
Προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων του Νίκου Παναγιωτόπουλου Γραφικός χαρακτήρας, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μεταίχμιο στις 20 Απριλίου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Αλάτι στην πληγή
Στην ταβέρνα του µπαρµπα-Γιάννη δεν έµπαινα ποτέ µε το κεφάλι ψηλά. Το απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι, αφού ακόµα και το δέλεαρ µιας παγωµένης ΕΨΑ δεν ήταν ικανό να διασκεδάσει τον τρόµο που µου προκαλούσε η κιτρινισµένη φωτογραφία στον τοίχο.
Η ταβέρνα του µπαρµπα-Γιάννη ήταν το τελευταίο κτίσµα στο τελευταίο χωριουδάκι του Παγασητικού πριν το Τρίκερι. Λίγα µέτρα πριν την ταβέρνα τελείωνε η άσφαλτος. Από κει συνέχιζε ένας χωµατόδροµος µέχρι τον ταρσανά και το κάµπινγκ, όπου έµεναν οι χίπηδες, τουτέστιν Γερµανοί που έφταναν οδικώς ως εκεί, µε κάτι υπέροχα φορτηγάκια Volkswagen, βαµµένα µε φωτεινά χρώµατα και κουρτινάκια στα παράθυρα. Πιο πέρα από το κάµπινγκ δεν µας άφηναν να πάµε. Εκεί, σύµφωνα µε τις διηγήσεις των µεγάλων δούλευε η ΜΟΜΑ −που τη φανταζόµουν σαν µια αχόρταγη, χοντρή γριά µάγισσα− που άνοιγε τον δρόµο για το Τρίκερι.
Ο µπαρµπα-Γιάννης ήτανε ψαράς. Ένας µαυριδερός, λιγοµίλητος άντρας, µε βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο και χέρια από γρανίτη. Τον θυµάµαι καθισµένο µπροστά στην ταβέρνα, µ’ ένα άφιλτρο τσιγάρο κολληµένο λες κάτω από το παχύ µουστάκι του, να καρφιτσώνει µεθοδικά τα αγκίστρια στον φελλό γύρω απ’ το χείλος ενός ρηχού καλαθιού µέσα στο οποίο κουλουριαζόταν η πετονιά. Πότε θα ’ρθεις να ρίξουµε παραγάδι, µου ’λεγε κάθε φορά. Δεν απαντούσα. Ο µπαρµπα-Γιάννης µε τρόµαζε λιγάκι. Ήταν που δεν έλεγε πολλά και που δεν φοβόταν µην τρυπήσει τα δάχτυλά του µε τ’ αγκίστρια.
Την ταβέρνα την κρατούσε η κυρα-Γαρουφαλλιά, µε το µουστάκι της κι εκείνη, την κρεατοελιά κάτω από το πιγούνι και κάτι κατάµαυρα µεγάλα µάτια − τόσο µεγάλα που σου έδιναν την εντύπωση πως, λίγο να πλησίαζες, θα µπορούσες να δεις µέσα της. Τη βοηθούσε κι ο µικρός της γιος, ένα καλόκαρδο, χαµογελαστό παιδί. Ο άλλος, ο µεγάλος, ήταν στρατιωτικός. Δεν τον είχαµε δει ποτέ − µιλάω για τη Χούντα τώρα.
Μπροστά στην ταβέρνα υπήρχε ένα τεράστιο πλατάνι να σκιάζει τα λιγοστά τραπέζια που έφταναν ως την αµµουδιά, κι από κει ξεκινούσε µια σιδερένια, σκουριασµένη σκάλα µε φαγωµένα σανίδια. Αν καθόσουν στα τραπέζια έµοιαζε µε µισοτελειωµένη γέφυρα που, αν ποτέ τελείωνε, θα ένωνε την παραλία µε τον Αλατά, το κατάφυτο νησάκι απέναντι. Σ’ αυτή τη σκάλα έδενε τη βάρκα του ο µπαρµπα-Γιάννης. Εκεί ανεβαίναµε κι εµείς και κάναµε βουτιές, όποτε δεν έβλεπε η µάνα, γιατί πίστευε ότι µε τις βουτιές κάνεις ωτίτιδες.
Μέσα, η ταβέρνα δεν είχε πολλά πράγµατα. Κάτι τελάρα στοιβαγµένα, µε µπίρες, ρετσίνες κι αναψυκτικά. Στο βάθος είχε ένα µεγάλο ψυγείο µε βιτρίνα και πίσω του µια πόρτα που οδηγούσε στην κουζίνα. Στον τοίχο αριστερά υπήρχε ένας µεγάλος καθρέφτης, γερτός, µε τη ζωγραφιά µιας χαµογελαστής κοπέλας που κρατούσε το υπέροχο, µπιρµπιλωτό µπουκάλι της ΕΨΑ. Στον απέναντι τοίχο υπήρχε µονάχα µια φωτογραφία, κιτρινισµένη απ’ τον καιρό − η πιο τροµακτική φωτογραφία που είχα δει ποτέ στη ζωή µου. Δεν καταλάβαινα ακριβώς τι έδειχνε, αλλά αυτό ήταν που την έκανε ακόµα πιο τροµακτική. Τόσο τροµακτική που αρνιόµουν να µπω στην ταβέρνα. Κι αν ποτέ έµπαινα, έµπαινα σκυφτός για ν’ αποφύγω το τροµερό θέαµα.
Δεν είχα πει τίποτε σε κανέναν. Τους αληθινά µεγάλους φόβους δεν τους µοιράζεσαι. Αν το κάνεις παύουν να είναι τόσο µεγάλοι. Νοµίζω πως τους µεγάλους φόβους τους έχουµε ανάγκη. Κατά κάποιον τρόπο µας θυµίζουν πως είµαστε ζωντανοί.
Χρόνια πολλά µετά, κοιτώντας κάτι παλιές φωτογραφίες, ήρθε η κουβέντα στις διακοπές µας στο Πήλιο. Με πληροφόρησαν ότι ο µπαρµπα-Γιάννης κι η κυρα-Γαρουφαλλιά είχαν πεθάνει από καιρό. Ήταν αναµενόµενο, αλλά στεναχωρήθηκα. Για να ξεσφίξω τον κόµπο στο στήθος, ρώτησα τον πατέρα, τάχα αδιάφορα, αν είχε υπόψη του τι ήταν εκείνη η φωτογραφία στον τοίχο. Έγνεψε χαµογελαστός. Πού τη θυµάσαι; µου είπε.
Οι χωριανοί, λέει, είχαν τα ζώα τους πάνω στον Αλατά. Εκείνα έβοσκαν ελεύθερα κι οι χωριανοί δεν είχαν έγνοια. Για ό,τι χρειαζόταν, το κρέας τους, το γάλα τους, περνούσαν απέναντι µε τη βάρκα. Ένα πρωί, στα απόνερα ενός άγριου χειµώνα, σηκώθηκαν αλαφιασµένοι, καθώς από τον Αλατά ακούγονταν επίµονα βελάσµατα. Μπήκαν στις βάρκες κι όπως πλησιάζαν είδαν τον λύκο να ’χει βάλει πλώρη για να γυρίσει στη στεριά. Τονε κυκλώσανε δυο τρεις και, καθώς µέσα στο νερό ήταν ανήµπορος ν’ αντιδράσει, του περάσαν µια θηλιά και τονε βγάλαν έξω. Ένας δυο που ’χαν βγει στο νησί τούς έφεραν τα άσχηµα µαντάτα. Ποιος ξέρει από πότε νηστικός, ο λύκος είχε περάσει απέναντι και είχε πνίξει όσα ζώα πρόλαβε − σφαγή κανονική. Τον έγδαραν επιτόπου ζωντανό απ’ τον λαιµό και κάτω.
Σ’ εκείνη τη φωτογραφία έβλεπες το αλλόκοτο ζώο στη µέση, γδαρµένο, ένα πλάσµα βγαλµένο από εφιάλτη, και τους χωρικούς δεξιά κι αριστερά, να καµαρώνουν σε απόσταση ασφαλείας. Δυο απ’ αυτούς κρατούσαν µακριά κοντάρια µε γάντζο στο ένα τους άκρο, ώστε, τραβώντας από δυο µεριές, να σφίγγουν τη θηλιά στον λαιµό του λύκου, κρατώντας τον ακίνητο για χάρη του φωτογράφου που απαθανάτιζε τη σκηνή.
Σύµφωνα µε τον πατέρα, ανάµεσα στους χωρικούς ήταν ο µπαρµπα-Γιάννης κι ο µεγάλος του γιος, που όταν έπεσε η Χούντα πέρασε στρατοδικείο κι έκανε κάµποσα χρόνια φυλακή, γιατί είχε τσακίσει στο ξύλο έναν φαντάρο.