Προδημοσίευση δύο ποιημάτων του Γιώργου Κ. Ψάλτη από τη συλλογή Παναγιές Ελένες που θα κυκλοφορήσει εντός των ημερών από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Αξιοπρέπεια
Πρέπει επειγόντως να αποκοπεί το «πρέπει»
από την αξιοπρέπεια, τώρα
που βλέπω έναν ήλιο –χρυσό μέσα στη σκόνη–
να φέρνει χιόνι
στο επάργυρο χερουβείμ που γυάλισα το πρωί, δώρο –
ηττημένων Χριστουγέννων– από έναν κεραμοποιό
που έφτιαχνε αγάλματα και τα έθαβε στο χώμα· έδειχναν παλιά,
και τα πουλούσε. Τα απογεύματα
περίμενε μία Μαρία στην παραλία·
την είδε ακίνητη στην άμμο, παντρεύτηκαν,
έκαναν τρεις γιους που πλούτισαν καλά, εκείνη,
χήρα πια, διασκεδάζει σπάζοντας πήλινα περιστέρια –
ύστερα, ακουμπάει με απορία στην παλάμη το μάγουλό της
και μειδιά.
Ποτέ δεν κάνουν το καθήκον – ξανθά μαλλιά,
αποθηκευμένες παραβολές,
ράβδοι χρυσού, σπίτια, ονόματα και τίτλοι·
παράξενο, διότι η αξιοπρέπεια, αιώνες τώρα –
πολύ πριν γίνει λέξη– ήταν η αρετή,
αυτού που διέκριναν οι πολίτες ως ισοβαρή.
Λαμπροκλή ονόμασε τον πρώτο γιο του ο Σωκράτης,
αριστοκρατική τιμή
στην επιφάνεια του πεθερού του – διέκρινε η Ξανθίππη
πως έπρεπε να επιβάλλεται απρόσωπα,
ή να ξεχωρίσει· Σωφρονίσκο τον δεύτερο,
για τον πατέρα του, που ως λιθοξόος
υπάκουε στη γεωμετρία των αρχιτεκτόνων· Μενέξενο
τον τρίτο, λόγω άγνωστης συνοχής.
Ο κεραμοποιός είχε και μια κόρη,
την Ελένη· αυτή μου έστειλε το χερουβείμ.
Mια κουβέντα
Ξέρω δυο νησάκια και το
βλέμμα σου σταματημένο ανάμεσά τους
μέχρι να φύγει για τους πλόες που πρώτη μάς έτεινε η Ελένη,
από το θολό ανάκλιντρο, λίγο πριν κάθε μεσάνυχτα,
όταν ίσως είχε σύννεφα στην κορυφογραμμή,
πίσω από τις κουρτίνες.
Ξέρω να καταλαβαίνεις τρυφερό
τον πόνο, στο όριο της πόρτας – εκείνου
και της γυναίκας με το λεπίδι ως ομορφιά·
την άνοιγες γυρνώντας από το σχολείο,
την έβρισκες τυλιγμένη σε μια αγκαλιά
που δυσκόλευες όσο πιο στρογγυλά μπορούσες.
Ξέρω
τις είκοσι εφτά σου προσευχές στα άστρα που κρατούσε η Μαρία
ξαπλωμένη στο άδειο της κρεβάτι μ’ ένα βιβλίο στο στήθος
ενώ έπαιζες βιολί για να ακούς πιο καθαρή
την ανθρώπινη φωνή προσμένοντας τη βροχή να σκουπιστεί
από τον ήλιο που κρυβόταν μες στα ρούχα που φόρεσες παιδί.
Ξέρω επειδή σήμερα έσπασα το τασάκι
στο οποίο έσβηνα τις στάχτες των ποιημάτων τα τελευταία εννέα χρόνια
και επίσης πριν φύγω για το σπίτι
με τα χρωματισμένα γυαλιά που ραγίζουμε οικογενειακώς κάθε Χριστούγεννα
με δάγκωσε επειδή πόνεσε ο γέρικός μου σκύλος.
Ξέρω την ασπρόμαυρη ταινία που μικραίνει το δρόμο που έχεις διαλέξει·
σε έναν καθρέφτη
το δεξί σου προφίλ ανοιγοκλείνει τα μάτια και το στόμα
καθότι έπαψες να πιστεύεις στο όνομά σου, διότι
το χρησιμοποιούσες καθημερινά – παρότι δεν σε είπες ποτέ έτσι.
Ξέρω πώς μάλλον είναι η κόλαση:
ξαφνικά να μην μπορείς να αισθανθείς·
η απόλυτη τιμωρία, μεσοτοιχία με τον παράδεισο –
στο σύνολο μιας μουσικής
που μορφώνει τη διεύθυνση της αισθητικής μας
προς τρόπους που μας φέρνουν σε νεκροταφεία
όπου βρίσκουμε άδειο τον τάφο
της πρώτιστης γιαγιάς Άννας.