
Προδημοσίευση έξι ποιημάτων του Χρίστου Παπαγεωργίου από τη συλλογή Κρύβε Λόγια που θα κυκλοφορήσει εντός των ημερών από τις εκδόσεις Κίχλη.
Ὁ καιρὸς
Καὶ πάλι μουχρώνει ὁ καιρὸς
Ὥρα ὅπως οἱ πολικὲς ἀρκοῦδες
Γιὰ χειμερία νάρκη
Πίσω ἀπ' τὰ προσωπικὰ προβλήματα
Τὰ γεγονότα τοῦ Δεκέμβρη
Τοὺς ἀπεργούς, τὶς κόκκινες σημαῖες
Τὰ κλόμπ, τοὺς τρομονόμους
Θὰ βρέξει σίγουρα στὰ ὀρεινὰ
Γιατὶ ὁ καιρὸς ἄγριος ὅσο ποτὲ
Θὰ κυλήσει πάνω ἀπ' τὴν πόλη
Σὰν ταχυδρόμος εἰδήσεων κακῶν
Σὰν πολικὴ ἀρκούδα
Σὰν ἐμένα
Τὸ ἀθῶο σπουργίτι ποὺ τσιμπολογᾶ
Τὰ ψίχουλα στὸ περβάζι τοῦ παραθύρου.
Ἀπρόσεχτα
Ἀπρόσεχτα γύρισα τὸ ποτήρι
Ἔσπρωξα τὸ ψωμὶ
Γεύτηκα τὴν ἁλμύρα
Ἀνάγκασα τοὺς νεκροὺς νὰ ἐγερθοῦν
Πρὶν κοιμηθοῦμε νοστάλγησα
Τὴ βόλτα μὲ τὰ ἄλογα
Ξυπνήσαμε νύχτα μὲ δόντια
Παρακάλεσα τοὺς νεκροὺς νὰ ἀμυνθοῦν
Δραπέτευσα ἀπὸ τὴ σκόνη τοῦ δρόμου
Στὸ ἀχανὲς νεκροταφεῖο
Ἄναψα τὸ καντήλι στὸ ὕψος
Ἔσπρωξα τοὺς νεκροὺς πρὸς τὸν γκρεμό.
Ἀπρόσεχτα βίωσα στὸ πετσί μου
Τῶν νεκρῶν τὴν ὑπέροχη σιωπή.
Ὁ λύκος
Ἀνεβαίνουμε μαζὶ στὸ βουνὸ
Νὰ ἀναπνεύσουμε
Νὰ χαροῦμε τὴ φύση
Νὰ μᾶς χτυπήσει ὁ παγωμένος ἀγέρας
Στὸ πρόσωπο.
Κατεβαίνω μόνος
Καθὼς ἐρωτεύεσαι τὸ λύκο
Κι ἀποφασίζεις νὰ ζήσεις μαζί του
Στὸ ὄμορφο περιβάλλον
Χωρὶς βιβλία.
Ἀνεβαίνουμε μαζὶ κατεβαίνουμε χώρια
Μέχρι ποὺ μιὰ μικρὴ ἀλεπουδίτσα
Μᾶς ἀποκάλυψε
Τί στ' ἀλήθεια ὁ λύκος ζητοῦσε καὶ
Τὶς σκέψεις στὸ πίσω μέρος τοῦ κεφαλιοῦ του.
Μισὴ δραχμὴ
Μὲ ἀπόσταση πενήντα χρόνων
Παρακολουθῶ τὸ θεῖο μετὰ τὸ ὀχτάωρο
Ἀνοιξιάτικο δειλινὸ στὴν πόλη
Ἡ τσέπη μισὴ δραχμὴ
Πέντε χιλιόμετρα δρόμος μέχρι τὸ χωριὸ
Βόλτα στὸ λιμάνι προσευχὴ στὴν πλατεία
Ἡ Αὐγὴ κρεμασμένη στὸ περίπτερο κρυφὴ ματιὰ
Νά σου ὁ Βαγγέλης ὁ Ἔξαρχος
Φίλος, οἰκογενειάρχης, καλὸ παιδὶ
Λόγια, γκριμάτσες, παράπονα, ἄνεργος
Ζητᾶ μισὴ δραχμὴ
Τὸ λεωφορεῖο μέχρι τὸ χωριό, δὲν ἔχει
Ὁ θεῖος ψάχνεται
Ἡ τσέπη μισὴ δραχμὴ καὶ τὴ δίνει
Ὁ ἄλλος τοῦ φιλᾶ τὰ χέρια
Καθὼς δὲν ξέρει
Πὼς θὰ ἀνέβει ἐκεῖνος μὲ τὰ πόδια στὸ χωριὸ
Χωρίζουν
Τὰ πρῶτα μέτρα τὰ σφυρίζει ἕνα σκοπὸ
Στὸ μέσον τῆς διαδρομῆς ἀνάβει ἕνα τσιγάρο
Καὶ μόλις βάζει τὸ κλειδὶ στὴν πόρτα
Δὲν κόβει τὴν πράξη του γιὰ φιλανθρωπία.
Μὲ ἀπόσταση πενήντα χρόνων
Τὸν μιμοῦμαι καὶ κάνω τὴν ἴδια πορεία
Γιὰ νὰ ἀντιληφθῶ τὸ μέγεθος
Τῆς ματαιοπονίας του.
Ἑλενάκι
Δὲν κατασκευάζω Δούρειο Ἵππο
Γιατὶ ἁπλούστατα δὲν εἶμαι ὁ Ὀδυσσέας
Δὲν μισῶ κανέναν βασιλιὰ καὶ τὸ λαό του
Δὲν πολιορκῶ καμία Τροία
Δὲν παριστάνω τὸν πολυμήχανο.
Τὸ μόνο ποὺ πολιορκῶ μὲ δικές μου μεθόδους
Εἶναι τὸ Ἑλενάκι
Μικρούλικο, ναζιάρικο, μελαχρινούλι, τοσοδούλικο
Καὶ τὸ κυριότερο
Πουτανίτσα.
Ὀξυγόνο
Βλέπω τὸ σῶμα μου νὰ ἀναπνέει
Τὸ βρώμικο ὀξυγόνο τῆς πόλης
Πίσω ἀπὸ σκοτεινὰ μονοπάτια
Ἐμετικὰ
Μέσα σὲ ταβέρνες ποὺ ζέχνουν
Ἐνοχικὰ
Γιὰ ἀπόπειρες κηλιδωμένες
Πίσω ἀπὸ γρίλιες γκρίζων παραθύρων
Μὲ τὴν προσθήκη τῆς οὐτοπίας
Διαβάζοντας γιὰ μετανάστες ποὺ αἱμορραγοῦν
Γιὰ ἄστεγους στὸ κεραμίδι
Πρὶν πεινασμένους στὴ λύσσα
Δραματικὰ
Ὑποθέτω κι ἄλλα κορμιὰ μὲ κοιλιὲς
Γεμάτα ὑπαινιγμοὺς καὶ συμπτώματα
Δαρμένα ἀπὸ βροχὴ καὶ χιονόνερο
Ὑποταγμένα στὴν τροχιὰ τῆς ἀνισορροπίας
Ἀνασυρμένα ἀπὸ παλιὸ ἄλμπουμ φωτογραφιῶν
Συνειδησιακὰ
Ἀναπνέω τὸ βρώμικο ὀξυγόνο τῆς πόλης
Σπρωγμένος ἀπὸ βόλι-κιθάρας.