
{jcomments off}Προδημοσίευση από το νέο μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου, Σπάνιες Γαίες, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη, τη Δευτέρα, 21 Οκτωβρίου.
[...]
Ενώ έκανα σχέδια, η ζωή μου συνέβη από μόνη της. Ο χειμώνας του 1945, οι μαύρες νύχτες, το λευκό χιόνι, φαινόταν σαν να κρύβει κάτι· η φύση ήταν μουδιασμένη - ένιωθα ότι μου έδινε το δικαίωμα να είμαι δυστυχισμένος. Όταν έχει κακοκαιρία μπορείς να κλειστείς στο σπίτι και να κρυφτείς κάτω απ’ την κουβέρτα σου. Αλλά, μόλις τέλειωσε ο πόλεμος, κανείς δεν είχε δικαίωμα να είναι δυστυχισμένος και να κρύβεται κάτω απ’ την κουβέρτα του. «Έχουμε δουλειές με φούντες», είπε ο καθοδηγητής μας στην Κομσομόλ του Τεχνολογικού Ινστιτούτου· και με κάλεσε για να μου κάνει, είπε, ορισμένες ερωτήσεις – κι εγώ σκεφτόμουν, με αγωνία, ότι η ελευθερία του κάθε ανθρώπου έγκειται κυρίως στην προστασία του από ερωτήσεις. Άμα αρχίζουν να σου κάνουν ερωτήσεις, είσαι χαμένος.
Κι εγώ σκεφτόμουν, με αγωνία, ότι η ελευθερία του κάθε ανθρώπου έγκειται κυρίως στην προστασία του από ερωτήσεις.
Πήγα στα γραφεία της Οργάνωσης με τις παλάμες ιδρωμένες. Ντράπηκα όταν έδωσα το χέρι μου στον Αρτιόμ Αλεξέγιεβιτς Γερμολάεφ· ο άνθρωπος θα αηδίασε. Κάθισα σε μια ξύλινη καρέκλα και περίμενα κοιτώντας τη σπαρτιάτικη επίπλωση και τις προσωπογραφίες του Λένιν και του Στάλιν στους τοίχους. Ο Αρτιόμ Αλεξέγεβιτς μού φάνηκε υπερβολικά μεγάλος για Κομσομόλος· ίσως ήταν τριάντα πέντε ή ακόμα και σαράντα χρονών.
-Χαιρόμαστε που σ’ έχουμε κοντά μας στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της κόκκινης πόλης του Λένιν, σύντροφε Πραβιέν Σεργκέγεβιτς, μου είπε πρόσχαρα.
Εγώ όμως σκέφτηκα: «Στην Κομσομόλ, όταν σου απευθύνονται με το όνομα του πατέρα σου σημαίνει επίπληξη. Ιδιαίτερα αν ο πατέρας σου είναι σαμποτέρ». Και προτού προλάβω να πω «κι εγώ χαίρομαι», ο Γερμολάεφ συνέχισε:
-Ελπίζουμε ότι θα γίνεις καλός χημικός κι ότι θα βοηθήσεις στον εκμηχανισμό και στη μεγάλη ανοικοδόμηση. Ξέρεις τι λέει ο σύντροφος Ζντάνοφ;
Δεν ήξερα.
-Λέει ότι η μοναδική σύγκρουση που υπάρχει στη Σοβιετική Ένωση είναι ανάμεσα στο καλό και στο καλύτερο.
Πήγα να πω κάτι αλλά δεν πρόλαβα.
-Χρειαζόμαστε καλύτερους χημικούς, σύντροφε. Η Αμερική έφτιαξε μπόμπα με χημικά στοιχεία.
-Μάλιστα, είπα. Την έριξε σε ιαπωνικές πόλεις.
Υπονοούσα ότι οι ατομικές μπόμπες δεν είναι κάτι ωραίο που πρέπει να ζηλεύει κανείς, αλλά ο σύντροφος Γερμολάεφ με αποστόμωσε.
-Ό,τι έχει η Δύση, σύντροφε Σεργκέγεβιτς, πρέπει να το ’χουμε κι εμείς. Και με το παραπάνω.
-Βέβαια, συμφώνησα. Και με το παραπάνω.
Είχα ακούσει ότι στη Δύση υπήρχε ένα προϊόν με γλυκιά γεύση και ροζ χρώμα που το μασούσες, χωρίς να το καταπίνεις, κι έκανες φουσκάλες. Αναρωτιόμουν αν ένα τέτοιο πράγμα ήταν απαραίτητο «με το παραπάνω». Bubblegum το λέγανε στα αγγλικά αλλά δεν είχε ρωσικό όνομα εφόσον στη Σοβιετική Ένωση ήταν ανύπαρκτο.
-Ό,τι έχει και δεν έχει η Δύση! επανέλαβε εμφατικά ο Αρτιόμ. Και με το παραπάνω!
Σκέφτηκα: «Προς το παρόν, ‘με το παραπάνω’ έχουμε μαργαρίνη και μαχόρκα...λίπος, καμιά φορά ξυνόγαλα...»
-Οι Αμερικάνοι πρέπει να σκάσουν απ’ το κακό τους, συνέχισε ο Αρτιόμ.
-Για τι πράγμα; ρώτησα.
-Για τι πράγμα! Για τα επιτεύγματά μας! Για τα ψηλά αγάλματα, για τα μέγαρα, για τα σοβχόζ, για τα κολχόζ, για την επιστημονική πρόοδο, για τις ανακαλύψεις του μεγάλου μας βιολόγου Τροφίμ Λυσένκο, για τις ανακαλύψεις του μεγάλου μας γεωλόγου Βλαντίμιρ Όμπρουτσεφ!
-Βέβαια, είπα. Βέβαια.
-Ξέρεις ότι έχουμε αρχίσει εκτροφή καγκουρό; συνέχισε σε εμπιστευτικό τόνο.
-Θα σκάσουν και οι Αυστραλοί, είπα αλλά ο Αρτιόμ δεν κατάλαβε ότι αστειευόμουν. Κι εγώ ο ίδιος ένιωσα έκπληξη – δεν αστειεύομαι συχνά.
-Θα σκάσουν κι απ’ τις κατακτήσεις μας στο διάστημα, τις γνώσεις μας για τους ιπτάμενους δίσκους, για τoυς εξωγήινους!
-Βέβαια, επανέλαβα.
-Ταβάρις νομίζω ότι δεν έχεις αντιληφθεί ότι είσαι πολίτης του μεγαλύτερου έθνους στον κόσμο, είπε ο Αρτιόμ. Ό,τι αγγίζουμε γίνεται χρυσάφι! Ακόμα και το πτίτσιε μολοκό θεωρείται παγκόσμιο αριστούργημα της ζαχαροπλαστικής! Είμαστε πρώτοι και στη ζαχαροπλαστική.
Δεν τόλμησα να πω στον Αρτιόμ ότι τα σοκολατάκια δεν ήταν του γούστου μου. Το μοναδικό γλυκό που ήξερα και μου άρεσε ήταν το χτυπημένο βούτυρο με το κακάο που έφτιαχνε η μάνα.
-Υπάρχουν κάποια σκοτεινά σημεία στην ιστορία σου, σύντροφε Μακάρεφ, συνέχισε εκείνος. Ο πατέρας σου υπηρέτησε κάτω από τις διαταγές του Τρότσκι... Όχι;
Επειδή δεν ήξερα τι να απαντήσω, ο Αρτιόμ Γερμολάεφ ξαναρώτησε, κοιτάζοντας ένα φύλλο χαρτί πάνω στο τραπέζι:
-Εδώ λέει ότι ο Σεργκέι Αλεξάντροβιτς Μακάρεφ συνεργάστηκε με τον Λεφ Νταβίντοβιτς, τον επονομαζόμενο Τρότσκι –
-Ο πατέρας μου πολέμησε με τον Κόκκινο Στρατό στην Κρονστάνδη, είπα επιστρατεύοντας θάρρος. Ο Λεφ Νταβίντοβιτς ήταν τότε αρχηγός του στρατού.
-Και μετά, σύντροφε Μακάρεφ, έγινε εχθρός του λαού.
-Ο πατέρας μου πολέμησε στην Κρονστάνδη κι έπειτα στον πόλεμο με τους λευκοφρουρούς, επέμεινα. Είναι ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης, εργάτης στα χαλκωρυχεία και χτίστης στα δημόσια έργα.
Ο Αρτιόμ Γερμολάεφ ξερόβηξε.
Πρόσεξα ότι τα μαλλιά του ήταν λαδωμένα λες και τα είχε περάσει με γράσο.
-Δεν βλέπω εδώ ότι είναι ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης. Παρασημοφορήθηκε; Όχι!, είπε ο Αρτιόμ.
-Όχι, παραδέχτηκα.
-Εδώ λέει ότι βρισκόταν σε επαφή μαζί με τον Τρότσκι το 1935 όταν ο Λεφ Νταβίντοβιτς ζούσε στη Σουηδία και προετοίμαζε την παγκόσμια αντεπανάσταση.
-Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτά, σύντροφε Γερμολάεφ, τραύλισα. Τι δουλειά είχε ο Λεφ Νταβίντοβιτς στη Σουηδία;
Για τον Τρότσκι δεν ήξερα τίποτα...
-Δεν ξέρω, εσύ θα μου πεις σύντροφε Μακάρεφ.
-Ε-γώ;
Όπως είπα, όταν ταράζομαι με πιάνει βραδυγλωσσία.
Ήξερα μονάχα έναν Νταβίντοβιτς, τον Αρκάντι – για τον Τρότσκι δεν ήξερα τίποτα πέρα από το ότι είχε υπάρξει, για κάμποσα χρόνια, αρχηγός του Κόκκινου Στρατού και στη συνέχεια περιπλανώμενος εξόριστος. Ήθελα να πω για τις εικόνες του Στάλιν που είχε ο πατέρας αλλά δεν μπορούσα να προφέρω λέξη. Ήθελα να πω ότι μια μέρα έβγαλε δεκατέσσερις φορές περισσότερο χαλκό από την νόρμα κι ότι η μάνα έβαλε στα πληγωμένα χέρια σουλφοναμιδόσκονη και τα τύλιξε με πανιά. Κι ότι ο Στάλιν μάς είχε επισκεφτεί στο Μουρμάνσκ, ότι υπήρχε φωτογραφία του Στάλιν με την αδερφή μου. Αλλά δεν μπορούσα να προφέρω λέξη.
-Η Σουηδία είναι κοντά στο Μουρμάνσκ, όχι; είπε ο Αρτιόμ Γερμολάεφ σαν να μονολογούσε.
-Όχι και τόσο, σύντροφε Γερμολάεφ. Κοντά είναι η Νορβηγία. Και η Φινλανδία. Δεν ξέρω πού βρισκόταν ο Λεφ Νταβίντοβιτς, ταβάρις.
Ο Αρτιόμ Γερμολάεφ ξερόβηξε πάλι.
-Σουηδία, Νορβηγία, Φινλανδία! αναφώνησε. Ποια η διαφορά; Όλες καπιταλιστικές χώρες είναι! Βρισκόμαστε σε καπιταλιστική περικύκλωση!
-Σωστά, παραδέχτηκα.
-Βρισκόμαστε σε ιμπεριαλιστικό κλοιό, επανέλαβε με ένταση ο Αρτιόμ Γερμολάεφ. Καταμεσής στην εξαχρείωση και φαυλοκρατία.
-Σωστά, επανέλαβα.
Μια στιγμή σιωπής ήρθε και πέρασε.
-Γιατί δεν γράφτηκες στους Πιονιέρους, σύντροφε Μακάρεφ; Γράφτηκες κατευθείαν στους Κομσομόλους... Κι η αδερφή σου δεν φαίνεται γραμμένη πουθενά – πώς έτσι;
-Φταίει το κλίμα σύντροφε, είπα. Το υποαρκτικό κλίμα – στο Μουρμάνσκ, για μήνες, έχουμε σκοτάδι· δεν ευνοούνται οι υπαίθριες και φυσιολατρικές δραστηριότητες.
-Οι Πιονιέροι, σύντροφε Μακάρεφ, δεν είναι φυσιολατρική δραστηριότητα, είναι θεμέλιο της σοσιαλιστικής διαπαιδαγώγησης, της δημιουργίας του σοσιαλιστικού ανθρώπου – κρίμα που δεν σου το δίδαξαν αυτό οι γονείς, οι δάσκαλοι και οι συγκάτοικοί σου στο Μουρμάνσκ.
Είχε θυμώσει.
-Δεν θυμάμαι τι με δίδαξαν, σύντροφε Γερμολάεφ, θυμάμαι τι έμαθα, είπα θέλοντας ν’ αναλάβω την ευθύνη γι’ αυτή την παρεξήγηση. Πάντως, στο Μουρμάνσκ οι Πιονιέροι μάθαιναν ξυλογλυπτική.
Ο Αρτιόμ Γερμολάεφ με αγριοκοίταξε – ήμουν και παραμένω επιρρεπής στις γκάφες, στο τραύλισμα και στο πέσιμο στο πάτωμα.
-Στη θέση σου, σύντροφε Μακάρεφ, θα πρόσεχα περισσότερο, είπε και μου έδειξε την πόρτα. «Θα τα ξαναπούμε», μουρμούρισε ενώ έβγαινα απ’ το δωμάτιο.
Δεν άργησα να καταλάβω πάνω-κάτω ποια ήταν η θέση μου. Την επομένη έλαβα χειρόγραφη επιστολή του Αρτιόμ Γερμολάεφ όπου μου ανακοίνωνε ότι η Κομσομόλ με είχε τοποθετήσει σε δωμάτιο της φοιτητικής εστίας μαζί με δυο σπουδαστές της χημείας που έγραφαν «με τέσσερα χέρια» για τα ζητήματα των Σπανίων Γαιών στο επιστημονικό ένθετο της «Κομσομόλκαγια Πράβντα» και για το ποδόσφαιρο στη σελίδα των αθλητικών· και ήταν τόσο προκομμένοι ώστε είχαν δημοσιεύσει κάμποσα διηγήματα στο περιοδικό «Νεανική Φρουρά». «Η συγκατοίκηση με δύο επιφανή μέλη της Κομσομόλ της κόκκινης πόλης του Λένιν, ελπίζουμε ότι θα σε διαπαιδαγωγήσει, σύντροφε Μακάρεφ», έγραφε ο Αρτιόμ Γερμολάεφ. «Ότι θα σε διδάξει τις αρχές της πειθαρχίας, του μέτρου και της αφοσίωσης στη Μεγάλη Σοσιαλιστική Πατρίδα. Κι ότι θα σε απαλλάξει από τα ελιτιστικά και μυστικιστικά κατάλοιπα».
«Ελιτιστικά» και «μυστικιστικά», σκέφτηκα. Να μην ξεχάσω να ψάξω τις λέξεις στην εγκυκλοπαίδεια.
Έτσι, εγκαταστάθηκα στο δωμάτιο του Ανατόλι Κουροσκίν και του Βλαντίμιρ Ιππολίτοφ: «Καλώς την καινούργια αρρώστια!» είπε ο Ανατόλι όταν με υποδέχτηκαν. Ο διάδρομος μύριζε απολυμαντικό και κολόνια λεμονιού – το ίδιο μύριζε και το δωμάτιο· η μυρωδιά μού φάνηκε καθησυχαστική. Ο Ανατόλι κι ο Βλαντίμιρ ήταν παιδιά εργατών όπως εγώ· αλλά, στην αρχή, ήμουν τρομαγμένος – περίμενα ότι θα με επιτηρούσαν και θα μου έκαναν κήρυγμα. Όμως αυτό δεν συνέβη· όλοι μου οι φόβοι διαψεύστηκαν: ο Βαλόντια κι ο Ανατόλι ενδιαφέρονταν περισσότερο για την μπάλα παρά για τις κρατικές και κομματικές υποθέσεις· τα πόδια τους είχαν στραβώσει απ’ το ποδόσφαιρο· δεν έκαναν κήρυγμα σε κανέναν. Αντιθέτως, λίγους μήνες μετά την εγγραφή μου στο Ινστιτούτο, με πρότειναν για μέλος του Κόμματος –ήθελαν, είπαν, να πιάσουν το πλάνο στρατολόγησης (δύο άτομα τον μήνα) και να επιβραβευτούν. Σκάρωσαν μια έκθεση με όλα μου τα προσόντα –«αυταπάρνηση», «ηθική καθαρότητα», «επιμέλεια στα μαθήματα», «κομμουνιστική συνείδηση», «προλεταριακή καταγωγή» - κι έτσι έγινα μέλος του Κόμματος. Αργότερα, όταν στοχαζόμουν γύρω από τις αποφάσεις μου, συμπέρανα ότι έγινα κομματικός μόνο και μόνο για να μην γκρινιάζουν οι καθοδηγητές του Βαλόντια και του Ανατόλι ότι αμελούν τις στρατολογήσεις. Όταν ολοκληρώθηκε η δική μου στρατολόγηση, ο Βαλόντια κι ο Ανατόλι βάλθηκαν να ψάχνουν ανάμεσα στους πρωτοετείς ποιος θα ακολουθούσε.
Κοιμόμασταν σε μεταλλικές κουκέτες, ξυπνούσαμε μαζί το πρωί – ο Βαλόντια κι ο Ανατόλι φρέσκοι-φρέσκοι, εγώ κατάκοπος με μαύρους κύκλους γύρω απ’ τα μάτια. Πετάγονταν απ’ τα κρεβάτια τους ολόχαροι, φλύαροι· το πάτωμα έτριζε καθώς έκαναν πενήντα πουσάπς μετρώντας τα μεγαλοφώνως. Ύστερα, ξυρίζονταν σιγοτραγουδώντας, έριχναν πάνω τους μεγάλες ποσότητες κολόνιας λεμονιού και στη συνέχεια τρέχαμε όλοι μαζί στα μαθήματα, στις παραδόσεις, στα εργαστήρια και στις εξετάσεις. Φοιτητική ζωή. Μελετούσαμε γύρω από μια μεγάλη σανίδα τοποετημένη σε τέσσερα πόδια – εδαφοχημεία, αγρογεωλογία- τρώγαμε μαζί στην τραπεζαρία (χοντρά, καραβίσια μακαρόνια και πυκνές σούπες με αηδιαστική γεύση), ακούγαμε πλάκες από έναν παλιό φορητό φωνογράφο και, κάθε τόσο, σοβατίζαμε τον ξεφλουδισμένο τοίχο. Σ’ αυτόν τον τοίχο ήταν κρεμασμένα σημαιάκια της Σπαρτάκ Μόσχας, μια αφίσα από έναν αγώνα του 1936 με την Ντυναμό και η φωτογραφία ενός περίφημου ποδοσφαιριστή που έδειχνε με καμάρι τη φανέλα του - εγώ πάντως δεν τον είχα ακούσει ποτέ. Δεν είμαι αθλητικός τύπος· όταν μια φορά πήγα μαζί με τον Βαλόντια και τον Ανατόλι στο γήπεδο με μπέρδεψε η αλλαγή των τερμάτων στο ημίχρονο.
[...]