
Προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων Η καρέκλα του κυρίου Έκτορα, της Βάσιας Τζανακάρη, που θα κυκλοφορήσει την Τρίτη 8 Απριλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Περίπτερο
Κάνει κρύο. Το αερόθερµο δεν κάνει τίποτα. Για σκεπή έχω πακέτα τσιγάρα, σακουλάκια καπνού, ασπιρίνες, στιλό, προφυλακτικά. Μπροστά µου τσίχλες, καραµέλες, σοκολάτες. Το καλοκαίρι οι σοκολάτες τη βγάζουν στο ψυγείο, πλάι στα αναψυκτικά. Τώρα θα ’χουν γίνει ξύλα. Από το στενό παραθυράκι βλέπω ακέφαλα σώµατα αντρών και ασώµατα κεφάλια γυναικών να περνάνε βιαστικά. Όταν πλησιάζουν, µόνο τότε αλλάζει η εικόνα· και πάλι για λίγο. Η αντίληψη της πραγµατικότητας, το ανάστηµα των ανθρώπων, ορίζεται από τις διαστάσεις του παραθύρου µου και από µια µεσογειακή ντιενεϊκή συνθήκη ύψους.
Η βροχή προαναγγέλλει πως από στιγµή σε στιγµή θα προβάλει στο στενό µου παράθυρο, θα σταθεί στην άλλη άκρη του δρόµου, µε το µπλε αδιάβροχό της, θολή και τρεµουλιαστή, φτιαγµένη από νεροµπογιά, σχεδόν ιµπρεσιονιστική. Θα περάσει βιαστικά τον δρόµο και θα τρέξει προς το µέρος µου, το στήθος της θα συγκρουστεί µε τις τσίχλες, τις καραµέλες και τις σοκολάτες και θα µου ζητήσει ένα Marlboro Lights. Η βροχή τής φέρνει κάπνισµα.
Βρέχει. Οι σταγόνες χτυπούν τις τέντες µου, η καθεµιά στον δικό της ρυθµό, ακούγονται σαν µια τζαζ ορχήστρα που αυτοσχεδιάζει, κι εγώ τη σιχαίνοµαι την τζαζ, µου φαίνεται απρόβλεπτη. Όµως την ίδια τη βροχή, µόνη της χωρίς εµπόδια, δεν τη σιχαίνοµαι. Η βροχή προαναγγέλλει πως από στιγµή σε στιγµή θα προβάλει στο στενό µου παράθυρο, θα σταθεί στην άλλη άκρη του δρόµου, µε το µπλε αδιάβροχό της, θολή και τρεµουλιαστή, φτιαγµένη από νεροµπογιά, σχεδόν ιµπρεσιονιστική. Θα περάσει βιαστικά τον δρόµο και θα τρέξει προς το µέρος µου, το στήθος της θα συγκρουστεί µε τις τσίχλες, τις καραµέλες και τις σοκολάτες και θα µου ζητήσει ένα Marlboro Lights. Η βροχή τής φέρνει κάπνισµα.
Σταµάτησε να βρέχει. Σήµερα έµεινα µε το Marlboro Lights στο χέρι. Το αγοράζει ένας παλιός µου συµµαθητής που κάνει πως δεν µε ξέρει. Τόσα χρόνια έρχεται και αγοράζει τα γυναικεία slim τσιγάρα του και κάνει πως δεν µε ξέρει. Όχι ότι ήµουν καµιά διασηµότητα στο σχολείο – παράξενο µε ανέβαζαν, βλαµµένο µε κατέβαζαν. Ακόµα κι οι καθηγητές αυτό σκέφτονταν, αλλά κρύβονταν πίσω από τη βολική έκφραση «καλλιτεχνική φύση». Θα γινόµουν, λέει, ζωγράφος. Ήµουν σίγουρος. Κι ήταν σίγουροι κι εκείνοι. Στο µάθηµα δεν πρόσεχα, χάζευα τα σύννεφα και αποτύπωνα στο τετράδιο της άλγεβρας τα πρόσωπα που σχηµάτιζαν. Θα γινόµουν ζωγράφος, αλλά τελικά έγινα περιπτεράς. Ξέρω. Ακούγοµαι σαν ανέκδοτο.
Μεσηµέριασε. Τα µεσηµέρια µε πιάνει λήθαργος, ίσως επειδή σκέφτοµαι όλους εκείνους που σχολάνε από τις δουλειές τους και γυρίζουν σπίτι. Τρώνε βλέποντας ειδήσεις και κοιµούνται. Σιέστα ως το απόγευµα. Ύστερα, αν είναι Τρίτη, Πέµπτη ή Παρασκευή, κάποιοι επιστρέφουν και ανοίγουν τα µαγαζιά τους. Οι υπόλοιποι θα µείνουν σπίτι και θα δουν ξανά τηλεόραση. Οι περισσότεροι περιπτεράδες έχουν µίνι τηλεοράσεις στριµωγµένες σε κάποιο ράφι δίπλα τους. Αν είχα τηλεόραση, το περίπτερο θα µου φαινόταν ακόµα πιο µικρό απ’ όσο είναι. Άσε που τις εικόνες τις φτιάχνω µόνος µου. Έχω ένα τεφτέρι και σχεδιάζω διάφορα. Πού και πού φέρνω µαζί µου και κάποιο βιβλίο όπου υπογραµµίζω τις φράσεις που µ’ αρέσουν. Και έχω και ραδιόφωνο. Έχω βρει έναν σταθµό που παίζει καλή µουσική. Αν είναι να διαλέξω µια οθόνη, προτιµώ το παραθυράκι µου.
Τώρα ανάµεσα στα ακέφαλα σώµατα και τα ασώµατα κεφάλια βλέπω τον διευθυντή της Εθνικής. Στέκεται στο απέναντι πεζοδρόµιο και µιλάει έντονα µε τον Ζωγράφο. Ο Ζωγράφος έρχεται καµιά φορά και µου κάνει τράκες τσιγάρα. Πού και πού του δίνω ολόκληρα πακέτα. Ξέρω ότι δυσκολεύεται. Καµιά φορά φαντασιώνοµαι πως αλλάζουµε θέσεις, του δίνω το περίπτερο να το δουλέψει εκείνος, κι εγώ πιάνω τα πινέλα του και γίνοµαι τόσο καλός και φτωχός όσο αυτός. Κάποτε είχα πάει σε µια έκθεσή του, πολλά µου άρεσαν, µα δεν αγόρασα τίποτα – ίσως ζήλεψα, τι να πω. Τον βλέπω να φεύγει µε το κεφάλι κατεβασµένο και τον διευθυντή της Εθνικής να κοιτά το ρολόι του και να έρχεται προς το περίπτερο. Κοντοστέκεται, σκύβει το κεφάλι του στο παραθυράκι και µου ζητάει ένα πακέτο Davidoff. Ανάβει τσιγάρο επιτόπου. Ο καπνός του θολώνει την εικόνα ενός κόκκινου αυτοκινήτου που περνάει βιαστικά. Μονολογεί, προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι µιλάει στους πάντες και ότι οι πάντες τον ακούν. Τα βάζει µε τον Ζωγράφο που ρωτούσε για δάνειο. «Άκου δάνειο! Ούτε µε σφαίρες! Ποιος του είπε να γίνει ζωγράφος; Ας βρει µια κανονική δουλειά. Και ποιος του είπε να κάνει παιδιά αν δεν είχε λεφτά; Εδώ εµείς και δεν τα βγάζουµε πέρα». Δεν λέω τίποτα. Ο νους µου τρέχει στον Ζωγράφο και µέσα στο σύµπαν του µυαλού µου τρέχω κι εγώ, ξοπίσω του, και του δίνω ένα πακέτο τσιγάρα και σοκολάτες-ξύλα για τα παιδιά που δεν έπρεπε να κάνει. Του δίνω και το κωλοπερίπτερο απ’ όπου βλέπω τη ζωή στενόµακρη και πετσοκοµµένη, το κωλοπερίπτερο που µε κρατάει φυλακισµένο, να µην µπορώ να βγω να ψάξω για το µπλε αδιάβροχο, να µην µπορώ να βρίσω τον παλιό συµµαθητή, να µην µπορώ να διώξω τον διευθυντή της Εθνικής, να µην µπορώ να πάω να βρω τον Ζωγράφο, να µην µπορώ να γίνω εγώ ζωγράφος. «Αδικία απ’ τον Θεό να µην έχουν να φάνε, αλλά µήπως δεν είναι αδικία να δουλεύω εγώ για να δίνω στους άλλους δανεικά κι αγύριστα; Ας βρει µια κανονική δουλειά». Συνεχίζει και τα αυτιά µου αιµορραγούν.
Σκοτείνιασε. Χαζοσχεδιάζω εδώ και ώρα στο τεφτέρι µου. Ζωγραφίζω έναν ζωγράφο που ζωγραφίζει µια γυναίκα µε µπλε αδιάβροχο. Στην άλλη σελίδα ο ζωγράφος πουλάει τον πίνακα, στην πιο άλλη κουβαλάει ψώνια χαρωπός, στην τελευταία τρώει µε την οικογένειά του. Δεν πιάνω µία σαν ζωγράφος. Σήµερα τα µαγαζιά είναι κλειστά, είναι Δευτέρα. Στους δρόµους κυκλοφορούν µόνο τα πιτσιρίκια, πηγαι-νοέρχονται στα φροντιστήρια, τα µάτια τους αχόρταγα, τα πόδια τους σερνάµενα. Διαβάζουν να δώσουν εξετάσεις για να περάσουν στο πανεπιστήµιο, να σπουδάσουν, να βρουν µια καλή δουλειά, να βγάλουν λεφτά, να µην καταντήσουν σαν τον Ζωγράφο. Κάποια από αυτά µπορεί να είναι παράξενα, βλαµµένα, να ’χουν καλλιτεχνική φύση όπως λένε οι καθηγητές. Αρχίζει να βρέχει πάλι. Κατεβάζω ένα Marlboro Lights από το ράφι και περιµένω.
Μεσάνυχτα. Μαζεύω τα περιοδικά και τα πατατάκια που τα ’χω σκεπασµένα µε νάιλον, κατεβάζω τα ρολά. Το πακέτο Marlboro Lights στην κωλότσεπη. Πήρα µερικές αποφάσεις. Αποφάσισα, πρώτον, να αρχίσω το κάπνισµα. Έπειτα, να αφήσω έναν φάκελο µε λεφτά στο γραµµατοκιβώτιο του Ζωγράφου. Μπορεί και να προσβληθεί, αλλά θα του περάσει. Κι ακόµα αποφάσισα να κλείσω τον λογαριασµό µου στην Εθνική. Όχι ότι έχει καµία σηµασία, όµως έτσι, για να του µπω στο µάτι του µαλάκα του διευθυντή. Και αποφάσισα να παρατήσω το περίπτερο. Να πουλήσω το µερίδιό µου στον αδερφό µου. Να αρχίσω να βλέπω τους ανθρώπους ολόκληρους – έχω ακόµη την ελπίδα ότι δεν είναι ασώµατοι, ακέφαλοι, άκαρδοι.
Το πήρα απόφαση: θα ζωγραφίσω, κι ας είµαι χάλιας, κι ας µείνω άφραγκος. Σκύβω να περάσω το λουκέτο στην κλειδαριά κι έπειτα σηκώνοµαι και ακουµπάω µε την πλάτη στο περίπτερο. Ένα ρίγος µε διαπερνά, η ανάσα µου γαλακτερός αχνός µες στο σκοτάδι. Νιώθω µια ανεπαίσθητη συγκίνηση που εγκαταλείπω το παρατηρητήριό µου µετά από τόσα χρόνια. Φοβάµαι και λίγο. Απόψε δεν θα πάρω τον δρόµο για το σπίτι, θα πάω προς την αντίθετη κατεύθυνση, κι ας µην ξέρω ακριβώς προς τα πού, τον δρόµο µου θα φωτίσει ένα λαµπερό µπλε αδιάβροχο. Ξεκινάω.
Το κρύο έχει κόψει.