
Προδημοσίευση από το βιβλίο του Γιώργου Χ. Παπαδόπουλου Διώροφοι μύθοι, με σχέδια της Εύης Τσακνιά, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη τις επόμενες μέρες.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Χιμαιρικὰ πλάσματα
Τὴ μέρα ποὺ ὁ ἀθάνατος κένταυρος Χείρων, ἁπλὸς δάσκαλος ἡρώων, πληγώθηκε ἀπὸ τὸ δηλητηριῶδες βέλος τοῦ μαθητῆ του δὲν ἦταν ἀκόμη πλάσμα τῆς μυθολογίας ἀλλὰ χιμαιρικὸ πλάσμα τοῦ ἀσυνείδητου. Ὅταν ὅμως, ἀπὸ λάθος, τὸ δηλητηριῶδες βέλος καρφώθηκε στὸ δίμορφο κορμί του, ὁ Χείρων στηρίχτηκε, μὲ ἀρκετὴ δυσκολία, εἶναι ἀλήθεια, στὴ σοφία του, παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν ἀθανασία καὶ κάλπασε πρὸς τὴ μυθολογία.
Ἡ μυθολογία μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ τόπος τοῦ ἀνύπαρκτου στὸν ὁποῖο βρίσκουν καταφύγιο τὰ χιμαιρικὰ πλάσματα τοῦ ἀσυνείδητου ποὺ εἶναι ἀνίκανα νὰ πεθάνουν μὲ φυσικὸ τρόπο — ἀλλὰ καλοῦ κακοῦ ψάξτε κι ἐκεῖ γιὰ κανέναν ἀγνοούμενο συγγενή σας.
Ἡ κότα, ὁ φιλόσοφος καὶ ἡ μέθοδος
Ἡ καστανόξανθη κότα σήκωσε τὸ φουρό της, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ βλέπει τὸν κόσμο της, κι ἄφησε τὴν κουτσουλιά της μὲ δύο συνεχόμενες κακαριστὲς ἀτάκες.
«Ἀμφιβάλλω», εἶπε ὁ φιλόσοφος. «Ἐξάλλου, ἡ ἀποδεδειγμένη δυαδικότητα τῶν φυσικῶν καὶ τῶν κοινωνικῶν φαινομένων καθιστᾶ προφανὴ τὴ συνύπαρξη μόνο δύο μεγεθῶν. Τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ μηδενός».
«Κι ἐμεῖς, τί εἴμαστε;» κακάρισε ἐρωτηματικά, ἂν αὐτὸ εἶναι ποτὲ δυνατό, ἡ κότα ποὺ ἐκπροσωποῦσε μαχητικὰ τὸ κοτέτσι της.
Ὁ φιλόσοφος ἀμφιταλαντεύτηκε μέσα στὸ πελώριο κεφάλι του, ἔγειρε πρὸς τὴν πλευρὰ τοῦ χάους ποὺ δὲν εἶχε προστατευτικὸ δίχτυ, καὶ καταγράφηκε στὴν Ἱστορία ὡς ἡ πρώτη καὶ τελευταία ἀξιομνημόνευτη περίπτωση φιλοσόφου ποὺ δοκίμασε ὁ ἴδιος τὰ διλήμματα τῶν ὑποθέσεών του. Περίπτωση, ἐπίσης, ποὺ μεταφράστηκε ὡς ἀδιάψευστη βιολογικὴ μαρτυρία ὑπὲρ τῆς μεθόδου τῆς ὑπόθεσης τοῦ μηδενός, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ ὁποιαδήποτε ὑπόθεση μπορεῖ νὰ θεωρεῖται ἀπὸ τὶς κότες ἀπόλυτα σωστή, μέχρι νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ μίαν ἄλλη.
Οἱ κότες, οἱ κουτσουλιὲς καὶ τὰ κακαρίσματα μπορεῖ νὰ ἐμπίπτουν στὴν ὑπόθεση τοῦ μηδενός, ὅπως ἴσως καὶ ἡ ὑπόθεση τοῦ ζωντανοῦ φιλόσοφου ποὺ ἀγνοεῖ ποιὰ πλευρὰ τοῦ χάους δὲν ἔχει προστατευτικὸ δίχτυ. Τὸ κοτέτσι ὅμως, ποῦ ἐμπίπτει;
Ἡ ψυχὴ ποὺ μετάνιωσε
Εἶχε βγεῖ ἡ ψυχὴ ἑνὸς ποιήματος κι ἀνέβαινε γιὰ τὸ ἄγνωστο. Στὰ πρῶτα σύννεφα, κοίταξε πρὸς τὰ κάτω. Εἶδε κάτι περίεργα γράμματα, κάτι γαμψὰ κόμματα καὶ κάτι ἀδικαιολόγητες τελεῖες.
«Τί εἶναι αὐτὸ τὸ πράγμα; Ἀρνοῦμαι νὰ τὸ δεχθῶ!» φώναξε μὲ ἀπόγνωση ἡ ψυχή, καὶ βούτηξε στὰ βαθιά, γιὰ νὰ προλάβει νὰ σώσει αὐτὸ ποὺ θὰ ἀπόμενε.
Στὸν ἴσκιο τοῦ ξέπνοου ποιήματος, ἕνας μελαχρινὸς σκύλος καλωσόρισε ἤρεμα μία αἴσθηση παρουσίας ποὺ ἀγνοοῦσε. Ἀνασήκωσε τὸ κεφάλι, ἀνοιγόκλεισε τὰ μάτια, ἔγλειψε τὸν ἀέρα κι ἔμεινε χαμηλά, νὰ φυλάει αὐτὸ ποὺ κανεὶς δὲν καταλάβαινε.
Ἐπειδὴ ὑπάρχουν καὶ φορὲς ποὺ τὰ πράγματα εἶναι ἔτσι ὅπως παρουσιάζονται, ὑπάρχουν ἴσως καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ μᾶς πού, γιὰ διαφορετικοὺς λόγους, θὰ τοὺς ἐνδιέφερε νὰ ξέρουν ὅτι ἀνεβαίνοντας γιὰ τὸ ἄγνωστο:
Πρῶτον, θὰ βροῦν αὐτὸ ποὺ φυλᾶνε χαμηλὰ οἱ σκύλοι, καὶ
Δεύτερον, δὲν θὰ βροῦν σκύλους. Ἔμειναν χαμηλά, νὰ φυλᾶνε αὐτὸ ποὺ κανεὶς δὲν καταλάβαινε.