Προδημοσίευση από τη νουβέλα Το δέντρο του Ιούδα του Μιχάλη Μακρόπουλου, που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Κίχλη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ξημερώνοντας Χριστούγεννα, σηκώθηκε νύχτα μὲ τὸ ξυπνητήρι, πέντε καὶ τέταρτο, πλύθηκε καὶ ξυρίστηκε, καθαρίζοντας τὸν καθρέφτη ποὺ εἶχε θολώσει ἀπ’ τὸν ἀχνό. Κοίταξε τὴν ὄψη του στὸν καθρέφτη, ρευστὴ ἀπὸ τὴν ὑγρασία στὸ τζάμι, σὰν καθρεφτισμένη σὲ ποτάμι, κι ἀλλοῦ θολή, ὅπου δὲν εἶχε σκουπιστεῖ ὁ ἀχνός. Κοιτώντας την ὅπως θὰ κοιτοῦσε τὴν ὄψη ἑνὸς ἄλλου, ξυρίστηκε. Σκουπίστηκε καὶ φόρεσε τὸ γαμπριάτικο κουστούμι του, πού ’δειχνε παράξενα παράταιρο, ἀταίριαχτο. Ἦταν ἀνοιξιάτικο κι ὁ Ἠλίας εἶχε φορέσει ἀπὸ πάνω βαρὺ μπουφὰν κι ἀπὸ μέσα χοντρὸ πουλόβερ, γιατὶ ἔκανε ψόφο. Πῆρε ἀπὸ τὸ μπράτσο τὴ μάνα του καὶ πῆγαν στὴν ἐκκλησία, μὲς στὸ σκοτάδι καὶ στὴν παγωνιὰ ποὺ κατέβαζε ἡ χούνη. Δὲν τοῦ τό ’χε ζητήσει, ἀλλ’ αὐτὸς ἤξερε ὅτι ἡ κυρα-Γκέλω τὸ ἤθελε.
Μπῆκαν, ἄναψαν κερὶ καὶ ἡ κυρα-Γκέλω προσκύνησε τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως. Ἡ ζέστα τῆς ἐκκλησίας τὸν τύλιξε, ὅπως τύλιγε μιὰ ἅλως κάθε φλογίτσα στὰ μανουάλια. Στάθηκε, ξένος αὐτὸς ἀνάμεσα στοὺς χωριανούς, κι ἔνιωσε ἕνα μούδιασμα νὰ κυριεύει τὸ κορμί του∙ ἔνιωσε νὰ παραδίνεται, τελικά, σὲ κάτι ποὺ ὣς τὰ τώρα τὸ ἀντιμαχόταν. Οἱ μορφὲς τῶν ἁγίων στοὺς τοίχους τοῦ φαίνονταν πιὸ κοντά του ἀπ’ ὅ,τι οἱ ἄνθρωποι γύρω του. Καταλάβαινε τὴ σιωπή τους, τὴν καρτερική τους ἀπάθεια, τὴν ἀπάνθρωπη καλοσύνη τους. Τὸ σακάκι τὸν στένευε στοὺς ὤμους καὶ δὲν κούμπωνε μπροστά. Εἶχε ἱδρώσει, μέσ’ ἀπὸ τὸ πουλόβερ ἔνιωθε φουντωμένο τὸ δέρμα του. Κι ἔπειτα κρύωσε ὁ ἱδρώτας στὸ σβέρκο καὶ στὴ ράχη του, καὶ μιὰ γαλήνη ἁπλώθηκε στὸ κορμί του. Τὰ μάτια του, ὑγρά, ἀντιφέγγισαν τὴ φλόγα τῶν κεριῶν. Ὅλοι οἱ χωριανοὶ ἦταν διάφανοι τώρα, καὶ μόνο οἱ ἅγιοι εἶχαν ὕλη. Κι ἦταν δίπλα του. Ν’ ἅπλωνε τὸ χέρι, θὰ τοὺς ἄγγιζε. Τ’ ἅπλωσε, τὸ κορμί του ἀκολούθησε τὸ τεντωμένο του χέρι, κι ὁ Ἠλίας λιγοθύμησε.
* * *
Ἀνοίγοντας τὰ μάτια, πεσμένος στὸ δάπεδο τῆς ἐκκλησίας, πρόσεξε πόσο ἀλλιώτικα ἦταν τὰ παπούτσια ποὺ φοροῦσαν οἱ γυναῖκες στὸ χωριό∙ πώς, ἀκόμα καὶ τὰ καινούργια, ἔδειχναν παλιά. Καὶ τὰ ροῦχα τους, ἀκόμα κι ὅταν ἦταν μόλις ἀγορασμένα, ἔδειχναν πολυφορεμένα, σὰν νὰ ἦταν τὸ κορμὶ διαφορετικὸ στὸ χωριό, μαθημένο νὰ ντύνεται ἀλλιώτικα, πρακτικά, κι ἔφερνε κάθε ροῦχο στὰ μέτρα του μὲ τὸ ποὺ τὸ φοροῦσε − νὰ δείχνει ἤδη παλιὸ ἀπὸ τὸ πρῶτο φόρεμα.
Ἡ μάνα του καὶ ἄλλες γυναῖκες ἔστεκαν γύρω του καὶ δυὸ ἐπίτροποι εἶχαν γονατίσει δίπλα του, ὁ Τασιομπεράτης, ὁ δημοτικὸς σύμβουλος, κι ὁ Τολημέτσιος, ὑπάλληλος τοῦ ὑποκαταστήματος τῆς Ἀγροτικῆς Τράπεζας στὸ χωριό. Τὸν ἔπιασαν παραμάσχαλα, τὸν σήκωσαν καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω στὸ χαγιάτι, στὴν παγωνιά, νὰ πάρει ἀέρα. Ἦταν νύχτα ἀκόμα∙ ἡ Ρονίτσα καὶ στὸ βάθος ἡ Μουργκάνα δείχνανε πιὸ σκοτεινὲς μὲς στὸ σκοτάδι, μελάνι πού ’χε ἁπλώσει σὲ μαῦρο χαρτί. Μαζὶ βγῆκε ἡ κυρα-Γκέλω.
Ἔμεινε μόνος στὸ χαγιάτι. Ἔκανε ἕνα τσιγάρο. Ἀπὸ μέσα ἀκούγονταν νὰ ψάλλουν σὰν ἀπὸ ἄλλον κόσμο:
«Χριστὸς γεννᾶται∙ δοξάσατε. Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν∙ ἀπαντήσατε. Χριστὸς ἐπὶ γῆς∙ ὑψώθητε. ᾌσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ, καὶ ἐν εὐφροσύνῃ, ἀνυμνήσατε, λαοί, ὅτι δεδόξασται».
Τὰ γόνατά του ἀκουμποῦσαν τὸ ἕνα μὲ τ’ ἄλλο, τὸ σακάκι ἦταν προσεχτικὰ ριγμένο πάνω τους∙ κι ἀπάνω στὸ σακάκι εἶχε βαλμένες τὶς χοῦφτες του. Δὲν ἵδρωνε τώρα.
Ὁ Ἠλίας σηκώθηκε, μετὰ τὸ δεύτερο τσιγάρο∙ μπῆκε ξανὰ μέσα, κρέμασε τὸ μπουφάν του στὴ ράχη μιᾶς ἀπὸ τὶς καρέκλες τῶν ἐπιτρόπων, δίπλα στὸ παγκάρι, κι ἔκατσε μὲ τὴ μάνα του στὸ πλευρό του καὶ μὲ τὸ γαμπριάτικο σακάκι του ριγμένο στὰ γόνατα.
Ἔνιωθε ἤρεμος τώρα∙ μέλος ἐξίσου τοῦ ἐπουρανίου ἐκκλησιάσματος τῶν ἁγίων καὶ τοῦ γήινου ἐκκλησιάσματος τῶν χωριανῶν. Τὰ γόνατά του ἀκουμποῦσαν τὸ ἕνα μὲ τ’ ἄλλο, τὸ σακάκι ἦταν προσεχτικὰ ριγμένο πάνω τους∙ κι ἀπάνω στὸ σακάκι εἶχε βαλμένες τὶς χοῦφτες του. Δὲν ἵδρωνε τώρα. Ἡ λειτουργία τελείωσε, ἡ κυρα-Γκέλω μετέλαβε, γύρισαν σπίτι καὶ τοῦ μαγείρεψε δυναμωτικὸ βραστό. Ὁ Κωτσομεντὴς τοῦ τηλεφώνησε νὰ δεῖ πῶς εἶναι. Ἡ Βίτω καὶ ἡ Ντίνα ἦταν στὴν ἐκκλησία καὶ τοῦ ’χαν πεῖ ποὺ λιγοθύμησε ὁ Ἠλίας.
* * *
Ἀργὰ τὴ νύχτα, 25 πρὸς 26 Δεκέμβρη, ἀκούστηκαν χουγιαχτὰ ἀπὸ τὸ Τμῆμα Συνοριακῆς Φύλαξης. Τὰ σκυλιὰ ἄρχισαν ν’ ἀλυχτᾶνε καὶ οἱ χωριανοὶ πετάχτηκαν ἀπ’ τὰ κρεβάτια τους. Ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀφγανοὺς λαθρομετανάστες στὸ κρατητήριο, ἐκείνους ποὺ εἶχαν φέρει ἀπ’ τὴν Ἡγουμενίτσα, εἶχε τραυματίσει βαριὰ ἕναν ὁμοεθνή του βαρώντας τον στὸν τοῖχο καὶ στὸ πάτωμα −οἱ ἄλλοι ἁπλῶς κοιτοῦσαν− καὶ τὸν ἄφησε μισοπεθαμένο μὲς στὰ αἵματα. Τὸ ἀσθενοφόρο ἀπὸ τὸ Κέντρο Ὑγείας τὸν πῆρε καὶ τὸν πῆγε στὰ Γιάννενα.