
Προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων της Χρυσοξένης Προκοπάκη Λευκό μακρύ παλτό (και άλλες ιστορίες), που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Μανδραγόρας.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Τεκίλα με λίγη ζάχαρη
- Μια τεκίλα με λίγη ζάχαρη ή μια μπίρα με λίγο λεμόνι ή ένα ούζο με λίγο… σκέτο, το ούζο το πίνω πάντα σκέτο.
- Και μετά;
- Μετά δεν θυμάμαι τίποτα.
- Δεν θυμάσαι τι γίνεται μετά;
- Μετά, λογικά, πηγαίνω σπίτι, καθώς το επόμενο πρωί ξυπνάω πάντα στο κρεβάτι μου με έναν φοβερό πονοκέφαλο. Δεν ξέρω όμως πώς έχω φτάσει μέχρι εκεί. Λογικά κάποιος θα μ’ έχει μεταφέρει, θα μ’ έχει αφήσει έξω απ’ την πόρτα. Τα υπόλοιπα τα κάνω μάλλον μηχανικά. Δεν ξέρω.
- Κι αυτό γίνεται κάθε βράδυ;
- Νομίζω ναι. Δηλαδή τα τελευταία δέκα βράδια, αυτό γίνεται. Και τα πρωινά σηκώνομαι πάντα με τον φοβερό πονοκέφαλο.
- Πότε σου περνάει ο πονοκέφαλος;
- Νωρίς το απόγευμα ο πονοκέφαλος έχει εξαφανιστεί. Δεν υπάρχει. Και τότε μπορώ και πάλι να βγω. Για να πιω και πάλι.
- Περίεργο. Δεν αισθάνεσαι κουρασμένη στο τέλος της μέρας;
- Και βέβαια. Ξυπνάω κουρασμένη. Ακόμα και στον ύπνο μου είμαι κουρασμένη. Αλλά…
- Αλλά;…
- Αλλά… έτσι είναι. Έτσι θα είναι. Έτσι δεν είναι;
- Ας περάσουμε σ’ ένα άλλο θέμα… Δεν φοβάσαι καθόλου;
- Τι πράγμα;
- Που δεν θυμάσαι τι γίνεται στο μεταξύ; Ποιους συναντάς, τι συζητάς μαζί τους, τι… κάνετε.
- Όχι.
- Πώς γίνεται αυτό;
- Πού θες να ξέρω πώς γίνεται; Δεν σου φτάνει το ότι δεν φοβάμαι;
- Και τι νιώθεις λοιπόν;
- Πόνο. Σκέτο πόνο. Πονοκέφαλο. Μόνο αυτό. Είναι κακό;
- Δεν μετανιώνεις;
- Γιατί να μετανιώσω; Ίσως… το πρωί να μετανιώνω για το προηγούμενο βράδυ. Εξαιτίας του πόνου. Το βράδυ όμως ξεχνάω ότι θα μετανιώσω το επόμενο πρωί.
- Πρέπει να κάνουμε κάποιες εξετάσεις.
- Τι εξετάσεις;
- Πρέπει να δούμε από τι πάσχεις.
- Δεν πάσχω. Απλώς πονάω. Γι’ αυτό ήρθα εδώ.
- Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Δεν θυμάσαι κιόλας. Δεν φοβάσαι. Αυτά πρέπει να εξετάσουμε. Όλα θα πάνε καλά. Μην ανησυχείς.
- «Όταν σε καθησυχάζουν ότι όλα θα πάνε καλά, τότε να αρχίσεις να φοβάσαι. Τότε είναι που όλα θα πάνε κατά διαόλου».
- Γιατί το λες αυτό;
- Δεν το λέω εγώ. Κάπου το διάβασα. Δεν θυμάμαι πού. Ίσως κάποιος να μου το είπε κάποτε. Ούτε αυτό το θυμάμαι.
- Φοβάσαι;
- …
- Δεν μπορείς να φύγεις. Θα πρέπει να σε κρατήσουμε για τις εξετάσεις.
- Άδικος κόπος. Δεν μπορώ να μείνω. Σε λίγο θα μου περάσει ο πονοκέφαλος και…
- Φοβάσαι;
- …
Ναι, φοβόμουν. Αυτή είναι η αλήθεια. Αλλά δεν την ομολογούσα. Και σίγουρα δεν θα την ομολογούσα σ’ αυτόν τον κύριο με τη λευκή μπλούζα. Δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι κάποιον που φοράει λευκή μπλούζα. Ποτέ. Κάποιος πρέπει να μου το είχε πει κι αυτό κάποτε. Πού να θυμάμαι όμως τώρα πια;
Με κλείσανε σ’ ένα δωμάτιο και με άφησαν μόνη. Καθόλου αλκοόλ. Μου επέτρεψαν μονάχα να καπνίζω. Ο κύριος με τη λευκή μπλούζα αποδείχτηκε ευγενικός και μου έφερνε ο ίδιος τα πακέτα με τα τσιγάρα. Τον ευχαριστούσα κάθε φορά και του δάγκωνα το χέρι. Δεν το τράβαγε. Με άφηνε να τον δαγκώνω. Πονούσε; Δεν ξέρω. Δεν είχε πάντως καμία έκφραση πόνου στο πρόσωπό του. Ίσα ίσα, χαμογελούσε. Κι όσο χαμογελούσε, τόσο πιο δυνατά τον δάγκωνα.
[...]