλιτζανάκια τοῦ καφὲ ἦταν μόνο δύο. Δὲν ἔφταναν γιὰ ὅλους.

Αὐτὴ τὴ φορὰ θὰ ἔμενε ἔξω ἕξι μῆνες· τὸ πολὺ μέχρι τὸν ἑπόμενο χειμώνα, γυρεύοντας δουλειὰ στὰ χωράφια. Δεκαπέντε εὐρὼ μεροκάματο, τροφὴ καὶ στέγη. Γιὰ τὸν ἴδιο τὰ τσιγάρα καὶ καμιὰ μπίρα, ὅταν ἔμπλεκε μὲ πατριῶτες. Προτιμοῦσε τὴ σιγουριὰ τῆς γῆς –τὴν ἤξερε ἀπὸ πρῶτο χέρι– παρὰ νὰ τρέχει στὰ γιαπιὰ καὶ στὰ χυτήρια τῆς πρωτεύουσας.

Ὅταν ἔφτασε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀσφάκα Ἰωαννίνων, σταμάτησε στὸ πέτρινο εἰκονοστάσι τῆς κορυφῆς. Ὁλόγυρα ἐπικρατοῦσε νεκρικὴ σιγή, σὰν τόπος θανάτου. Ἄνοιξε τὸ πορτάκι καὶ ἔψαξε μὲ τὸ βλέμμα τὸ στενάχωρο ἐσωτερικό, τὸ βρῆκε ὅμως ἄδειο. Μετακίνησε τὸ χάρτινο εἰκόνισμα τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, σήκωσε τὸ πλαστικὸ κάλυμμα, τίποτα. Συνέχισε τὴν ἔρευνα γιὰ λίγο ἀκόμα τσαντισμένος, στὸ τέλος τὰ ἐγκατέλειψε. Ἔμεινε ἀκίνητος μέχρι νὰ καταλαγιάσει τὸ σφυροκόπημα στὰ μηλίγγια του. Ἡ ὀργή του ξεθύμαινε σιγὰ σιγά· μετατρεπόταν σὲ λύπη. Ἀκούμπησε μὲ τὴν πλάτη στὶς γυμνὲς πέτρες καὶ γλίστρησε στὰ χόρτα.

altΚατὰ τὴν πρώτη κάθοδο, πρὶν ἀπὸ ὀχτὼ μῆνες περίπου, ὅταν πέρασε ἀπὸ τὸ ἴδιο σημεῖο, ἄφησε στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ προσκυνήματος ἕνα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα τῶν δέκα λέκ· αὐτὸ εἶχε ὅλο κι ὅλο ἐπάνω του. Στὴν ξένη χώρα, ἔτσι κι ἀλλιῶς, θὰ τοῦ ἦταν ἄχρηστο. Ὕστερα, ποιός ξέρει μὲ βεβαιότητα μὲ ποιό νόμισμα ἐξασφαλίζεται ἡ εὔνοια κάποιου ἄγνωστου Μάρτυρα; Ἐκεῖνο ποὺ προεῖχε ἦταν νὰ ἐξασφαλίσει τὴν προστασία κάποιου ἐντόπιου ἁγίου. Στὸ κάτω κάτω, ἂς τὸ ἐξαργύρωνε Ἐκεῖνος στὸν ἐπάνω κόσμο. Τέλος, ὅταν κάποτε θὰ ἔπαιρνε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς πρὸς τὰ πάνω, ξέχειλος ἀπὸ εὐρώ, θὰ ἄλλαζε τὸ χαρτονόμισμα.

Τὸν Ἠπειρώτη ἅγιο καὶ τὸ τάμα τὰ ξανασκέφτηκε τὴν τρίτη μέρα τῆς ἐπιστροφῆς του στὴν πατρίδα, ὅταν ἔφεραν ἀπὸ ἔξω τὸν φίλο του, Μπασκὶμ Λέκα, μέσα σὲ κάσα, μὲ σκεπασμένο τὸ πρόσωπο. Τὸ διάστημα ποὺ μεσολάβησε ἀπὸ τὴ μέρα τοῦ θανάτου μέχρι τὴν ἀνεύρεση τοῦ πτώματος σὲ χαντάκι τοῦ Εὔοσμου δὲν ἐπέτρεπε τὴ θέα τοῦ ἄτυχου νέου. Οὔτε κὰν τὸ προσκύνημα.

Ἀκουμπισμένος στὶς πέτρες τοῦ τῆς ἐρήμου οἰκιστἁγίου ἀναρωτήθηκε τί νὰ ἀπέγινε ἄραγε τὸ χαρτονόμισμα τῶν δέκα λέκ. Θὰ τὸ πῆρε κάποιος δικός τους ποὺ πέρασε ἀπὸ τὸ ἴδιο μονοπάτι, συμπέρανε, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν κατεύθυνση ποὺ ἀκολουθοῦσε. Γνώριζε καλὰ τὴ φάρα του καὶ δὲν ἀμφέβαλλε γιὰ τὴν τύχη τῶν χρημάτων.

Ἀνασηκώνοντας τὸ πλαστικὸ κάλυμμα, ἔσπρωξε ἀπὸ κάτω δύο διπλωμένα χαρτονομίσματα Ἀλβανίας.

– Ἂν γυρίσω ἀπὸ τὸν ἴδιο δρόμο, θὰ σοῦ τ’ ἀλλάξω, εἶπε στὸν ἅγιο. Ἀλλιῶς κάν’ τα χαλάλι σὲ ὅποιον σὲ προσκυνήσει.

Συνέχισε τὸν κατήφορο ἀφήνοντας τὴν πόρτα στὸ εἰκονοστάσι ἀνοιχτή.

Τὸν τρίτο μήνα παραμονῆς του στὴν Ἑλλάδα, βρέθηκε στὴν Πετροπηγή, μαζὶ μὲ ἄλλους τρεῖς συμπατριῶτες του. Μιὰ τετράδα ποὺ ἄρχισε νὰ σχηματίζεται καθ’ ὁδόν, γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ στὶς ὄχθες τοῦ Στρυμόνα. Τοὺς τράβηξαν ὁ κάμπος τῆς Χρυσούπολης καὶ οἱ δουλειὲς τῶν χωραφιῶν. Ἐγκαταστάθηκαν σ’ ἕναν ἀχυρώνα δίχως πόρτες καὶ παράθυρα, στὶς παρυφὲς τοῦ χωριοῦ, κοντὰ στὶς ἀποθῆκες τοῦ Συνεταιρισμοῦ. Ἐκεῖ θὰ πορεύονταν σὰν τοὺς κάκτους, ποὺ δὲν θέλουν φροντίδα. Τὸ πρωὶ πήγαιναν νὰ σταθοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ καφενεῖο τῆς πλατείας, περιμένοντας νὰ τοὺς ζητήσουν. Ὅταν κάποιος τοὺς ἔκλεινε, δὲν ρωτοῦσαν τὸ εἶδος τῆς δουλειᾶς. Μόνο πού, μετὰ τὴν πληρωμή, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μὴν ἀποκαλύψει σὲ κανέναν τὸ ὕψος τῆς ἀμοιβῆς τους, νὰ μὴ θεωρηθοῦν πλούσιοι. Ὅλο καὶ θὰ περνοῦσαν δικοί τους ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ μάθουν.

Ξημερώματα Κυριακῆς ἡ βροχὴ ἔπεφτε μὲ τὸ τουλούμι. Μέσα στὸν χαλασμὸ κάποιος χτύπησε τὴν πόρτα τοῦ πρώτου σπιτιοῦ τῆς Πετροπηγῆς, ζητώντας βοήθεια. Ὁ ἰδιοκτήτης, ποὺ πετάχτηκε ἔξω πανικόβλητος, ἀντίκρισε ἕναν ἀπὸ τὴ γνωστὴ τετράδα τῶν Ἀλβανῶν, πλημμυρισμένο στὰ αἵματα.

Ξημερώματα Κυριακῆς ἡ βροχὴ ἔπεφτε μὲ τὸ τουλούμι. Μέσα στὸν χαλασμὸ κάποιος χτύπησε τὴν πόρτα τοῦ πρώτου σπιτιοῦ τῆς Πετροπηγῆς, ζητώντας βοήθεια. Ὁ ἰδιοκτήτης, ποὺ πετάχτηκε ἔξω πανικόβλητος, ἀντίκρισε ἕναν ἀπὸ τὴ γνωστὴ τετράδα τῶν Ἀλβανῶν, πλημμυρισμένο στὰ αἵματα.

– Ἦταν τρεῖς δικοί μας..., ψέλλισε. Τοὺς δώσαμε ὅ,τι εἴχαμε... Κρατοῦσαν ρόπαλα. Ὁ ἕνας τους Καλάσνικοφ..., εἶπε καὶ σωριάστηκε στὸ χῶμα.

Οἱ ἄντρες ποὺ τράβηξαν γιὰ τὸν ἀχυρώνα ἐπαναλάμβαναν μὲ ὀργὴ «γίναμε Κόσσοβο», «τί σκατὰ κάνει ἡ Πολιτεία;» καὶ ἄλλα παρόμοια.

Ὁ ἰατροδικαστὴς ποὺ κατέφθασε, ἔλεγξε τὰ τραύματα ποὺ ἔφεραν οἱ  δύο νεκροὶ καὶ ἀποφάνθηκε πὼς πρόκειται γιὰ τραυματισμὸ ἐξ ἐπαφῆς, μὲ σφαῖρες, στὴν κοιλιακὴ χώρα καὶ στὸ κεφάλι.

Ὁ ἀστυνομικὸς διευθυντὴς κατέληξε στὸ συμπέρασμα ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ξεκαθάρισμα λογαριασμῶν. «Δὲ συνέβη τίποτα περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι συμβαίνει καὶ σὲ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδας», καθησύχασε τοὺς παρευρισκόμενους καὶ ἀποχώρησε.

Τοὺς βαριὰ τραυματισμένους –Λαβὲρ Χουζά, εἴκοσι τριῶν ἐτῶν, ἀπὸ τὴν Καβάγια τῆς Ἀλβανίας, καὶ Ἀλτὶν Μπλογκού, εἴκοσι ἑνός, ἀπὸ τὴ Σελενίτσα– τοὺς μετέφεραν στὸ Κρατικὸ Νοσοκομεῖο Καβάλας γιὰ τὶς πρῶτες βοήθειες.

Τὰ πτώματα τῶν Σοκὸλ Ζαΐμ, εἴκοσι πέντε ἐτῶν, ἀπὸ τὴ Σκόδρα, καὶ Ντουρὶμ Γκοζέ, εἴκοσι ἑφτὰ ἐτῶν, ἀπὸ τὸ Γκράμσι, μεταφέρθηκαν στὸ συνοριακὸ Τελωνεῖο τῆς Κρυσταλλοπηγῆς, γιὰ νὰ παραδοθοῦν στοὺς συγγενεῖς τους.

Μεταξὺ τῶν ἀντικειμένων ποὺ περισυνέλεξαν οἱ ἄντρες τῆς ἀστυνομίας βρέθηκαν δύο ζευγάρια παιδικὰ ἀθλητικὰ παπούτσια, ἀφόρετα, καὶ μία ντουζίνα φλιτζανάκια τοῦ καφὲ μὲ τὰ πιατάκια τους, κατεστραμμένα. 

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«(Α)Κατάλληλο Timing» της Ελένης Αλεξανδροπούλου (προδημοσίευση)

«(Α)Κατάλληλο Timing» της Ελένης Αλεξανδροπούλου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων της Ελένης Αλεξανδροπούλου «(Α)Κατάλληλο Timing», η οποία θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Ο Αύγουστος, όσο μεγαλώνεις, μοιάζει πικρός. Οι περισ...

«Mind the gap» του Λάζαρου Αλεξάκη (προδημοσίευση)

«Mind the gap» του Λάζαρου Αλεξάκη (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων του Λάζαρου Αλεξάκη «Mind the gap», η οποία θα κυκλοφορήσει στις 5 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Είχε φτάσει σε μικρή απόσταση από τη βιτρίνα, και το νυχτεριν...

«My HERoines» της Μαρίας Αμανατίδου (προδημοσίευση)

«My HERoines» της Μαρίας Αμανατίδου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή αφηγημάτων της Μαρίας Αμανατίδου «My HERoines – Μικρές ιστορίες, μεγάλες ηρωίδες», η οποία θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Μηκραίνεις»

...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Βίος και Πολιτεία»: Ο ποιητής και φιλόσοφος Νίκος Ερηνάκης έρχεται στο Υπόγειο

«Βίος και Πολιτεία»: Ο ποιητής και φιλόσοφος Νίκος Ερηνάκης έρχεται στο Υπόγειο

Στο 65ο επεισόδιο της σειράς συζητήσεων στο Βιβλιοπωλείο της Πολιτείας με ανθρώπους από το χώρο του βιβλίου και των ιδεών, o Κώστας Κατσουλάρης συνομιλεί με τον ποιητή και φιλόσοφο Νίκο Ερηνάκη. Η συζήτηση θα μεταδοθεί ζωντανά την Πέμπτη, 6 Φεβρουαρίου, στις 7.00μμ.

Επιμέλεια: Book Press

...
Αθηνόδωρος Μεταλλίδης: «Το βιβλίο μου αποβλέπει στη δημιουργία ενός ηθικού πλαισίου για τη δράση των υπηρεσιών πληροφοριών»

Αθηνόδωρος Μεταλλίδης: «Το βιβλίο μου αποβλέπει στη δημιουργία ενός ηθικού πλαισίου για τη δράση των υπηρεσιών πληροφοριών»

Μια επίκαιρη συνέντευξη με τον Αθηνόδωρο Μεταλλίδη, με αφορμή το βιβλίο του «Intelligence: το ηθικό δίλημμα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποιότητα. «Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις απειλές, καταλήγουν να βλάπτουν το αξιακό τους σύστημα».

...
Εκδήλωση για το βιβλίο του Τεύκρου Μιχαηλίδη «Πίσω από το πέπλο – Οι μαθηματικοί του 20ού αιώνα» στο Βιβλιοπωλείο ΠΕΚ

Εκδήλωση για το βιβλίο του Τεύκρου Μιχαηλίδη «Πίσω από το πέπλο – Οι μαθηματικοί του 20ού αιώνα» στο Βιβλιοπωλείο ΠΕΚ

Οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του Τεύκρου Μιχαηλίδη «Πίσω από το πέπλο – Οι μαθηματικοί του 20ού αιώνα» την Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου στο Βιβλιοπωλείο ΠΕΚ. ...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Ψυχή ντυμένη αέρα» της Έλενας Χουζούρη (προδημοσίευση)

«Ψυχή ντυμένη αέρα» της Έλενας Χουζούρη (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη μελέτη της Έλενας Χουζούρη «Ψυχή ντυμένη αέρα – Ανθούλα Σταθοπούλου - Βαφοπούλου: Η μούσα της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης», η οποία θα κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα από τις εκδόσεις Επίκεντρο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Η Μάγε...

«(Α)Κατάλληλο Timing» της Ελένης Αλεξανδροπούλου (προδημοσίευση)

«(Α)Κατάλληλο Timing» της Ελένης Αλεξανδροπούλου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων της Ελένης Αλεξανδροπούλου «(Α)Κατάλληλο Timing», η οποία θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Ο Αύγουστος, όσο μεγαλώνεις, μοιάζει πικρός. Οι περισ...

«Mind the gap» του Λάζαρου Αλεξάκη (προδημοσίευση)

«Mind the gap» του Λάζαρου Αλεξάκη (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων του Λάζαρου Αλεξάκη «Mind the gap», η οποία θα κυκλοφορήσει στις 5 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Είχε φτάσει σε μικρή απόσταση από τη βιτρίνα, και το νυχτεριν...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

«Τι να διαβάσω;» – 15 βιβλία ελληνικής πεζογραφίας που κυκλοφορούν το επόμενο διάστημα

«Τι να διαβάσω;» – 15 βιβλία ελληνικής πεζογραφίας που κυκλοφορούν το επόμενο διάστημα

Δεκαπέντε βιβλία ελληνικής πεζογραφίας (μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα) που αναμένουμε τις επόμενες μέρες ή εβδομάδες. Στην κεντρική εικόνα, ο Αλέξης Πανσέληνος, η Μάρω Βαμβουνάκη και ο Μιχάλης Μοδινός.

Γράφει ο Κώστας Αγοραστός

Μυθιστ...

Σίρλεϊ Τζάκσον (1916-1965): Η ευαίσθητη μάγισσα των αμερικανικών γραμμάτων

Σίρλεϊ Τζάκσον (1916-1965): Η ευαίσθητη μάγισσα των αμερικανικών γραμμάτων

Η Σίρλεϊ Τζάκσον [Shirley Jackson, 1916-1965] ήταν πολλά περισσότερα από μια συγγραφέας ιστοριών τρόμου. Με άξονα δύο βιβλία της που κυκλοφόρησαν ή επανακυκλοφόρησαν πρόσφατα «Η λοταρία και άλλες ιστορίες» (μτφρ. Χρυσόστομος Τσαπραΐλης) και «Ζούσαμε πάντα σε ένα κάστρο» (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη) από τις εκδόσεις ...

Έξι ποιητικές συλλογές από τις εκδόσεις Ιωλκός  – Τρεις δημιουργοί καταθέτουν νέο έργο και τρεις εμφανίζονται για πρώτη φορά

Έξι ποιητικές συλλογές από τις εκδόσεις Ιωλκός  – Τρεις δημιουργοί καταθέτουν νέο έργο και τρεις εμφανίζονται για πρώτη φορά

Έξι ποιητικές συλλογές που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Ιωλκός. Τρεις δημιουργοί καταθέτουν τα νέα τους έργα και τρεις εμφανίζονται για πρώτη φορά.

Επιμέλεια: Book Press

Δημήτρης Βασιλάκης,  ...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΦΑΚΕΛΟΙ