
Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Αλέξη Πανσέληνου, Η κρυφή πόρτα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο στις 24 Φεβρουαρίου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Θεέ μου! Καλύτερα! Χίλιες φορές πιο καλά που δεν έγινε!
Ο Ευγένιος έμεινε άγρυπνος ίσαμε που ξημέρωσε και πρόβαλε πίσω από τον Λυκαβηττό εκθαμβωτικός ο ήλιος.
Ήθελε φρούτα και λαχανικά από τη λαϊκή και ήταν Σάββατο, η μέρα που η Καλλιδρομίου γεμίζει πάγκους και τέντες και οι γείτονες ανηφορίζουν αργά προς την Ασκληπιού, με τα φορτωμένα καρότσια. Έμεινε όμως μέσα, σα να φοβόταν πως αν έβγαινε, όλος ο κόσμος θα έβλεπε επάνω του και πάνω στο πρόσωπό του αυτό που είχε ζήσει χθες. Το βράδυ της Παρασκευής!
Χίλιες φορές καλύτερα! έλεγε ο τακτικός, νοικοκύρης εαυτός του· και αυτός τον άκουγε και συμφωνούσε, γιατί αλλιώς, ο άλλος του εαυτός, ο γιος της παράφορης κυρίας Δώρας, ο φιλήδονος νεαρός εαυτός του, ο κυριευμένος από πόθο ώριμος άντρας, θα λύσσαγε από οργή γι’ αυτό το βράδυ που, αν και κράτησε ως τα ξημερώματα, διαρκώς γυρνούσε στην αρχή μιας σκηνής που ποτέ δεν τελείωσε, ποτέ δεν έφτασε ως τη χόρταση και τον είχε αφήσει μισοπεθαμένο από εξάντληση, από ένταση που δεν μπόρεσε να εκτονωθεί.
Τον κάθισε στον υφασμάτινο καναπέ του ΙΚΕΑ στο σκοτεινό, αφώτιστο σαλόνι της και πήγε και έφερε από την κουζίνα τις παγωμένες βότκες με χυμό τομάτας, κλαράκι σέλινο και ταμπάσκο, και τσούγκρισε το ποτήρι της στο δικό του, όρθια, ακουμπώντας με τα πόδια τα γόνατά του μέσα σε μια ατμόσφαιρα μιας νέας, αλλιώτικης οικειότητας ανάμεσά τους.
Δεν γυμνώθηκε, δεν τον προκάλεσε. Άφησε το στήθος της να αποκαλυφθεί καθώς έφερνε κι έπαιρνε το ποτήρι από το στόμα και ο Ευγένιος, καθηλωμένος στη θέση του κοιτούσε, χωρίς να δοκιμάσει να τραβήξει το βλέμμα.
«Στην υγειά μας!»
Έπειτα κάθισε απέναντί του στην πολυθρόνα, εκεί απ’ όπου πρώτη φορά του είχε δείξει το σώμα της και έλυσε με μια κίνηση τον φιόγκο που συγκρατούσε το πουκάμισο. Δεν γυμνώθηκε, δεν τον προκάλεσε. Άφησε το στήθος της να αποκαλυφθεί καθώς έφερνε κι έπαιρνε το ποτήρι από το στόμα και ο Ευγένιος, καθηλωμένος στη θέση του κοιτούσε, χωρίς να δοκιμάσει να τραβήξει το βλέμμα.
Κάποια στιγμή η Μαρία έβγαλε το κοκαλάκι που κρατούσε τα μαλλιά της και το άφησε να πέσει στο πάτωμα. Έπειτα πήγε στην κουζίνα, να βάλει κι άλλη βότκα στο ποτήρι της και όταν επέστρεψε, το κοντό σορτσάκι με τα ξεφτίσματα είχε απομείνει πίσω και τώρα μόνο το πουκάμισο έκρυβε το σώμα της. Πήγε ξανά και ακούμπησε στα γόνατά του, όρθια. «Βγάλ’ το μακό κι εσύ» του είπε «κάνει ζέστη». Ο Ευγένιος έμεινε ακίνητος και αυτή άπλωσε τα χέρια, το πουκάμισό της άνοιξε εντελώς, τράβηξε το ρούχο πάνω από το κεφάλι του και το πέταξε στα μαξιλάρια. Η μυρωδιά της, χίλιες φορές πιο δυνατή, το άρωμα του κορμιού της τον τύλιξε, τον ζάλισε. Έβλεπε την κοιλιά της καθώς έσκυψε πάνω του, το μικρό μαύρο εσώρουχο που ξεχώριζε στο λευκό της δέρμα, και το σάλιο είχε πήξει στο στόμα του, χρειαζόταν να ξεροκαταπίνει και να ανασαίνει από τα ρουθούνια, ρουφώντας όλο και μεγαλύτερες εισπνοές από το άρωμά της.
Ο Ευγένιος αντέδρασε σαν να είχε ακούσει την πιο απίθανη κατηγορία που θα μπορούσανε ποτέ να του προσάψουν – όσο και αν στην πραγματικότητα έτσι ακριβώς είχε σκεφτεί, όχι πριν λίγο αλλά τις προάλλες, πολύ πριν το επεισόδιο με τον επισκέπτη. Αλλά με τον νου του σκοτισμένον από πόθο, αρνήθηκε· και ορκίστηκε πως μόνο αυτό δεν σκέφτηκε ποτέ του, μα ποτέ του! Όχι. Είχε καταληφθεί από την προσδοκία του έρωτα· για ακόμα περισσότερο από το άρωμα, από το δέρμα, από το σώμα της. Καταβρόχθιζε το θέαμα που είχε μπρος του, με τα μάτια του καρφωμένα στα μακριά της πόδια και τα νεύρα των χεριών του πονούσαν στην προσπάθεια να τα κρατήσει μακριά της.
Άπλωσε το μπράτσο της, το πέρασε γύρω από τον λαιμό του, ο Ευγένιος ένιωσε να πιέζεται πάνω στο δέρμα του η στρογγυλάδα του στήθους της και τα μαλλιά της έπεσαν στο πρόσωπό του. Γύρισε και μεμιάς ακούμπησε τα χείλια στο ζεστό της στόμα και αμέσως τραβήχτηκαν και οι δύο ταυτόχρονα απ’ το φιλί αυτό που δεν ολοκληρώθηκε, σαν εραστές που παίζουν το παιχνίδι του ανάμματος. Τώρα ήξερε πως μπορεί να αφήσει ελεύθερο το χέρι του. Η Μαρία έμεινε ακίνητη καθώς εκείνος έψαυε το άλλο στήθος της και την κοιλιά της και το πόδι της. Σηκώθηκε και με μια γρήγορη κίνηση βρέθηκε καθιστή στα γόνατά του. Τα χέρια τεντωμένα στους ώμους του κρατούσαν το σώμα της σε απόσταση που του επέτρεπε να το λατρεύει με το βλέμμα. Έπειτα έγειρε και έφερε τα στήθη της στο πρόσωπό του, το έκλεισε μέσα τους και σείστηκε η λεκάνη της στα γόνατά του, δέχτηκε ανοιχτό το στόμα του στις ρώγες της και έχωσε τα δάχτυλα στα μαλλιά του.
[...]