
Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα Η λάσπη του Χρήστου Αρμάνδου Γκέζου, που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Μελάνι.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
[...]
Θα της χτυπήσω την πόρτα και, αφού προηγηθούν οι αντιδράσεις που επιβάλλει η απρόσμενη επιστροφή ύστερα από μια βίαιη φυγή/απουσία δέκα μηνών –γιατί το έκανες γιατί–, θα της πω ηρέμησε, ηρέμησε τώρα, έλα, προσπάθησε να με καταλάβεις ή, αν δεν μπορέσεις να με καταλάβεις ούτε εσύ, προσπάθησε τουλάχιστον να εκφράσεις μια προσποιητή συγκατάβαση, έλα, αύριο έχω γενέθλια, κλείνω τα είκοσι οχτώ, θυμάσαι; έχω γενέθλια και θέλω να κάτσουμε οι τρεις μας γύρω από το τραπέζι να πούμε δυο κουβέντες, ίσως να φάμε κι από ένα κομμάτι τούρτα, κι ύστερα θα πάω γραμμή στο τμήμα να παραδοθώ. Μέχρι μεθαύριο, βέβαια, υπάρχουν μπόλικα τετραγωνάκια που πρέπει να μουτζουρωθούν στη λίστα, μπόλικα τικ που πρέπει να χαραχτούν με επιμέλεια και προσοχή στο χαρτί, αλλά εντάξει, δεν βιαζόμαστε, τόση υπομονή έκανες τόσους μήνες και τόσα χρόνια, λίγη ακόμα βροχή στο μουσκεμένο πετσί δεν θα κάνει διαφορά –παχύ έντερο, στομάχι, οισοφάγος, λάρυγγας, στοματική κοιλότητα–, ίσα ίσα αυτό το χρονικό διάστημα των δύο και κάτι ημερών που θα περάσεις ξανά στην Αθήνα μετά από έναν περίπου χρόνο μπορείς να το παίξεις στα χέρια σου όπως ένα παιχνίδι που είχες χάσει για καιρό και μόλις το ξαναβρήκες εντελώς τυχαία κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ, παραλείποντας όσο γίνεται κι όσο σου επιτρέπει αυτό το κάρβουνο που κουβαλάς στους ώμους σου ότι πρόκειται για ένα βρόμικο παιχνίδι, για έναν ξύλινο καρυοθραύστη που κυλίστηκε στα χώματα και στις πέτρες και ίσως το έχεσε ζεστά ζεστά και κάνας σκύλος αλλά εντάξει, δεν παύει να είναι ένα παιχνίδι που μπορείς να το κουλαντρίσεις μέχρι να περάσει σχετικά/περίπου ευχάριστα η απαραίτητη ώρα και να, κάθε ιατρείο έχει τον διάδρομο της αναμονής του, περιμένεις στον τεράστιο γωνιακό δερμάτινο καναπέ μαζί με τους άλλους καθισμένος σταυροπόδι και παλεύοντας να αποφύγεις το ιεροεξεταστικό βλέμμα του κωλόγερου που ο βήχας κοντεύει να του σφηνώσει στον τοίχο τη μασέλα και προσπαθώντας με τη μπλούζα σηκωμένη μέχρι τη μύτη να μετριάσεις την ξινή χιλιοξεπλυμένη μυρωδιά αμμωνίας και κάτουρου, όμως πάντα περιμένεις, διαβάζοντας περιοδικά με εκτενή άρθρα για τη διπλοτριπλή σταυροβελονιά και χαζεύοντας διαφημίσεις στην τηλεόραση για το τελευταίο ψωμί του τοστ χωρίς γλουτένη και με 16.7 % λιγότερα συντηρητικά, πάντα περιμένεις γιατί σου είπαν πως υπάρχει ένας μάγος τυλιγμένος στα λευκά πίσω από την πόρτα που ίσως ακουμπήσει πάνω σου το χέρι του και ίσως ίσως ίσως σε κάνει καλά, ένας μάγος που σχεδόν πάντα αποδεικνύεται ένα παιδάκι που βρέθηκε κατά λάθος στο δωμάτιο κι είπε να σπάσει λίγη πλάκα, όμως έλα, πάμε, πάμε, συγκεντρώσου γιατί θα βρεθείς σε κανένα άκυρο σοκάκι και μετά θα έχουμε άλλα, άντε, κοντεύουμε, κοντεύουμε, μην ξεχνιέσαι.
Αυτό το κλειδαράδικο δεν υπήρχε εδώ πέρα, πού πήγε το ανθοπωλείο, της είχα πάρει κάτι τουλίπες από εδώ μια φορά –τι θα πει κι αυτή όταν θα έρθει η ώρα της, άλλο τικ εκείνο, άσ’ το, έχουμε ακόμα για εκεί, ένα ένα, πώς αλλιώς θα γίνει η δουλειά, τώρα προέχει το σπίτι και μετά η μικρή και μετά η Γκένα· αλλά κι εγώ, τι να της πω κι εγώ, δεν γινόταν προφανώς να μείνω μετά απ’ αυτό κι ούτε υπήρχε κάποιο νόημα στο να την ενημερώσω, θα μπορούσα φυσικά να το είχα παίξει τρελός και σε λιγότερο από έναν χρόνο να ήμουν έξω όμορφα κι ωραία και να ξεκινούσα όπως λένε από την αρχή τη ζωούλα μου, αλλά τι να το κάνεις: πόσο διαφορετικό πιάτο μπορείς να μαγειρέψεις όταν έχεις μπροστά σου τα ίδια υλικά και τα ίδια σκεύη και τα ίδια αλλά μήπως να έτρωγα κάτι, πέρασε η ώρα, όχι, όχι, σκέφτεσαι καλύτερα όταν δεν τρως, σκέφτεσαι καλύτερα χωρίς αυτό το ακατάβλητο γαμψώνυχο φλεγόμενο μωρό μες στην κοιλιά σου. Έλα, φτάνουμε. Στην άλλη όμως, στην άλλη τι να πεις; Λες και θα καταλάβαινε, δεν ξέρω, όμως η μάμη τι κάνει ή τι έκανε όλον αυτόν τον καιρό, να είναι στη Μεθενιά ή στο Δρεπένι, πώς να τα πέρασε τα βράδια μόνη της στο μπαλκόνι βλέποντας τα αυτοκίνητα να περνούν και μιλώντας με τη Γκένα στο τηλέφωνο τι καιρό κάνει τι έφας σήμερα και λοιπά και λοιπά, ή στο μισογκρεμισμένο και λιωμένο από τον χρόνο σπίτι στον λόφο να αγναντεύει τη θάλασσα να αγναντεύει τα δέντρα και λοιπά και λοιπά;
[...]