
Προδημοσίευση από τη νουβέλα Ενυδρείο, του Γιώργου Κουτσούκου, που θα κυκλοφορήσει εντός των προσεχών ημερών από τις εκδόσεις Κίχλη.
Σωκράτους
18 Μάη τοῦ 2011. Ἡ Ἀθήνα εἶχε ἀγριέψει πολύ, ἀγάπη μου. Ἔμοιαζε μὲ γάτα κλεισμένη σὲ τσουβάλι, ποὺ ξέσκιζε ὅσους ἦταν ἐγκλωβισμένοι μαζί της.
Στὶς ἕντεκα καὶ κάτι τὸ πρωί, ἕνας πανύψηλος καὶ κοκαλιάρης μαῦρος παραπατοῦσε στὴ Σωκράτους, προσπαθώντας νὰ κρατηθεῖ ὄρθιος. Πίσω του ἄφηνε κηλίδες αἵματος. Ἔσταζαν ἀπὸ τὰ μπατζάκια τοῦ φαρδιοῦ παντελονιοῦ του. Μιὰ γυναίκα οὔρλιαξε. Ἕνας πλανόδιος ἔσπρωξε τὸν μαῦρο γιὰ νὰ μὴν πέσει πάνω στὸν πάγκο μὲ τὸ ἐμπόρευμά του. Ὁ μαῦρος τρέκλισε.
«Τώρα θὰ σωριαστεῖ στὴ μέση τοῦ δρόμου», σκέφτηκα.
Ἰσορρόπησε. Φώναξε κάτι στὴ γλώσσα του καὶ συνέχισε τὴ ματωμένη πορεία του. Οἱ περαστικοὶ ἔκαναν στὴν ἄκρη νὰ περάσει.
«Ρὲ παιδιά, ἕνα ἀσθενοφόρο», φώναξε κάποιος.
«Ἀφῆστε τὸ παλιόσκυλο νὰ ψοφήσει», ἔφτυσε ἕνας γέρος.
«Νὰ πᾶνε στὴ χώρα τους νὰ τὰ κάνουν αὐτά», τσίριξε μιὰ πενηντάρα μὲ βαμμένο κορακίσιο μαλλί.
Ὁ τραυματισμένος ἄρχισε νὰ κάνει ζὶγκ ζάγκ. Μιὰ στὸ πεζοδρόμιο, μιὰ στὸ δρόμο. Τελικὰ ἔστριψε στὴν Ἰκτίνου καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὸ ξενοδοχεῖο μὲ τὶς τραβεστί. Δυὸ ξανθιὲς μὲ σκληρὰ χαρακτηριστικά, ψηλοτάκουνα καὶ δερμάτινες μίνι φοῦστες ἦταν καθισμένες στὴν εἴσοδο, πάνω σὲ πλαστικὰ σκαμπό. Σηκώθηκαν, τὸν ἔπιασαν ἀπὸ τὰ μπράτσα καὶ τὸν ἔμπασαν στὸ ξενοδοχεῖο. Σὰν νὰ τὸν περίμεναν.
« Ἐκεῖ μέσα ἢ θὰ τὸν βοηθήσουν ἢ θὰ τὸν ἀποτελειώσουν», σκέφτηκα.
Κοντοστάθηκα. Μιὰ χοντρούλα, ροδαλὴ καὶ μοσχομυριστή, πέρασε ἀπὸ μπροστά μου, κατευθυνόμενη πρὸς τὴ Βαρβάκειο. Τὴν πῆρα ἀπὸ πίσω. Ἤθελα νὰ ξεχάσω τὴν προηγούμενη σκηνή. Καθὼς περπατούσαμε στὸ στενὸ πεζοδρόμιο, ἐκείνη μπροστὰ κι ἐγὼ πίσω, ἡ Σωκράτους ξετυλιγόταν γύρω μας: μαγαζιὰ μὲ ἐποχιακὰ εἴδη, κινέζικα ποὺ πουλοῦσαν χύμα ρολόγια καὶ βεντάλιες, ἀβγουλάδικα, περιπλανώμενοι Ἀσιάτες καὶ Ἀφρικάνοι, τσιγγάνοι μὲ λαμὲ πουκάμισα, γέροι ποὺ πήγαιναν στὴν ἀγορὰ νὰ ψωνίσουν, ἑτοιμόρροπα κτίρια τοῦ Μεσοπολέμου ποὺ τὰ στήριζαν ἰσόγεια καταστήματα μεταναστῶν, τζάνκια, δημοτόμπατσοι, τουρίστες χαμένοι... Ἕνας ἀχταρμὰς ποὺ μέσα του κολυμποῦσα, παρέα μὲ τὴ μοσχομυριστὴ χοντρούλα. Τὴν προσπέρασα μπροστὰ σ’ ἕνα ἀβγουλάδικο, ποὺ εἶχε παρατάξει σὲ δύο πάγκους στὸ πεζοδρόμιο τὰ καφετιὰ καὶ τ’ ἄσπρα ἐμπορεύματά του.
«30 χρόνια πρωτοπορία στὴν ἀβγοπαραγωγὴ» ἔγραφε ἡ ταμπέλα τοῦ καταστήματος. Ἄφησα τὸ πορτοφόλι νὰ πέσει μπροστὰ στὸν πάγκο μὲ τὰ καφετιὰ ἀβγά.
«Κύριε, κύριε».
«Σ’ ἐμένα μιλᾶτε;» στράφηκα πρὸς τὸ μέρος της.
«Ναί, σὲ σᾶς», δὲν ἔλεγε νὰ μπεῖ στὸ θέμα. Εἶχε μαζέψει τὸ πορτοφόλι ἀπὸ κάτω καὶ τὸ βαστοῦσε στὰ χέρια της.
«Κρατᾶτε τὸ πορτοφόλι μου», τῆς χαμογέλασα.
«Σᾶς ἔπεσε. Ὁρίστε», μὲ πλησίασε.
«Εἶστε πολὺ καλή», τῆς εἶπα. Αἰσθανόμουν πολὺ ἄνετα μὲ τὴν κοπέλα αὐτή, λὲς καὶ γνωριζόμασταν χρόνια.
«Σᾶς εὐχαριστῶ, εἶστε εὐγενικός», εἶπε καὶ μοῦ φάνηκε πὼς κοκκίνισε.
«Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ καλή, εἶστε καὶ θλιμμένη», συνέχισα.
«Ἔτσι εἶναι», μοῦ χάρισε ἕνα χαμόγελο γεμάτο εὐγνωμοσύνη μετὰ τὸ πρῶτο ξάφνιασμα. Ἤμουν ὁ ἄγνωστος ποὺ τὴν καταλάβαινε. «Ἐπιτέλους!» σήμαινε αὐτὸ τὸ χαμόγελο.
«Κατεβήκατε γιὰ ψώνια;» ἔδειξα πρὸς τὴ Βαρβάκειο.
« Ὄχι, ἁπλὰ ἤθελα νὰ περπατήσω», εἶπε συνεσταλμένα. Ἡ ντροπαλοσύνη της εἶχε τὴν ἀπόχρωση τοῦ παθητικοῦ φλέρτ.
«Δῶστε μου τὸ χέρι σας», ἅπλωσα τὸ δεξί μου πρὸς τὸ μέρος της.
Κοίταξε, προσποιητὰ ἔντρομη, τὸ τεντωμένο μου χέρι καὶ μοῦ εἶπε αμήχανα:
«Τὸν εἴδατε τὸν μαῦρο ποὺ αἱμορραγοῦσε;».
«Δὲν τὸ ἔκανα ἐγώ», τὴ διαβεβαίωσα.
« Ὤ, μὰ ἤμουν βέβαιη», παραδόθηκε. Ἔπιασε τὸ χέρι μου καὶ ἔσκασε ἕνα χαρούμενο γελάκι. Σὰν νὰ ἄνθισε. Τῆς τὸ εἶπα καὶ ξανάνθισε.
Τελικὰ καθίσαμε κάμποση ὥρα ἐκεῖ, πιασμένοι χέρι χέρι, νὰ συζητᾶμε γιὰ τὸν τραυματισμένο, γιὰ τὴν Ἀθήνα, γιὰ τὴ ζωή μας. Φυσικὰ δὲν ἰσχυρίζομαι ὅτι ἡ κοπέλα μ’ ἐνθουσίαζε, ἀλλὰ τουλάχιστον ἡ παράσταση ποὺ δίναμε ἦταν ἀξιοπρεπής. Αὐτὸ θεωρῶ. Δίναμε παράσταση, ἐκ τῶν πραγμάτων, μπροστὰ σ’ ἕνα πλῆθος ἀβγῶν, ἔχοντας ταυτόχρονα πλήρη ἐπίγνωση τοῦ πόσο εὔθραυστο ἦταν τὸ κοινό μας. Δὲν εἴχαμε ψευδαισθήσεις. Καὶ ὅταν ἕνας ἀγροῖκος ἐμφανίστηκε ξαφνικὰ καὶ ἀγόρασε ἑκατὸν ὀγδόντα ἀπὸ τοὺς θεατές μας, ἡ μαγεία χάθηκε. Τὰ χέρια μας χώρισαν. Ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ τέλους μιᾶς σχεδὸν τυχαίας συνάντησης.