
Προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων της Μαίρης Μικέ, Κόκκινες ουλές, που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η ψυχή και η πέτρα
Η μουγγή Σταμάτα ήταν μια χαρακτηριστική μορφή της μικρής μας πόλης. Έριχνε το κεφάλι της κάτω, η μαύρη φράντζα της σκέπαζε το μέτωπο, οι ματιές της δεξιά αριστερά διαπεραστικές περιπολούσαν τον χώρο, περιφερόταν ώρες ατέλειωτες στα δρομάκια πάντα στα γκρίζα, κι όταν πια κουραζόταν στο γέρμα της ημέρας επέστρεφε αποκαμωμένη στην καλύβα της στα βορινά για να κουρνιάσει και να ξεκινήσει την επομένη. Χρόνια αυτός ο κύκλος. Αποδιωγμένη, παραπεταμένη, τριγυρνούσε χαμένη, μάζευε χόρτα και καρπούς ή δεχόταν καμιά φορά ένα πιάτο φαΐ από γείτονες, κοντινούς και μακρινούς. Από μακριά την δείχναν οι μανάδες, φόβητρο για παιδιά, εύκολος στόχος για κοροϊδίες, για λοιδωρίες, ακόμη και για πέτρες. Το λιανό της σώμα που έμοιαζε να ξεγελάει τον χρόνο ξέφευγε, βέλος γκρίζο έσκιζε τον αέρα, κρυβόταν γρήγορα σαν αγριοκάτσικο για να προφυλαχτεί πίσω από τους βράχους στις ανηφοριές. Καμιά φορά μαρμαρωμένη στεκόταν έξω από τα καπνομάγαζα, ρουφούσε κι έμοιαζε να απολαμβάνει τη μυρωδιά του καπνού, την έπαιρνε προσεκτικά μαζί της και την ακουμπούσε στο προσκεφάλι της για να της κρατάει συντροφιά όλη τη νύχτα.
Τα πρωινά, προτού βγει για τις γύρες, ακόμη κι όταν έκανε κρύο, έστρωνε έξω από την πόρτα της ένα ριγωτό πολύχρωμο κιλίμι κι αράδιαζε τον κόσμο της: κουμπιά, σκουριασμένες παραμάνες, τενεκεδάκια, κονσέρβες, ξεχαρβαλωμένα παιδικά παιχνίδια, στρατιωτάκια. Τα έβαζε σε σειρές, άλλαζε τις θέσεις τους, τα μετακινούσε στον χώρο και μετά πάλι όλα από την αρχή.
Τα πρωινά, προτού βγει για τις γύρες, ακόμη κι όταν έκανε κρύο, έστρωνε έξω από την πόρτα της ένα ριγωτό πολύχρωμο κιλίμι κι αράδιαζε τον κόσμο της: κουμπιά, σκουριασμένες παραμάνες, τενεκεδάκια, κονσέρβες, ξεχαρβαλωμένα παιδικά παιχνίδια, στρατιωτάκια. Τα έβαζε σε σειρές, άλλαζε τις θέσεις τους, τα μετακινούσε στον χώρο και μετά πάλι όλα από την αρχή. Γουργουρητά ευχαρίστησης, μικρές απανωτές γρήγορες ανάσες, αναστεναγμοί ανακούφισης, υπόκωφες κραυγές ματαίωσης συνόδευαν τους σβέλτους, επιτελικούς σχεδιασμούς της. Χάιδευε την πάνινη κούκλα, την ακουμπούσε τρυφερά στο στήθος της κι έγερνε απαλά το κεφάλι της προς τον ώμο, τσουλούσε πάνω σε ρόδες τα τενεκεδάκια και τα ταξίδευε σε άγνωστες μακρινές πολιτείες σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι με κλειστά μάτια, όνειρα χρωματιστά κούρνιαζαν στα βλέφαρά της, στοίχιζε τα στρατιωτάκια, σφράγιζε με τα κουμπιά το στόμα τους, έβαζε φτερά στους ώμους τους, έσκυβε ώρες ατέλειωτες πάνω τους με φροντίδα περισσή. Πιο πολύ φρόντιζε ένα κουτσό στρατιωτάκι. Αγωνιζόταν να καλύψει την έλλειψη τοποθετώντας χαλικάκια και κεραμιδάκια κάτω από το κουτσουρεμένο πόδι για να μη φαίνεται η διαφορά, για να στέκεται κι αυτό όρθιο περήφανο και καμαρωτό, στο ίδιο ύψος με τα υπόλοιπα. Κόσμος στέρεος, οργανωμένος, ανακουφιστικός, ταξιδιάρης και ευκίνητος. Μετά τα μάζευε προσεκτικά στον μαγικό μπόγο, τον τοποθετούσε δίπλα στο στρώμα της κι έβγαινε.
Γι’ αρκετό καιρό χάθηκε η Σταμάτα. Κανείς δεν την αναζήτησε, κανείς δεν την έψαξε, κανείς δεν μπήκε στον κόπο να ανηφορίσει στις εσχατιές της πόλης εκεί που λαθροβιούσε. Ένα βράδυ, ανασκαλεύοντας τη μέρα που πέρασε, ήρθε η μορφή της ολοζώντανη μπροστά μου και για πρώτη φορά ένα αχνό χαμογέλιο σχηματίστηκε στα χείλη της. Εξαφανίστηκε με τον ίδιο γρήγορο τρόπο. Άρχισα να αναζητώ τη φευγαλέα γκρίζα φιγούρα της, τα κοντοκουρεμένα μαλλιά της, το τραχύ βλέμμα της, τους ήχους και τις αδύναμες, μόλις που ακούγονταν, κραυγές της· τις έβγαζε συνήθως όταν κάποιος περνούσε από δίπλα της και της έριχνε κοροϊδευτικές ματιές. Έβγαιναν από βαθιά, στέρφα πηγάδια. Μάταια… τη Σταμάτα δεν την εύρισκα πουθενά. Σαν να άνοιξε η γη και την κατάπιε για να μη διασαλεύεται η ηρεμία, η τάξη και η βιτρίνα της πόλης μας.
Ένα απογευματάκι, αρκετό καιρό αργότερα, την ώρα που θολώνουν τα νερά, καθώς κατηφόριζα προς τη θάλασσα, με την άκρη του ματιού μου, σ’ ένα απόμερο παγκάκι ενός απομονωμένου μικρού πάρκου, χωμένου στα πεύκα και τις φλαμουριές, διέκρινα τη μορφή της. Δεν ήταν όμως μόνη. Δίπλα της καθόταν ένας άντρας, γνωστός σε όσους ταξίδευαν με τα δημόσια λεωφορεία. Ήταν ο μουγγός του σταθμού που ζητούσε ελεημοσύνη από βιαστικούς, έτοιμους να αναχωρήσουν ταξιδιώτες, συνοδεύοντας την ανοιχτή παλάμη του με έναν ήχο επίμονο, μονότονο, άλλοτε επιτακτικό κι άλλοτε ικετευτικό. Κάθονταν και οι δύο ήσυχα στο παγκάκι, κοίταζαν μπροστά, άγγιζαν τα χέρια τους, ελαφριά έγερναν τους ώμους με φόβο μην τυχόν και αγγίξουν ο ένας την άλλη, κι έριχναν μεταξύ τους κλεφτές ματιές. Έμοιαζαν παραδομένοι στο όνειρό τους, στην ευτυχία τους που δεν μπορούσε να εκφραστεί με λόγια, μπορούσε μόνο να προδοθεί από τις ανεπαίσθητες κινήσεις των σωμάτων, τις χειρονομίες, την αμηχανία και την αδεξιότητα της αφής. Το αλωνάκι του φεγγαριού, που εκείνη την ώρα ξεπρόβαλε από τα απέναντι βουνά, έριχνε διακριτικά το φως του. H νυκτερινή αύρα σήκωνε τη φράντζα της Σταμάτας και μ’ έναν απαλό συριγμό περνούσε πάνω από το κοντοκουρεμένο κεφάλι του Περικλή. Η σιωπή που βασίλευε τριγύρω έσπαζε μόνο από το θρόισμα των φύλλων, καθώς το δροσερό αεράκι ριγούσε ανάμεσά τους, και από έναν ήχο που έβγαζαν και οι δυο μαζί σαν να συγχρονίζονταν σε ένα μουσικό κομμάτι. Οι νότες έρχονταν θαρρείς από απροσμέτρητα βάθη, χωρίς να μπορεί να πει κανείς με σιγουριά αν άφηναν μια ηδονική ή μια οδυνηρή αίσθηση, αν αρμονικά ισορροπούσαν πάνω στο τεντωμένο σχοινί και της οδύνης και της ηδονής.
Ένα σούρουπο, στο τέλος του καλοκαιριού ήτανε, φωνές νεαρών και μαζί γέλια αντηχούσαν μέχρι πέρα, στην αρχή του δρόμου που οδηγούσε στο παρκάκι. Παραξενεύτηκα, λοξοδρόμησα και ρίγησα με όσα αντίκρισα. Ένας μαινόμενος χορός από ξυρισμένα αγορίστικα κεφάλια είχε κυκλώσει τη Σταμάτα και τον Περικλή, χτυπούσε με μανία τα πόδια του ρυθμικά στη γη και αλάλαζε Σταμάτα, Σταμάτα, τους έρωτες παράτα / και γύρνα στη γωνιά σου μαζί με τα κουμπιά σου. Εκεί, εκεί να φυτευτεί περιχαρακωμένη, να μην ονειρευτεί, να μη λαχταρήσει, να μην αγγίξει, να μη νιώσει ανθρώπινη παρουσία δίπλα της, να μη γλυκαθεί, να μην αλλάξει ματιές, να μη μοιραστεί, να μην ακούσει άλλον κτύπο καρδιάς εκτός από τον δικό της, αγρίμι να μείνει, ξωτικό, στόχος και φόβητρο, δακτυλοδεικτούμενη για πάντα.
Η πρώτη πέτρα εκσφενδονίστηκε. Πέρασε ξυστά δίπλα από το αυτί της, ακολούθησαν άλλες κι άλλες…
Τα μανιασμένα πατήματα χάραζαν το ξερό χώμα, κουρνιαχτός σηκωνόταν, κολλούσε η σκόνη στα μάγουλα, τα μάτια φλογίζονταν, οι φτέρνες μαύριζαν, μοχθηρά γέλια αντηχούσαν, βρισιές, κοροϊδίες και προσβολές εκσφενδονίζονταν. Η Σταμάτα κοιτούσε αλαλιασμένη, κουνούσε τα χέρια της, κατάπινε την αλαλία της, συσπούσε το σώμα της, στροβιλιζόταν, τίναζε τα πόδια της, δονούνταν ολόκληρη, έπιανε το κεφάλι της, ζητούσε να απαλλαγεί, έπεφτε στο χώμα και κυλιόταν παραπαίοντας σαν μεθυσμένη, σηκωνόταν προσπαθώντας να ανακτήσει την ισορροπία της από ένα ανύπαρκτο στήριγμα. Κι όσο η Σταμάτα παλλόταν, έτρεμε κι έκανε σπασμωδικές κινήσεις, τόσο η πιτσιρικαρία ευθυμούσε περισσότερο και προστίθενταν κι άλλοι κι άλλοι και κάγχαζαν κάγχαζαν, χειροκροτούσαν, σφύριζαν, φώναζαν… «Έρωτας να σου πετύχει! Τι να νιώσεις, μωρή εσύ, μουγγή από έρωτες… πώς να μιλήσεις γι’ αγάπες!» Όλο το μένος για τη Σταμάτα. Τον Περικλή τον ξέχασαν, κι αυτός μουγκρίζοντας και γρυλίζοντας περιφερόταν κουρντισμένος με απλωμένη την παλάμη επαιτώντας. Η πρώτη πέτρα εκσφενδονίστηκε. Πέρασε ξυστά δίπλα από το αυτί της, ακολούθησαν άλλες κι άλλες…
Η Σταμάτα απόκαμε να παλεύει, δεν σήκωνε περισσότερα η ψυχή κουράστηκε, μ’ ένα γδούπο σωριάστηκε στο χώμα ανάμεσα στις εκτελεσμένες παπαρούνες. Μαζί με το αίμα που άρχισε να ρέει από τον κρόταφο, ένας βαθύς στεναγμός ξεριζώθηκε από τα σπλάχνα της δυνατός, βροντερός, κάλυψε τους καγχασμούς και τις μοχθηρίες και μετά του τάφου σιωπή. Έτρεξα γρήγορα κοντά της, την ανασήκωσα, πρόλαβε να ρίξει εκείνο το ίδιο αχνό χαμογέλιο όπως τότε που εμφανίστηκε οπτασία μπροστά μου, λύγισε στο στέρνο σαν την καμπύλη που τανύζεται και χαϊδεύεται και σφράγισε τον ύπνο της. Τα στρατιωτάκια και η πάνινη κούκλα με τα κλειδωμένα στόματα την περίμεναν.