
Παρέκβαση ΙΙΙ
Η Μαρικαίτη δεν μου είχε πει φυσικά τίποτα και την καταράστηκα μέσα μου, αλλά τη δικαιολόγησα με αοριστίες. Ούτως ή άλλως τα πράγματα μεταξύ μας πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, με τις μικρές μνησικακίες να μετατρέπονται άλλοτε σε δυσπιστία κι άλλοτε σε καθαρό μίσος. Έπειτα αφέθηκα να εκδηλώσω την χαρά μου και την κάλεσα να φάμε μαζί λίγο παρακάτω, στου Μπαρμπαγιάννη. Κουβαλήσαμε τις σακούλες μας με τα ζαρζαβατικά και βολευτήκαμε πάνω στο πεζοδρόμιο που αργότερα θα μετατρεπόταν σε πεζόδρομο. Χαίρομαι που σε βλέπω, είπε επιτέλους, νόμιζα ότι με απέφευγες. Μα όχι, κάθε άλλο της είπα – αν και η ζωή κυλάει ανεξάρτητα από μας. Έπειτα ήπιαμε, ευχόμενοι εις υγείαν. Φορούσε τζιν και σανδάλια και είχε δεμένα τα μαλλιά της. Αναρωτιόμουν στυφά πώς χάνονται οι άνθρωποι – και οι ευκαιρίες που ενίοτε μας προσφέρονται απλόχερα. Διέκρινε ίσως κάτι στο βλέμμα μου γιατί με κοίταξε με μια πινελιά τρυφερότητας που υπογράμμιζε την επίγνωση της απόστασης αλλά και των κοινών μυστικών των πρώην εραστών.
Τρώγοντας με όρεξη τα γιουβαρλάκια της η Τερέζα μου εξήγησε ότι έμενε στον περιφερειακό του Λυκαβηττού, κοντά στου Δοξιάδη, και πως είχε φέρει μαζί της την πεντάχρονη κόρη της, την Κάρεν – μάλιστα σύντομα θα κατέφθανε και η μητέρα της, η Μάρθα ΜακΕλντόουνι, που μόλις είχε χωρίσει από τον δεύτερο σύζυγό της, έναν κτηματομεσίτη από το Μπίλλινγκς της Μοντάνα. Θα ξέρεις ίσως ότι από κει καταγόταν ή είχε πάει σχολείο ή κάτι τέτοιο ο ήρωας του Χέμινγουεϊ στο Για ποιον χτυπά η καμπάνα και βέβαια η πόλη καμαρώνει για το γεγονός αν και ο θετός μου πατέρας ουδεμία σχέση έχει μ’ αυτά. Θα κρατήσω τη Μάρθα εδώ όσο γίνεται για να μ’ ανακουφίσει λίγο από τις μπέιμπυ σίττερ. Η Τερέζα βρισκόταν, όπως μου εξήγησε, στην Αθήνα ως ειδική απεσταλμένη του ΟΗΕ που επρόκειτο ν’ ανοίξει εδώ μια περιβαλλοντική υπηρεσία με αρμοδιότητα, απ’ ό,τι κατάλαβα, στις χώρες της Μεσογείου – το UNEP/ MAP. Δεν είχα τίποτα ακουστά; Μα όχι βεβαίως – εμείς περί άλλα τυρβάζαμε. Συνεργάζομαι και με την Πρεσβεία, είπε, αλλά αυτό τελείως μεταξύ μας. Είχε φτάσει στην Αθήνα ανήμερα στις 17 Νοέμβρη και είχε πάρει μια καλή πρόγευση της ατμόσφαιρας που επικρατούσε και των συλλογικών αισθημάτων απέναντι στην Αμερική. Προσπάθησα να τα μπαλώσω αλλά με διέκοψε αμέσως. Μην ανησυχείς, ήταν τα ακριβή λόγια της, προσφέρουμε στον κόσμο τη δυνατότητα να έχει κάποιον να μισεί. Δεν είναι λίγο κι αυτό. Συζητήσαμε πολιτικά για λίγη ώρα –το Κυπριακό, η επικείμενη Αλλαγή, τα γεγονότα στο Ιράν, στη Μέση Ανατολή, στον Κόλπο– έτσι για να γεμίσουν οι σιωπές.
Θα σου γνωρίσω μερικούς Αμερικανούς φίλους, είπε μετά από ώρα, αν βέβαια αυτή η Μαρικαίτη σου δώσει άδεια εξόδου κάνα βράδυ. Και αν φυσικά δεν μας θεωρείς το κακό επί της γης. Συνηθίζεται αυτό στην Ελλάδα. Τόνισα ότι ήμουν γενικά ακοινώνητος και γέλασε. Μπα, απ’ ό,τι θυμάμαι, όχι και τόσο. Θα σου αρέσουν αυτοί οι τύποι. Θα διευρύνουν τους ορίζοντές σου. Είμαστε μια γενιά που πηγαινοέρχεται ανά τον πλανήτη, που ξημεροβραδιάζεται στα αεροδρόμια, που είναι υποχρεωμένη να αποκωδικοποιεί καθημερινά νέες λέξεις, πανάρχαια νοήματα, μισοθαμμένες επιγραφές, για να τα βγάλει πέρα με τη σκόνη του χρόνου. Η ιστορία έχει συνθλίψει το μέλλον στα μέρη σας. Τριγύρισα πολύ στη Μέση Ανατολή τα τελευταία χρόνια, καλέ μου Έλληνα. Ξέρω με ακρίβεια το μενού της κάθε αεροπορικής εταιρείας, την όψη της ερήμου πέρα από τις τζαμαρίες του αεροδρομίου και τις ροδοκίτρινες αποχρώσεις της από ψηλά, αποσπάσματα από το Κοράνι –λέξεις χωρίς νόημα για μένα, ονόματα χωρίς συμπαραδηλώσεις–, ώρες πτήσεως, συντελεστές ασφαλείας και πιθανές αποκλίσεις από την ώρα αναχώρησης. Ξέρω πότε πέφτει το Ραμαζάνι, πόσοι σκοτώθηκαν πέρυσι στη Μέκκα, τι δήλωσε ο σεΐχης του Μπαχρέιν στα εγκαίνια μιας νέας πετρελαιοπηγής, τα αποθέματα του Κουβέιτ σε πετροδολάρια, την ώρα προσγείωσης του Αγιατολλάχ Χομεϊνί στο αεροδρόμιο της Τεχεράνης. Γράφω ραπόρτα, αποκωδικοποιώ μηνύματα, και όταν κουράζομαι από χρυσαφένιους τρούλους, γαλάζια κεραμικά με σμαλτένιο επίχρισμα και σουμεριακές επιγραφές εγχάρακτες σε τριανταφυλλιές πέτρες αποσύρομαι στην πρωτεύουσα της Ιορδανίας, στην ασφάλεια ενός Σέρατον πάνω στον λόφο του Τζεμπέλ Αμμάν, φάτσα στο παλάτι και δύο βήματα από την Αμερικανική Πρεσβεία. Μετά από μια βουτιά στην υπερχλωριωμένη πισίνα, πίσω στην ασφάλεια του δωματίου μου, απολαμβάνω ένα παλιωμένο ουίσκι με παγάκια αυστηρά από εμφιαλωμένο νερό. Μπορώ να σου πω με σχετική ακρίβεια πού θα ταξιδέψει προσεχώς ο Γιασέρ Αραφάτ, τι πληθυσμό φιλοξενούν τα παλαιστινιακά προσφυγικά στρατόπεδα στη Βηρυτό, πού ξέσπασαν ταραχές, ποια είναι η ποιότητα των νερών του Ιορδάνη και τι είδους περιβαλλοντικές επιπτώσεις άρχισαν να γίνονται αισθητές δυο δεκαετίες μετά την κατασκευή του φράγματος του Ασσουάν. Μπορώ να σου απαριθμήσω τις διακόσιες τόσες χριστιανικές σέχτες της Ιερουσαλήμ, ολιγομελείς ομάδες που διαιωνίζουν πανάρχαιες χειρονομίες των οποίων η σκοπιμότητα έχει προ πολλού ξεχαστεί. Ειδικεύομαι σε αποξεραμένα κλαδιά του εξελικτικού δέντρου του πολιτισμού αν και πεπεισμένη ότι ο πραγματικός πόλεμος γίνεται μέσα μας.
Δεν είναι και λίγα όλα τούτα, είπα αιφνιδιασμένος. Διόλου λίγα – εξαρτάται βέβαια πώς θα το δει κανείς. Έχω υποστεί εξευτελιστικούς σωματικούς ελέγχους. Έχω δωροδοκήσει γελαστούς αξιωματούχους που μιλούν θαυμάσια τη δική μου γλώσσα, χρησιμοποιούν τη σύγχρονη επιστημονική/πολιτική αργκό, και το χαμόγελό τους υποκρύπτει μια βαθύτερη επίγνωση για το τι κουμάσι είμαι του λόγου μου. Έχω προσκυνήσει στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά μερικές από τις ωραιότερες ασκητικές βυζαντινές εικόνες που υπάρχουν – μάλιστα εκεί σε σκέφτηκα λίγο και άναψα ένα κεράκι ευχόμενη να γράψεις κάποτε το αριστούργημά σου και να μεταφραστεί στα Πένγκουιν και να ’μαι περήφανη για σένα, αν και τότε δεν θα μου μιλάς καν. Άκουσα τον ήχο των αρχαίων αραμαϊκών –της γλώσσας του Χριστού– στη Μααλούλα της Συρίας και αγόρασα πλαστικά φυλαχτά, τρία στο δολάριο. Άκουσα ιστορίες για δολοφονικές σέχτες που κληρονόμησαν τα μυστικά των Ασσασσίνων και είδα από τη σουίτα μου στο Ιντερκοντινένταλ της Βαγδάτης προσκυνητές σιίτες να αυτομαστιγώνονται κάτω στον δρόμο με ιερό πάθος. Έμαθα ότι το όνομα του παραδείσου –έντεν στα σουμερικά, εντίνου στα ακκαδικά– δόθηκε στη Μεσοποταμία πέντε χιλιάδες χρόνια προ της έλευσης του Ναζωραίου στον κόσμο τούτο. Είδα πομπές προσκυνητών και επισκέφθηκηκα τα υδραγωγεία και τα θέατρα των Ρωμαίων –στη Γέρασα, στην Μπούσρα– και των Ναβαταίων στην Πέτρα. Στο νοτιοδυτικό Ιράν αντίκρισα τα ερείπια της Ελαμιτικής Αυτοκρατορίας –της Σουσιανής που έλεγαν οι αρχαίοι προγονοί σου και που θεωρείται η απαρχή του πολιτισμού και των πόλεων–, ό,τι τέλος πάντων άφησε πίσω της η ασσυριακή λαίλαπα του αμείλικτου Ασσουρμπανιμπάλ πριν σαρωθούν με τη σειρά τους οι μνημειακές του κατασκευές από τους Μήδους, τους Χαλδαίους και τις φυλές της ερήμου, δυτικά του Ευφράτη. Πλίνθοι και κέραμοι στους απόηχους της Νινευί και της Βαβυλώνας. Σφηνοειδής γραφή. Έπος του Γκιλγκαμές. Τύμβοι ερειπίων μέσα στην έρημο, δίπλα σε λίμνες ασφάλτου, γρανιτικές εξάρσεις και πετρελαιοπηγές κάτω από έναν άψυχο ουρανό. Αυτοκρατορίες θαμμένες στα ερείπια της ματαιοδοξίας τους – της ψευδαίσθησης πως θα ζήσουν για πάντα μέσα στη θάλασσα της αίγλης και του πλούτου τους. Η καταδίκη της κυριαρχίας συμπυκνωμένη σε λέξεις. Φτάνουν αυτά; Κι εσύ πώς πορεύεσαι – αν εξαιρέσουμε αυτή τη Μαρικαίτη;
Οι λέξεις σωρεύονταν στο κεφάλι μου σαν αρχαίες πέτρες. Παρήγγειλα ένα μισόκιλο ακόμα. Ήπιαμε συλλογισμένοι. Τα μάτια της Τερέζας έμειναν προς στιγμήν καρφωμένα σε μια επιγραφή με πράσινο σπρέι στον απέναντι ξεφλουδισμένο τοίχο. Βλάχοι Go Home, συλλάβισε. Τι σημαίνει Βλάχοι, αλήθεια; Αμήχανος προσπάθησα να ερμηνεύσω τον αθηναιοκεντρικό ρατσισμό ως αναρχικό, κατά κάποιο τρόπο ντανταϊστικό χιούμορ, αλλά δεν το ’πιασε – και δικαίως. Θάνατος στον κρατικό φασισμό, ήταν η επόμενη επιγραφή με κόκκινα αυτή τη φορά γράμματα, αλλά η νεκροκεφαλή στην αρχή και ο μαύρος αγκυλωτός σταυρός στο τέλος της φράσης με απάλλαξαν από την υποχρέωση της μετάφρασης. Τα ερείπια είναι η γλώσσα της ερήμου, λέει ο Ντον Ντελίλλο, συνέχισε σκεφτική η Τερέζα. Πρέπει εξάπαντος να τον γνωρίσεις αυτό τον τύπο. Κι εγώ γλώσσες αποκωδικοποιώ αυτά τα τελευταία χρόνια. Επιστήμη και ιμπεριαλισμός, χειραγώγηση διά του πολιτισμού θα έλεγαν κάποιοι φίλοι μας. Είναι ένας επινοημένος ρόλος, όμως νομίζω πως τον παίζω καλά – αυτό δεν είναι άλλωστε το ζητούμενο; Πρόκειται για προαπαιτούμενο της Ανάπτυξης, βλέπεις, είπε αργά και καθαρά η Τερέζα σαν να αποκάλυπτε χρυσά νομίσματα κάτω από τη γλώσσα της. Αλήθεια, πρέπει να γνωρίσεις την κόρη μου, την Κάρεν. Μαθαίνει ταχύτατα τα ελληνικά. Είναι καστανή, μεσογειακός τύπος, είπε και πρόσθεσε αμέσως, αλλά ποιος μπορεί να ανιχνεύσει τα μονοπάτια της κληρονομικότητας; Και ο παππούς Νίκολας σκούρος ήταν – Μικρασιάτης. Λοιπόν, πες μου τώρα τα δικά σου.
Δεν είχα καμία διάθεση να αφηγηθώ οτιδήποτε για τη ζωή μου – όπως το ’βλεπα τότε δεν υπήρχε τίποτα άξιο αφήγησης. Ήμουν ζαλισμένος όχι τόσο από το κρασί όσο από τον ορυμαγδό των πληροφοριών – και βέβαια από την επανεμφάνιση μιας παλιάς Αμερικανής φίλης. Όλα αυτά θυμίζουν ζωή μυστικού πράκτορα στην υπηρεσία της Αυτοκρατορίας, είπα μετά από ώρα. Βύθισε το πιρούνι της σε μια φέτα πεπόνι και γέλασε. Μα κάπως έτσι είναι τελικά, είπε εντέλει η Τερέζα ΜακΕλντόουνι από το Γκρέητ Φολλς της Μοντάνα. Είμαστε παντού, είμαστε εκεί που πρέπει να είμαστε. Προάγουμε τον διάλογο, εξάγουμε δημοκρατία – ή την επιβάλλουμε με το ζόρι αν χρειαστεί. Φτιάχνουμε γέφυρες, αν και συχνά ανακαλύπτουμε ότι δεν υπάρχουν όχθες να γεφυρώσεις. Ταξιδεύουμε ανάμεσα στους τόπους, ποτέ όμως μέσα τους. Σε τελευταία ανάλυση προωθούμε την κατανόηση του γεγονότος ότι όλα είναι μια τεράστια παρεξήγηση. Κάτι είναι κι αυτό, έτσι δεν είναι; Ο Ντελίλλο λέει πως η συλλογική μας ιστορία δεν είναι παρά συσσώρευση συγχύσεων. Η Αμερική κάθεται στη θέση του οδηγού κι αυτό θα γίνει ευκρινέστερο όταν καταρρεύσει ο μπαμπούλας της Σοβιετικής Ένωσης – ίσως πιο σύντομα απ’ ό,τι φανταζόμαστε. Όλα εκεί κατασκευάζονται – τα πολιτισμικά προϊόντα εννοώ, άσε πια τα υλικά αγαθά. Τι απέγινε αλήθεια το ευρωπαϊκό σινεμά, ο χορός, η μουσική; Θα έχεις ακούσει γερμανικά ροκ συγκροτήματα και Νορβηγούς χεβιμεταλλάδες – αν όχι, δεν είναι και λόγος για δάκρυα. Η γλώσσα, εκτός από όργανο επιβολής, είναι και ιμάντας μεταβίβασης νοημάτων. Γι’ αυτό, από όλη την ιστορία της σύγχρονης μουσικής επιβίωσε μόνον η Αγγλία – οι Άνιμαλς, που, απ’ ό,τι θυμάμαι, τους λατρεύεις αλλά και οι Στόουνς από το ρυθμ εντ μπλουζ εμπνεύσθηκαν. Η Αμερική είναι ο μύθος του κόσμου μας και η CIA είναι ο μύθος της Αμερικής. Προσφέρουμε άφθονη μυθοπλασία – οι λέξεις μας σέρνουν τα γεγονότα από τη μύτη. Αλλά εμένα με γοητεύουν οι αρχέγονες κουλτούρες. Βέβαια, εχθρεύονται τον Δυτικό Λόγο, λησμονώντας ότι πρέπει να αποκαταστήσουν ή εν ανάγκη να επινοήσουν μια συνέχεια αν πρόκειται ν’ αποκατασταθεί η διαρραγείσα ενότητα της Ιστορίας. Η ενοποιητική λέξη –το Όνομα, όπως λέει ο Ντελίλλο– είναι «Ανάπτυξη». Όλα προς τα κει συγκλίνουν, όλα εν ονόματί της διαπράττονται. Προορισμός της Αμερικής είναι να παρέχει ό,τι χρειάζονται οι άνθρωποι, αλλά και ό,τι δεν χρειάζονται. Παίζουμε ένα ευκρινή ρόλο στο θέατρο του κόσμου – αυτή είναι η αποστολή μας. Ο μύθος είναι αναγκαίος αλλά η μυθοπλασία χωρίς τον Κακό είναι άχρηστη, κακή λογοτεχνία – αυτό το ξέρεις καλύτερα από μένα, καλέ μου Έλληνα. Όταν ένας Ιρανός δημόσιος λειτουργός εκφράζει την συμπάθεια και τον θαυμασμό του για την Αμερική συμπεραίνω ότι είτε είναι ηλίθιος είτε ψεύτης. Σ’ αυτό το σημείο έχω φτάσει. Τουλάχιστον στην Ευρώπη οι εξεγερμένοι τα βάζουν με τους δικούς τους θεσμούς – το κράτος, την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, την ελευθερία της αγοράς, την αστυνομία, το δικαιακό σύστημα, τον Τύπο, το σοσιαλδημοκρατικό πρόταγμα ως αντιστρατευόμενο τις προσωπικές ελευθερίες. Στον υπόλοιπο κόσμο –και ειδικά στη Μέση Ανατολή– απλούστατα σκοτώνουν Αμερικανούς. Τι άλλο να προσφέρουμε στον κόσμο από το παράδειγμα ενός ευκρινούς εχθρού; Το ερώτημα δεν είναι πώς βλέπει ο κόσμος την Αμερική –στο κάτω-κάτω όλοι Αμερική θέλουν να γίνουν– αλλά πώς βλέπει η Αμερική τον κόσμο. Μερικές δεκάδες αριστεροί και μάλιστα στελέχη του ΚΚΕ κάνουν αυτή τη στιγμή μεταπτυχιακά στο Ντε Μόιν της Αϊόουα – μπορείς να το φανταστείς; Φυσικά όχι, γιατί μάλλον δεν θα ’χεις καν ακουστά την πόλη, χαμένη στις Μεγάλες Πεδιάδες. Μπορούμε να υποθέσουμε εύλογα ότι στη Φιλαδέλφεια και στο Λος Άντζελες οι αριθμοί είναι πολλαπλάσιοι. Πώς ακριβώς να δει κανείς αυτούς τους ανθρώπους; Αλλά κι εσύ μαθαίνω πως βγάζεις το ψωμί σου στο Αμερικανικό Κολλέγιο της Αθήνας – μέχρι τουλάχιστον να γράψεις το αριστούργημά σου.
Ήξερε πολλά για μένα. Γέλασα. Έχεις γίνει κυνική, παρατήρησα. Πάντα με εντυπωσίαζε η κατεδαφιστική αυτοκριτική των Αμερικανών, πρέπει να σου πω. Μοιάζει σαν αυτή να είναι η δύναμη του συστήματος. Το βλέπεις στο σινεμά, στη λογοτεχνία, στην πολιτική σκέψη, στην πραγματική ζωή. Μοιάζει σαν εκεί να έγκειται η ουσία της προπαγάνδας σας. Οι νευρώσεις, η εγκληματικότητα, η ρύπανση, ο ρόλος σας στον κόσμο, οι πληγές σας, όλα σε κοινή θέα. Έχω βαρεθεί ν’ ακούω και να διαβάζω για μεταμελημένους πράκτορες σαν τον Φίλιπ Έιτζι. Φυσικά το εκτιμώ πολύ αυτό. Ήμουν σκυθρωπός και καταλάβαινα πως ήταν εμφανές κι αυτό με ενόχλησε. Συμπεραίνω απ’ όσα είπες πριν, πρόσθεσα, ότι κατατάσσεις και την Ελλάδα στη Μέση Ανατολή.
Η ανοιξιάτικη ανθοφορία ήταν στο φόρτε της. Λεύκες, ιτιές ή φλαμουριές; Λέξεις πετούσαν μαζί με τη γύρη στην επιβαρυμένη με αόρατα οξείδια του αζώτου ατμόσφαιρα της πόλης. Μιλάτε σαν να τσακώνεστε εσείς οι Έλληνες, σ’ το ’χω ξαναπεί, νομίζω, παρατήρησε η Τερέζα με το μάτι στα διπλανά θορυβώδη τραπέζια. Μα όντως τσακωνόμαστε, είπα εγώ. Μπα, δεν το πιστεύω, απλώς αποφορτίζεστε. Σας κατατρώει το ίδιο σαράκι και εντέλει όλοι συμφωνείτε ότι είστε ιστορικά –συνεπώς και προσωπικά– αδικημένοι. Θα σου γνωρίσω την Μπέσσυ Κάλλαχαν, μια ανθρωπολόγο που δουλεύει στο Πολιτιστικό Τμήμα της Πρεσβείας. Ισχυρίζεται ότι η γλώσσα του ρεμπέτικου αντιπροσωπεύει κατά τον καλύτερο τρόπο αυτό που σας ροκανίζει την ψυχή. Το παράπονο για την κακούργα κοινωνία. Ζείτε ακόμη υπό τη σκιά της Τουρκοκρατίας – για όλα φταίνε οι ξένοι. Στις αξιολογήσεις του Στέητ Ντηπάρτμεντ είστε η δεύτερη χώρα παγκοσμίως ως προς τα αντιαμερικανικά αισθήματα. Με ένα περίεργο λογικό άλμα ταυτίζετε τον τουρκικό μπαμπούλα με την αμερικανική εξωτερική πολιτική – έτσι τουλάχιστον διατείνεται η Μπέσσυ. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που άκρα Δεξιά και άκρα Αριστερά ταυτίζονται σ’ αυτά τα θέματα. Ξένες συνωμοσίες και εσωτερικές προδοσίες. Κακοφορμισμένος εθνικισμός πάνω στον οποίο επικάθεται κακοχωνεμένος μαρξισμός. Το αποτέλεσμα φοβάμαι πως θα είναι ο συντεχνιακός λαϊκισμός. Ο εκ του ασφαλούς συνδικαλισμός. Ειλικρινά υποψιάζομαι, καλέ μου Έλληνα, ότι η μεταπολίτευσή σας θα καταλήξει σε ένα όργιο υλικών διεκδικήσεων με τελικό αποτέλεσμα το ξεπουπούλιασμα του κράτους, ίσως και την χρεοκοπία.
Ίσως, είπα, αλλά…
Η Τερέζα με διέκοψε. Με την ευκαιρία πρέπει να σου πω ότι είναι και ωραία γκόμενα η Μπέσσυ, θα σου τη γνωρίσω. Πήγα να διαμαρτυρηθώ αλλά μου έκλεισε τα χείλη με το δάχτυλό της. Έχει υπηρετήσει στη Νιγηρία, το Σουδάν, την Ισταμπούλ – συγγνώμη, την Κωνσταντινούπολη ήθελα να πω. Και ταυτίζει τα ταξίδια με την ερωτική εμπειρία – κάτι πρέπει να αποκομίζουμε από κάθε τόπο, λέει η Μπέσσυ, και ο σύζυγός της δεν έχει τίποτα να πει επ’ αυτού.
Ούτε εγώ είπα τίποτα, φυσικά. Η Τερέζα ανασκάλεψε την τσάντα της και ανέσυρε μια λευκή κάρτα. Διάβασέ το, είπε με πονηρό ύφος. Η εγγραφή ήταν στα ελληνικά και ακολουθούσε μια κουτσομετάφραση στα αγγλικά:
Την παίρνω στο τηλέφωνο,
Κι αυτή δεν το σηκώνει,
Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι.
Ξέσπασα σε νευρικά γέλια – ξαφνικά δεν μπορούσα να συγκρατηθώ.
Δεν είναι υπέροχο; είπε η Τερέζα.
Μα από πού το ανέσυρες;
Το λένε, απ’ ό,τι έμαθα, οι οπαδοί μιας ομάδας, του Αστέρα Εξαρχείων, που έχει τα γραφεία της εδώ πιο κάτω. Μου το πάσαρε ένας φίλος από την Πρεσβεία.
Σοβάρεψα. Εύστοχο. Το ιδιωτικό και το δημόσιο στη σύγχρονη Ελλάδα, σκεφτόμουν. Όλα πολτός, όλα επικοινωνούν με όλα. Η ανοιχτή κοινωνία. Ο καραγκιόζης, που σου ’λεγα κάποτε με αφορμή τη χούντα, θυμάσαι; ΠΑΣΟΚ, ΠΑΠΟΚ, ΠΑΟΚ & ΠΑΚΟΕ, που λέει και ο φίλος μου ο Μπαλτάς στον Πολίτη. Μαύρες Τρύπες.
Γελούσε κι εκείνη, εμφανώς ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα της κίνησής της. Μας πήρε ώρα να επανέλθουμε. Έπειτα παραγγείλαμε κι άλλο κρασί, έτσι για να περάσουμε στο επόμενο στάδιο. Δεν έχω πάει ακόμα στην Ακρόπολη, το πιστεύεις; με ρώτησε αργότερα ενώ πλήρωνα τον λογαριασμό. Ούτε το ’74 ούτε τώρα. Δεν το αντέχω. Ο ιερός βράχος αντιπροσωπεύει τα πάντα για μένα. Μάλλον δεν είμαι έτοιμη να τον μοιραστώ με τις ορδές των τουριστών.
Μην έχεις τύψεις, Τέρρυ. Κι εγώ έχω να πάω από παιδί, με τον πατέρα μου, απάντησα για λόγους ευγένειας.
Αναλογία, Σταθερότητα, Λόγος, Καθαρότητα. Δεν ξέρω, δεν είμαι έτοιμη γι’ αυτό το προσκύνημα. Κι όμως είναι τόσο κοντά – τη βλέπω κάθε μέρα να ορθώνεται χρυσίζοντας μέσα από την αχλύ της σύγχρονης βουερής πόλης σαν να θέλει να τη σώσει από την παραφροσύνη.
Έπειτα ανηφορίσαμε αργά προς τον Λυκαβηττό. Ο Λόγος είναι το ποτάμι του Θεού, γράφει κάπου το Κοράνι, όπως τουλάχιστον ισχυριζόταν ένας νοήμων Ισραηλινός σε κάποιο κιμπούτς στην Τιβεριάδα, είπε η Τερέζα. Κατέληξε πάντως ότι είναι να θλίβεσαι για τις αποκλίσεις από αυτή την καταστατική αρχή στις μέρες μας. Αν αντικαταστήσεις σ’ αυτή τη ρήση το «Λόγος» με το «Τρόμος» έχεις τη σύγχρονη εκδοχή του Ισλάμ.
Ίσως πάμε μαζί κάποια μέρα στην Ακρόπολη, είπα για να ξαναφέρω τη συζήτηση σε πιο βατά μονοπάτια.
Ίσως, είπε εκείνη, φυσώντας χαριτωμένα μια μπούκλα από τα μαλλιά της που είχε καλύψει το μάτι της. Αν μείνω βέβαια στην Αθήνα, πρόσθεσε λοξοκοιτώντας με διερευνητικά – έτσι μου φάνηκε τουλάχιστον.
Ζεις μόνη εδώ;
Με την κόρη μου, όπως σου είπα.
Δεν εννοώ αυτό.
Τι εννοείς τότε; Αν έχω εραστή; Δεν έχεις καν το δικαίωμα να ρωτάς, είπε παιγνιδιάρικα, αλλά η απάντηση είναι, τίποτα άξιο λόγου. Βλέπω αραιά και πού κάποιον από την Πρεσβεία αλλά δεν μπορώ να αποκαλύψω τίποτα παραπάνω – είναι παντρεμένος. Παραμένεις πάντως ο μοναδικός Έλληνας στο μάλλον φτωχό βιογραφικό μου, αν αυτό σημαίνει κάτι.
Και θέλω να παραμείνω, είπα με τη σειρά μου, κι αμέσως το μετάνιωσα.
Ώστε αυτή τη Μαρικαίτη, τελικά την παντρεύτηκες, είπε η Τερέζα, παρακάμπτοντας το άκαιρο άνοιγμά μου και καρφώνοντας με μ’ ένα πλάγιο βλέμμα.
Είμαστε στα χωρίσματα καταπώς φαίνεται, έσπευσα να πω. Συχνά βέβαια τα τελευταία σπαρταρίσματα διαρκούν πολύ.
Σαν το ψυχορράγημα, είπε εκείνη. Επ’ ευκαιρία διάβασα –τρόπος του λέγειν διάβασα– εκείνο το άρθρο σου στην Αυγή για την πολιτικοποιημένη λογοτεχνία. Μου το κουτσομετέφρασαν, για την ακρίβεια – δεν θα τα κατάφερνα μόνη μου. Λίγο άκαμπτο μου φάνηκε – μέσα στα πλαίσια της πολιτικής ορθότητας της Ανανεωτικής Αριστεράς, όπως την αποκαλείτε. Βλέπεις, σε παρακολουθώ διακριτικά, καλέ μου Έλληνα, είπε διαβάζοντας ενδεχομένως την έκπληξή μου. Αλλά, αναρωτήθηκα, γιατί να μην περιλάβεις τον Άπτον Σίνκλαιρ και τον Τζακ Λόντον στους κατ’ εξοχήν πολιτικοποιημένους συγγραφείς; Ή ακόμη και τον Φώκνερ που ισχυριζόσουν κάποτε ότι ήταν το εναρκτήριο ερέθισμα για ν’ ασχοληθείς με την λογοτεχνία; Δεν είναι άραγε πολιτικό ζήτημα η δουλεία, ο Αμερικανικός Νότος, ο Εμφύλιος ή το κίνημα για τα κοινωνικά δικαιώματα; Απελευθερώσου, καλέ μου Έλληνα, από τα ιδεολογικά σου δεσμά και τότε θα γράψεις καλά – είμαι σίγουρη γι’ αυτό.
Με είχε αιφνιδιάσει. Κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η πρώτη συνάντηση με την Τερέζα ΜακΕλντόουνι εκείνο τον μακρινό Μάιο του 1980.
[...]