
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
[...]
Η μάνα με βάφτισε Σαλ από τον Σαλ Πάρανταϊζ – αλλά εγώ προτιμούσα το Σάλλυ. Το φθινόπωρο που έφυγα από το Mεκάνικ Φολς του Μέιν μαζί με όλα μου τα πράγματα –σχεδόν όλα– είχα ζήσει τριάντα δύο χρόνια με το όνομα Σαλ· από το Σαλβατόρε – δεν ήμασταν καν Ιταλοί. Το επώνυμό μας, το δικό μου επώνυμο, είναι Γουέμπ – δεν υπάρχει πιο αγγλοσαξονικό-προτεσταντικό όνομα από το Γουέμπ.
Η μάνα, όπως πολλές γυναίκες που ήταν νέες στη δεκαετία του εξήντα, ονειρευόταν να ζήσει στον δρόμο σαν τον Σαλ Πάρανταϊζ και τον Νιλ Κάσσαντυ: με σεξ, μπέρμπον, βενζενδρίνες και μια Χάντσον του '49 που να τρέχει από τη μια ακτή στην άλλη. Τους διέφευγε, νομίζω, ότι ο Σαλ και ο Νιλ ήταν, αν όχι πέρα για πέρα ομοφυλόφιλοι, τουλάχιστον αμφισεξουαλικοί – δεν υπήρχε χώρος για κοριτσίστικα όνειρα στο On the Road· και, παρ' όλ' αυτά, η μάνα με βάφτισε Σαλ. Λίγα χρόνια προτού έρθω στον κόσμο, η μάνα γνώρισε τον Σκοτ Χέιζλγουντ, που είχε κατάστημα ειδών αλιείας στην ακροποταμιά· ζούσαν, μαζί με δεκάδες άλλους χίπις, σ' ένα φυσιολατρικό κοινόβιο στα δάση του νότιου Μέιν. Όταν το '76 η μάνα έμεινε έγκυος στην αδερφή μου την Άσλι, ο Χέιζλγουντ έφυγε τρέχοντας. Ακόμα τρέχει, δεν τον ξαναείδε από τότε. Το μαγαζί του βρίσκεται στη θέση του αλλά ο Χέιζλγουντ έχει αλλάξει πολιτεία, ίσως τώρα πια να έχει πεθάνει. Όμως η μάνα επαναλαμβάνει συχνά ότι τον βλέπει στο πρόσωπο της Άσλι. Η Άσλι είναι, λέει, φτυστή ο πατέρας της. Εγώ πάλι μοιάζω στη μάνα.
Όλες οι οικογένειες με «διαφορετικά» παιδιά είναι ίδιες· νομίζω ότι είναι ίδια και τα «διαφορετικά» παιδιά. Κι όλοι οι άνθρωποι είναι προβλέψιμοι – εκτός από τις περιπτώσεις όπου είναι εντελώς απρόβλεπτοι
Έναν χρόνο μετά τη γέννηση της Άσλι, η μάνα παντρεύτηκε τον πατέρα. Νομίζω πως, στο τέλος, χώρισαν εξαιτίας μου. Μια φορά, όταν πήγαινα στην πρώτη γυμνασίου, ο πατέρας με έδειρε με τη ζώνη του, από τη μεριά της αγκράφας. Η μάνα, που σιδέρωνε εκείνη τη στιγμή, άρχισε να ουρλιάζει «Άσε ήσυχο το παιδί μου, φονιά, ε φονιά» κι απείλησε ότι θα του πετάξει το σίδερο στο κεφάλι. Ο πατέρας με άφησε ήσυχο κι από τότε αδιαφόρησε εντελώς για μένα. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που είδα τη μάνα να ουρλιάζει και να απειλεί, και μάλιστα κραδαίνοντας το σίδερο του σιδερώματος· συνήθως μιλούσε με πολλούς ευφημισμούς και ψιθύρους –«πρέπει να πάω στο μπάνιο» (κατουριέμαι), «το μεγάλο Κ» (καρκίνος), «διαφορετικός» (ημίτρελος), «ιδιαίτερος» (διανοητικά καθυστερημένος) και «πουλάκι» (πέος)– καθώς και μια ποικιλία από υποκοριστικά σε -άκι και -ούλι. Όλες οι οικογένειες με «διαφορετικά» παιδιά είναι ίδιες· νομίζω ότι είναι ίδια και τα «διαφορετικά» παιδιά. Κι όλοι οι άνθρωποι είναι προβλέψιμοι – εκτός από τις περιπτώσεις όπου είναι εντελώς απρόβλεπτοι.
Πήρα τον δρόμο προς το Πόρτλαντ κι έπειτα οδηγούσα για κάμποση ώρα προς τα νότια, κατά μήκος της ακτής. Έβρεχε· στον ορίζοντα άστραφτε η καταιγίδα. Κρατούσα μηχανικά το τιμόνι, το πόδι απαλά στο γκάζι δεν ταξίδευα για να ανακαλύψω την Αμερική και να δω τα συνταρακτικά τοπία της ενδοχώρας, ούτε αναζητούσα σεξ, μπέρμπον και βενζεδρίνες – αν και, το ομολογώ, το σεξ έπαιζε κάποιο ρόλο στο ταξίδι: έπρεπε να φτάσω στην Τιχουάνα και, πριν απ' αυτό, έπρεπε να ρυθμίσω δυο τρία πραγματάκια.
Την πρώτη μέρα διένυσα καμιά πεντακοσαριά μίλια – σταμάτησα σ' ένα μοτέλ έξω από τη Βαλτιμόρη. Η γυναίκα στη ρεσεψιόν με κοιτούσε περίεργα. Είχε ρεπουμπλικανικό χτένισμα: υπερβολικά ξασμένο, στερεωμένο με λακ· οι Ρεπουμπλικάνοι μού κόβουν το αίμα, ιδιαίτερα όταν είναι γυναίκες. Eυτυχώς στα μοτέλ δεν έχεις πολλά·πάρε δώσε με τη ρεσεψιόν: παίρνεις το κλειδί δίνεις τον αριθμό της πιστωτικής και του αυτοκινήτου (η πινακίδα της Σέβυ γράφει Sally80 κι έχει ζωγραφισμένο ένα κουκουνάρι, σύμβολο του Μέιν)· το επόμενο πρωί αφήνεις το κλειδί σ' ένα μεταλλικό κουτί και φεύγεις για πάντα. Σπανίως μένει κανείς στο ίδιο μοτέλ, εκτός ίσως από τους εμπορικούς αντιπροσώπους και τους πλασιέ.
Η γυναίκα στη ρεσεψιόν με κοιτούσε πάνω από γυαλιά πρεσβυωπίας, και ύστερα χωρίς γυαλιά· ήμουν συνηθισμένος στα περίεργα βλέμματα. Ίσως στο Μέρυλαντ, που είναι ξακουστό για την καβουροσαλάτα και τα ναυτάκια της Στρατιωτικής Ακαδημίας στην Αννάπολη, να απαιτείται περισσότερη ανδροπρέπεια από τη δική μου. Είχα διαβάσει, δεν θυμάμαι πού, ότι η πιο macho πολιτεία είναι η Νότια Καρολίνα με δεύτερη, πράγμα αναμενόμενο, τη Βόρεια Καρολίνα· κι ότι τρίτη έρχεται η Αλαμπάμα. Σύμφωνα μ' εκείνη την κατάταξη, εμείς στο Μέιν είμαστε αδερφές τελειωμένες – να κάτι καλό για μένα.
Μόλις μπήκα στο δωμάτιο στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη: περιεργάστηκα τον εαυτό μου ντυμένο, ύστερα γυμνό· με φαντάστηκα αισθησιακή, ακαταμάχητα θηλυκή ύπαρξη. Το μοναδικό αυθεντικά γυναικείο χαρακτηριστικό που είχα ήταν τα μαλλιά μου: είχα, και έχω, μακριά πυκνά μαλλιά, δεμένα συνήθως σε αλογοουρά. Το στήθος μου ήταν ακόμα υπερβολικά μικρό. Παρ' όλ' αυτά, ακόμα και πριν από την ορμονοθεραπεία, όταν έβγαινα από το μπάνιο, τυλιγόμουν με την πετσέτα όπως οι γυναίκες που θέλουν να κρύψουν το στήθος τους. Τα χέρια μου ήταν πελώρια και είχα σκόρπιες τρίχες στα μπράτσα και στις γάμπες – παλιότερα το αρσενικό τρί- χωμα μου προκαλούσε αηδία· ήθελα να αυτοκτονήσω· έφτυνα τον Σαλ Γουέμπ στον καθρέφτη. Τον τελευταίο καιρό, από τότε που πήρα την απόφαση, έγινα πιο υπομονετικός – σκεφτόμουν: όσα πρέπει να αλλάξουν θα αλλάξουν· το σώμα θα αποκτήσει διαφορετικό σχήμα (ίσως, στην καλύτερη περίπτωση, σχήμα κλεψύδρας), το δέρμα διαφορετική υφή, η φωνή διαφορετική χροιά. Όταν θα κοιτάζω στον καθρέφτη θα βλέπω, επιτέλους, τη Σάλλυ. Το πρωί, μόλις ξύπνησα, έκανα την αντανακλαστική κίνηση που μου θύμιζε ότι ήμουν ένα λάθος. Από δεκαπέντε ή δεκάξι χρονών, μόλις ξυπνούσα έπιανα τα μάγουλά μου με την τρελή ελπίδα ότι δεν θα χρειάζομαι ξύρισμα. Δεν έπιανα μόνο τα μάγουλά μου· εννοείται, έπιανα ό,τι περίσσευε κι έπρεπε να ακρωτηριαστεί. Έχω ακούσει για τρελές ελπίδες σαν τη δική μου: μαύροι που περιμένουν να ξυπνήσουν λευκοί –εφόσον η ζωή των λευκών φαίνεται ευκολότερη (δεν είναι)–, ανάπηροι που περιμένουν να φυτρώσει το κομμένο τους πόδι, φαλακροί που περιμένουν να γεμίσει το κρανίο τους με μπούκλες. Εγώ περίμενα να διορθωθεί το λάθος. Ξέρω ότι πολλοί άνδρες ανησυχούν για το μέγεθος του πέους τους κι ότι κάνουν επεμβάσεις για να το μεγεθύνουν. Εγώ, αντιθέτως, ήθελα να το κόψω.