
Προδημοσίευση από το νέο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Κούτα Αετοί και Λύκοι που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, την Πέμπτη 14 Νοεμβρίου.
ΤΑ ΤΡΙΑ ΚΕΦΑΛΙΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΤΑΓΑΡΙΑ, σκεπασµένα µε αλάτι, ένα µακάβριο φορτίο, τα κουβάλησαν και τα παρέδωσαν πέντε Ανωγειάτες στα Γιάννενα ταξιδεύοντας από τον δηµόσιο δρόµο. Ως εκεί τους είχαν ξεπροβοδίσει άλλοι δεκαπέντε, από τον φόβο της ενέδρας από κάποια επίδοξη συµµορία που θα ήθελε να σφετεριστεί το τίµηµα της αµνηστίας, τα ταριχευµένα λάφυρα. Το διάταγµα είχε διαδοθεί από τη µια άκρη της Ηπείρου ως τα χωριά των βουνών της Θεσσαλίας και οι ληστές άρχισαν να κρύβονται και να κυνηγιούνται.
Οι Ρεντζαίοι αποσύρθηκαν στα παλιά τους ληµέρια στον Άραχθο, κοντά στη Ροδαυγή, και περίµεναν τους αγγελιαφόρους για να τους φέρουν την απάντηση του προστάτη τους.
Την επόµενη µέρα τα αποκοµµένα κεφάλια κοσµούσαν τα πρωτοσέλιδα των εφηµερίδων.
Ο Κολοβός, ειδοποιηµένος, είχε παραλάβει µε ικανοποίηση τα κοµµένα κεφάλια των ληστών και µαζί µε τον δικηγόρο Καγιά τα είχε παραδώσει στην κεντρική Διοίκηση της χωροφυλακής. Ο διοικητής τούς δέχτηκε προσωπικά στο γραφείο του και οι χωροφύλακες πήραν εντολή να επιτρέψουν στους φωτογράφους των δύο µεγάλων εφηµερίδων να φωτογραφίσουν το αποτρόπαιο θέαµα των ασώµατων κεφαλών. Οι άνθρωποι, συγκρατώντας τον εµετό που ανέβαινε από τα σωθικά τους, και µε τις µηχανές να πηγαινοέρχονται σαν κόσκινα από την ταραχή και την απέχθεια στη θέα του φριχτού θεάµατος, αποτύπωσαν τον θάνατο.
Την επόµενη µέρα τα αποκοµµένα κεφάλια κοσµούσαν τα πρωτοσέλιδα των εφηµερίδων. Ο τίτλος καταλάµβανε το πρωτοσέλιδο µιας εφηµερίδας µε µεγάλα κεφαλαία γράµµατα: «ΑΜΝΗΣΤΕΥΟΝΤΑΙ ΟΙ ΚΑΙΣΑΡΕΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ» και από κάτω υπήρχαν οι µαρτυρίες των Καγιά και Κολοβού για τη µεγάλη µάχη που είχε γίνει, διανθισµένες µε δικά τους επινοηµένα ευρήµατα για την εξέλιξή της. Οι φωτογραφίες είχαν, στη σειρά, από αριστερά το κεφάλι του Κατέρη, µετά του Σιντόρη, που το είχε στείλει την προηγούµενη µέρα ο Καραµπάτσης, και στη συνέχεια ήταν τα κεφάλια του Κοντογιώργου και του Σαρρή.
Σε όλα τα στέκια της πόλης των Ιωαννίνων και των άλλων πόλεων της Ηπείρου οι άνθρωποι έβγαζαν αναστεναγµούς ανακούφισης µπροστά στο αποτρόπαιο θέαµα των τεσσάρων αποκοµµένων κεφαλών. Οι γενειοφόροι ληστές, µε θολά µάτια και ανοιχτά στόµατα, επάνω σε µια µάντρα ήταν ένα ανατριχιαστικό θέαµα. Και µόνο η όψη τους και το άγριο παρουσιαστικό τους τρόµαζαν.
Ο Κολοβός, φεύγοντας από τη Διοίκηση µε τον δικηγόρο Καγιά, έφτασε στο σπίτι του, και από µακριά η Χαρίκλεια, ακούγοντάς τον να τραγουδάει παράτονα µε τη βροντερή του φωνή, είχε βγει και τον περίµενε στο άνοιγµα.
«Εγώ έσπειρα τον σπόρο και αυτός φύτρωσε, χωρίς ούτε ένα δράµι νερό» της είπε και τη σήκωσε στην αγκαλιά του, για να την αφήσει αµέσως κάτω και να ξαναπάρει το αυστηρό ύφος του πατέρα.
Η µικρή όµως, τσαούσα καθώς ήταν, δεν τον άφησε να κρατήσει τη θέση του, γιατί κάθισε στα πόδια του ευτυχισµένη όταν εκείνος αφέθηκε µε ανακούφιση στην πολυθρόνα του σαλονιού.
«Πατέρα, πες µου πως όλα είναι καλά για να τ' ακούσω!»
«Εµ, γιατί γκαρίζω σαν να τραγουδάω τόσον δρόµο, θυγατέρα;»
Η Χαρίκλεια, µε τη σειρά της, άρχισε κι εκείνη να τραγουδάει και να χορεύει έναν συρτό, γυρνώντας γύρω από τον πατέρα της, και έτρεξε να φιλήσει τη µάνα της, που έβγαινε από την κουζίνα σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της.
«Μάνα, τα 'µαθες; Παντρεύοµαι, µανούλα µου, θά 'ρθει να µε πάρει µε παπά και µε κουµπάρο, ντυµένη νύφη».
Η µάνα της την παρακολουθούσε χαµογελώντας και ύστερα κούνησε τα δάχτυλά της στο ύψος του κεφαλιού λέγοντας:
«Πάει ετούτη, τρελάθηκε» και έφυγε ξανά για την κουζίνα.
Η Χαρίκλεια την ακολούθησε και έφτιαξε καφέ στον πατέρα της, συνεχίζοντας να τραγουδάει, και κάθισε απέναντί του να τον παρακολουθεί µε πρόσωπο που έλαµπε.
«Πότε θα βγει το χαρτί για τον Γιάννη, πατέρα;»
«Ο διευθυντής είπε ότι θέλει καµιά βδοµάδα για νά 'ρθει µε τη βούλα απ' την Αθήνα».
«Τόσο πολύ;» δυσανασχέτησε το κορίτσι.
«Μην κάνει και παραπάνω φοβάµαι, αλλά θα πάω αύριο απ' το γραφείο του βουλευτή και θα τους πω να το βιαστούν».
«Πότε θά 'ρθει ο Γιάννης;»
«Πρώτα το χαρτί και µετά όλα µε τον νόµο, κόρη µου, γιατί δεν έχουν µπέσα οι σταυρωτήδες, που τους ρεζιλεύει χρόνια. Να 'µαστε σίγουροι, και µετά εδώ θα τον έχεις οληµερίς ώσπου να τον βαρεθείς, όπως εµένα η µάνα σου. Άντε τώρα να πας στη δουλειά σου, να κάνω κι εγώ µια βόλτα ακόµα για να τελειώσω τα υπόλοιπα».
Τον φίλησε σταυρωτά και αέρινη χάθηκε πίσω από την πόρτα.
Ενώ όλα αυτά συνέβαιναν στην πόλη, τα δύο αδέρφια είχαν τοποθετήσει πέντε σκοπιές γύρω από το σπίτι-κρησφύγετο και είχαν στήσει γλέντι, ψήνοντας πέντε αρνιά, µε όλους τους συγγενείς τους και τους συγχωριανούς για τρία ολόκληρα µερόνυχτα. Ο Γιάννης χόρεψε µπροστάρης περπατώντας, γιατί δεν είχε µάθει χορό, µα τραγουδούσε και τα µάτια του είχαν τη γλύκα της λευτεριάς και του έρωτα.
Οι δύο ατρόµητοι άντρες, στην αναµονή της χάρης, άρχισαν να νιώθουν σαν παγιδευµένα ζώα.
Όµως τα γλέντια τελείωσαν και ακολούθησε η εβδοµάδα της αδηµονίας και της προσµονής για τους δύο αδερφούς, που περίµεναν αλλάζοντας τοποθεσίες για δύο λόγους αυτή τη φορά. Ο ένας ήταν µήπως τα αποσπάσµατα κάνουν καµιά πονηριά, εξαιτίας του µακροχρόνιου µίσους που έτρεφαν για κείνους, και ο δεύτερος µην και πέσουν επάνω σε άλλους κυνηγούς κεφαλών που θα ήθελαν την αµνηστία. Οι δύο ατρόµητοι άντρες, στην αναµονή της χάρης, άρχισαν να νιώθουν σαν παγιδευµένα ζώα. Έβλεπαν την πηγή µε το νερό να βρίσκεται κοντά τους και δεν µπορούσαν ακόµη να δροσιστούν. Ο χρόνος τούς φάνταζε µακρύς και αργούσε να έρθει το καλό µαντάτο.
Την έβδοµη µέρα έφτασε επιτέλους ο σύνδεσµός τους για να τους ανακοινώσει ότι το χαρτί θα έβγαινε σε δύο µέρες, για να ανασάνουν µε ανακούφιση. Ο σωτήρας τους όχι µόνο τους είχε στείλει το χαρµόσυνο µαντάτο, αλλά και τα κλειδιά από το κεντρικότερο µέγαρο της πόλης, στo κέντρο της πλατείας, απέναντι από την ανωτέρα Διοίκηση των Ιωαννίνων, όπου διέµενε ο συνταγµατάρχης Πετζετάκης, γενικός διοικητής της Ηπείρου. Ο Γιάννης έγραψε ένα γράµµα, το σφράγισε και το έδωσε στον άνθρωπο, µε την εντολή να το παραδώσει στον Κολοβό. Μέσα έγραφε τους όρους που απαιτούσε να τηρηθούν κατά την είσοδό τους στην πόλη, και ένας από αυτούς ήταν να παραστεί προσωπικά κάποιος ανώτερος αξιωµατικός της χωροφυλακής, απεσταλµένος της κυβέρνησης, για να επισηµοποιήσει την αµνηστία τους. Επίσης, ζητούσε να φτάσουν µε τον αδερφό του µέχρι την πλατεία µε πλήρη τον οπλισµό τους. Τέλος, έγραφε ότι έπρεπε να τους προϋπαντήσουν πριν από την είσοδο της πόλης, στην Ανατολή, όλοι οι επίσηµοι και να τους συνοδέψουν έως το µέγαρο, όπου θα κατοικούσαν στο εξής ως ελεύθεροι και νόµιµοι πολίτες.
Ο ληστής όλα αυτά τα είχε σκεφτεί γιατί ήθελε να πάρει µεγαλύτερες διαστάσεις η αµνηστία τους. Ίσως όµως να ήταν και το κρυφό του όνειρο, για να δουν και να το εµπεδώσουν όλοι ότι οι «βασιλιάδες» έµπαιναν στην πόλη όπως ο ανώτερος άρχοντας της χώρας και οι πρωθυπουργοί, που επισκέπτονταν κατά καιρούς τα Γιάννενα. Αυτά όλα που έγραψε τα είπε στον αδερφό του προφορικά όταν έφυγε ο αγγελιαφόρος, και ο Θύµιος τον κοίταξε µε θαυµασµό. Δεν µπορούσε να σκεφτεί µέχρι πού έφτανε η φαντασία και η φιλοδοξία του Γιάννη. Τον καµάρωσε για µία ακόµα φορά, αν και δεν πίστευε ότι αυτό το σχέδιο θα µπορούσε να γίνει πραγµατικότητα.