Μόσχος και κανέλα
Ο μεσήλιξ που βάδιζε γοργά – δίκην αθλήσεως – προς το Πεδίο του Άρεως ήταν εξαιρετικά φροντισμένος. Η αθλητική του περιβολή έλαμπε. έβλεπες ακόμα και τις τσακίσεις του σιδερώματος. Τα παπούτσια του ήταν σαν καινούρια. Υποψιαζόσουν την φροντίδα της συζύγου αλλά και ο ίδιος απέπνεε επιμέλεια.
Τραγουδούσε ένα ιταλικό τραγούδι. Δεν ήξερε την γλώσσα και έλεγε διάφορα ακαταλαβίστικα. Τα ομιλητικά μέρη του τραγουδιού τα έλεγε με ιταλική παραστατικότητα κάνοντας και – όσο μπορούσε πιο κρυφά – κινήσεις με τα χέρια του.
Μποτζιόρνο
κε μίσκο καριόλι
πόρκα ραβιόλι
κε σόλε κορνέ
...........
Άκαζα ντιρένε.
Πριν χωθεί στο άλσος έδειξε φευγαλέα το μεσαίο του δάχτυλο σε κάποιο λεωφορείο που ήταν τίγκα. Στο άλσος προπορευόταν σταθερά εμπρός του κάποιος που έτρεχε αργά και φορούσε σορτσάκι. Το σορτσάκι ήταν στενό και τα οπίσθιά του τσουπωτά. Ο περιπατητής μας άλλαξε τροπάριο. Άρχισε να μονολογεί.
«Ένα μπουτάκι, δύο μπουτάκια, εν δυο, εν δυο. Τρεχάτε μπουτάκια εν δυο, εν δυο. Θα σου δείξω εγώ πούστη αύριο. Ένα χεράκι πάνω, ένα κάτω, ένα χεράκι πίσω, ένα χεράκι μπροστά, εν δυο, εν δυο, δύο μπουτάκια, δύο χεράκια, οχτώ, εννιά, δέκα. Δέκα μπουτάκια. Δέκα με τόνο, δέκα με τόνο και σαλατούλα. Σαλατούλα, καρδιά μαρουλιού. Σαλατούλα, σαλατούλα, σαλατούλα. Θα σου δείξω εγώ παλιοπούστη». Μέχρι που χάθηκε ο τζόκερ ο περιπατητής μονολογούσε κοιτάζοντας τα άσπρα ποδαράκια του.
«Εν δυο, εν δυο». Ήταν δικηγόρος και την άλλη μέρα είχε μια κρίσιμη δίκη. Ο δικηγόρος του αντιδίκου – ένα θρασύτατο παιδάριο, ένα σατανικό μούτρο – πολλές φορές τον είχε στριμώξει. Ποιον; Αυτόν που ήταν το μοναδικό δεκάρι στην ποινική δικονομία. Μόλις είχε δώσει το μάθημα, ο καθηγητής σηκώθηκε και τον συνόδεψε μέχρι την πόρτα. Μέχρι και σήμερα η φήμη του ως φοιτητή υπάρχει στους κύκλους των δικηγόρων. Αλλά και σήμερα κατά τους συναδέλφους, είναι μια κινητή εγκυκλοπαίδεια στην ποινική δικονομία. Κι αυτή η γκιόσα η πρόεδρος κάπως κοιτάζει τον νέο δικηγόρο. Λιγάκι σαν να χαριεντίζονται. Αστήρικτη βέβαια αλλά βαθύτατη μεροληψία. Άπαπα. Πέρασε μπροστά από κάτι φρεσκοσκαμμένες λακκούβες που ήταν εν σειρά. Άρχισε πάλι να μονολογεί. Να σημειωθεί ότι αλλοίωνε την φωνή του. Μιλούσε λεπτά, με λίγο νάζι και λίγο μωρουδίστικα.
«Μία λακκουβίτσα, δύο λακκουβίτσες, τρεις λακκουβίτσες, τέσσερις λακκουβίτσες, πέντε, έξι, εφτά, οχτώ, εννιά, δέκα λακκουβίτσες. Θα περάσει ο καλός μας κηπουρός, και θα φυτέψει σπόρους και καταβολάδες. Θα σου δείξω εγώ πούστη αύριο. Θα γίνουν δεντράκια, θα μεγαλώσουν, θα μεγαλώσουν, θα μεγαλώσουν και θα πηγαίνω με την μανούλα και τ’ αδερφάκια μου για πικνίκ στα χορταράκια, κάτω απ’ τα δεντράκια. Α, να κι άλλη λακκουβίτσα, κι άλλη λακκουβίτσα. Θα την φας αύριο καριόλη. Ξερόλα. Θα με ταΐσει η μανούλα κρεμούλα κι εγώ θα κάνω αγκού, αγκού, αγκού, αγκού. Μια φορά αγκού, δύο αγκού, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά, οχτώ, εννιά, δέκα φορές αγκού. Η μανούλα θα μου κάνει έτσι στην πλατούλα με το χεράκι της και θα πει. Μόσχος και κανέλα μία, μόσχος και κανέλα δύο, μόσχος και κανέλα, μόσχος και κανέλα, μόσχος και κανέλα...» Όταν έφτασε στο σπίτι του, φώναξε στην γυναίκα του.
«Ήρθα αγάπη μου. Μόσχος και κανέλα, μόσχος και κανέλα».
«Τι είπες;»
«Τίποτα, τίποτα. Κάτι σκεφτόμουν. Αγάπη μου θα πάω στο γραφείο να ετοιμαστώ για αύριο. Μην μ’ ενοχλήσει κανείς».
«Να σου ετοιμάσω κάτι; Καμμιά μπριζόλα;»
«Ναι αργότερα. Όχι πολύ ψημένη. Να φαίνεται λίγο κόκκινο ζουμί».
«Τι είπες αγάπη μου;» «Όχι πολύ ψημένη» κραύγασε.