Προδημοσίευση από τη νουβέλα Το σπίτι του Γιώργου Μητά, που κυκλοφορεί στις 20 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Κίχλη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
[...] ΤΡΙΤΗ
Ἔξω στὸν ἥλιο. Ὀκτώμισι τὸ πρωί, μ’ ἕναν καταγάλανο οὐρανὸ πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι μου κι ἕνα ἁπαλὸ βοριαδάκι νὰ χαϊδεύει τὸ πρόσωπό μου, κατηφόριζα τὸ μονοπάτι μὲ προορισμὸ τὸ λιμάνι. Νωρίτερα, στὴν κουζίνα, εἶχα ἀπολαύσει ἕνα βασιλικὸ πρωινό − οἱ οἰκοδεσπότες μου μέχρι στιγμῆς τηροῦσαν τὸν λόγο τους κατὰ γράμμα. Ἀμέσως μετὰ εἶχα βάλει τὸ σημειωματάριο στὴν τσάντα καὶ εἶχα ξεπορτίσει βιαστικά, χωρὶς νὰ συναντήσω κανέναν ἀπὸ τοὺς δύο. Τώρα κατέβαινα στὸ νησί, νὰ περιηγηθῶ τὰ ἀγαπημένα στενὰ καὶ νὰ «κυνηγήσω» τὴν ἱστορία μου.
Ἡ θάλασσα στὸ βάθος ἦταν ταραγμένη, ἕνα ὑπέροχο μπλὲ τοῦ κοβαλτίου στεφανωμένο μὲ λευκοὺς ἀφρούς. Γύρω μου τὸ τραγούδι δεκάδων ἀόρατων πουλιῶν θρυμμάτιζε τὴ γαλήνη τοῦ πρωινοῦ. Εὐωδιαστὲς ριπὲς ἀέρα, κουβαλώντας τὴν ἁλμύρα τοῦ πελάγους, ἑνώνονταν μὲ τὴ μυρωδιὰ τῆς συκιᾶς. Εἶχα τὰ μάτια μισόκλειστα ἀλλὰ τὴν προσοχή μου τεταμένη, ἀντιμέτωπος μὲ τὴν πρωινὴ ἀντηλιὰ καὶ τὸ σαθρὸ μονοπάτι. Ἕνα ρωμαλέο, παρατεταμένο γκάρισμα κάπου κοντὰ παραλίγο νὰ μὲ κάνει νὰ χάσω τὴν ἰσορροπία μου.
Τὸ λιμάνι ἦταν ἔρημο, ἀγνώριστο σὲ σχέση μὲ τὴν καλοκαιρινή του εἰκόνα. Ἐλάχιστοι θαμῶνες κάθονταν στὰ καφὲ τῆς ἀποβάθρας, ἐνῶ τὰ τουριστικὰ μαγαζιὰ καὶ τὰ ἑστιατόρια ἦταν κλειστά. Οἱ διαβάτες μετριοῦνταν στὰ δάχτυλα τοῦ ἑνὸς χεριοῦ. Ἀπορρίμματα, οἰκοδομικὲς ἐργασίες καὶ δυσάρεστες ὀσμὲς ὁλοκλήρωναν τὴν ἀποκαρδιωτικὴ εἰκόνα. Ὡστόσο, τὰ ψαράδικα καΐκια στὸ κέντρο τῆς Σκάλας ἦταν ὅπως πάντα ἐκεῖ∙ σκυμμένες πάνω ἀπὸ τὴν κουπαστή, κάμποσες γυναῖκες ξεδιάλεγαν παζαρεύοντας ψάρια ποὺ ἀκόμα σπαρταροῦσαν, ἐνῶ, λίγο πιὸ πίσω, οἱ γάτες περίμεναν ὑπομονετικὰ τὴ σειρά τους.
Χώθηκα στὰ στενὰ ἀφήνοντας πίσω μου τὸν κρύο ἀέρα καὶ τὴν ἀφιλόξενη εἰκόνα τοῦ λιμανιοῦ. Ὅταν πέρασα τὴν πρώτη σειρὰ τῶν σπιτιῶν, τὰ πάντα ἄλλαξαν. Μεσόκοποι ἄντρες κουβέντιαζαν στὸν δρόμο, πιτσιρίκια ἔτρεχαν πάνω κάτω, ἡλικιωμένες γυναῖκες σκούπιζαν στὰ κατώφλια. Στὰ μανάβικα, μὲ τὰ καφάσια ξέχειλα ἀπὸ λαμπερὰ φροῦτα, καὶ στοὺς φούρνους, μὲ τὴ μυρωδιὰ τοῦ ζεστοῦ ψωμιοῦ, ἔπιανα στὸν ἀέρα φράσεις καὶ λέξεις ἀπὸ μιὰ γλώσσα ποὺ δὲν ἦταν ἡ ἑλληνική. Κανεὶς δὲν βιαζόταν, μιὰ ραθυμία ἁπλωνόταν παντοῦ − ἕνας διαφορετικός, ἤρεμος κόσμος.
Πιὸ πάνω οἱ διαβάτες ἀραίωσαν. Τὸ τοπίο ἄδειασε, ἀλάφρυνε, λὲς καὶ γλίστρησε ἔξω ἀπ’ τὸν χρόνο: οἱ μεγάλοι μαντρότοιχοι ἔκρυβαν γιγάντια φοινικόδεντρα καὶ θαλεροὺς εὐκαλύπτους∙ βουκαμβίλιες ἔγερναν φορτωμένες μὲ ἄνθη πάνω ἀπὸ ξύλινες πόρτες∙ πιθάρια, γλάστρες καὶ τενεκέδες βαμμένοι σὲ ἔντονα χρώματα στόλιζαν μὲ τὸ πολύχρωμο φορτίο τους προσόψεις σπιτιῶν, ἀδιέξοδα καὶ ταράτσες. Τὰ λιθόστρωτα δρομάκια ἀνηφόριζαν καὶ χάνονταν σὲ πυκνοχτισμένους λόφους, ἀνάμεσα ἀπὸ αἰωνόβια πεῦκα.
Μὲ τὶς αἰσθήσεις μου χορτασμένες, ἔχοντας λησμονήσει πρὸς στιγμὴν τὴν ἀποστολή μου, κάθισα νὰ ξαποστάσω στὴν ἄκρη ἑνὸς πεζουλιοῦ. Τὸ πλάτωμα μπροστά μου ἦταν ἔρημο, οἱ πέτρινες ἐπιφάνειες ἄστραφταν κάτω ἀπ’ τὸ σκληρὸ φῶς. Μισόκλεισα τὰ μάτια − ἕνα ἔντομο βούιζε πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου...
Καὶ τότε κάτι σάλεψε στὸ ὀπτικό μου πεδίο. Μιὰ παράξενη κίνηση, ἀπὸ τὴν ἄκρη δεξιὰ πρὸς τὸ κέντρο τῆς εἰκόνας, τράβηξε τὴν προσοχή μου: μιὰ γάτα μὲ ὄμορφο καφὲ τρίχωμα προσπαθοῦσε νὰ διασχίσει τὸ μικρὸ πλάτωμα. Τὸ δεξί της πίσω πόδι ἦταν μισό, ἐνῶ τὸ μπροστινὸ ἀριστερὸ ἔλειπε ἀπὸ τὴ ρίζα∙ τελείως κολοβὴ ἦταν καὶ ἡ οὐρά. Τὸ μικρὸ αἰλουροειδὲς τρέκλιζε κι ἔπεφτε σὲ κάθε του βῆμα, κερδίζοντας μία μία σπιθαμὴ μὲ ἀγωνία καὶ κόπο∙ ἕνα μακάβριο κουτσὸ ἐκτυλισσόταν μπροστὰ στὰ μάτια μου, μέσα στὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ πρωινοῦ.
Σηκώθηκα ταραγμένος καὶ ἀπομακρύνθηκα. Περπάτησα γιὰ λίγο χωρὶς σκοπό, χαμένος στὶς σκέψεις μου, μὲ συναισθήματα μπερδεμένα καὶ σκοτεινά.
Τρεμοπαίζοντας μέσα στοὺς ἰριδισμοὺς τοῦ φωτός, ἀπρόσκλητη, ἐμφανίστηκε τότε μιὰ παράξενη κουστωδία: ἡ ἀκρωτηριασμένη γάτα ποὺ εἶχα λίγο πρὶν ἀντικρίσει προπορευόταν παραπαίοντας∙ πίσω της κυλοῦσε τὸ ἁμαξίδιο τοῦ Κάλφογλου∙ ἕνας νάνος μὲ πηδηχτὸ βάδισμα καὶ μοχθηρὰ μάτια ἀκολουθοῦσε, ἐνῶ τελευταῖος, μειδιώντας, σφίγγοντας τὶς ἀτροφικὲς γροθιές του, ἐρχόταν ὁ ἥρωας τῆς ἱστορίας μου. Περνώντας ἀπὸ μπροστά μου, στράφηκε καὶ μὲ κοίταξε. Πρόλαβα νὰ δῶ, γιὰ μιὰ στιγμή, τὸ πρόσωπό του − ὕστερα ἡ θλιβερὴ παρέλαση ἔσβησε καὶ χάθηκε σὰν ἀντικατοπτρισμὸς ὅταν φυσήξει δροσερὸ ἀεράκι.
[...]