
Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα του Γιάννη Δενδρινού «Η ασήμαντη ιστορία του Δημόνικου Παχτατζή», η οποία θα κυκλοφορήσει στις 22 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Κατάστρωμα
Πειραιάς, Δευτέρα 3 Απριλίου 1967
Queen Frederica. Τα μάτια του εικοσιεφτάχρονου Δημόνικου Παχτατζή είχαν στρογγυλέψει σαν ποταμίσιες κροκάλες καθώς διάβαζε, γράμμα το γράμμα, το όνομα του πλοίου που θα τον έφερνε όλο και πιο κοντά σε αυτό που, εδώ και αρκετούς μήνες, θεωρούσε ότι μπορεί να ήταν ο δικός του λυτρωμός. Περίμενε υπομονετικά σε μια ατέλειωτη ουρά στην προκυμαία και βλέποντας, πίσω από τα κιγκλιδώματα, τις αποσκευές να υψώνονται μέσα σε ατσαλένια δίχτυα στον γκρίζο ουρανό του Πειραιά, ένιωθε την ώρα εκείνη πως και η δική του η ψυχή πετούσε σαν ανάλαφρο πουλί.
Αραιά και πού, ωστόσο, έριχνε κλεφτές ματιές προς τα πίσω, αλλά και στο μεγάλο άνοιγμα της εισόδου του λιμανιού. Όταν έβλεπε μια γυναικεία φιγούρα, μόνη, να κινείται βιαστικά, κάπως σπασμωδικά, η καρδιά του χτυπούσε πιο δυνατά.
Το προηγούμενο βράδυ τίποτα δεν προμήνυε ότι σήμερα, με μια μικρή βαλίτσα στο χέρι, θα εγκατέλειπε οριστικά έναν ολόκληρο κόσμο, χωρίς να έχει το ελάχιστο απόθεμα τόλμης να τον αποχαιρετήσει. Είπε ψέματα, ότι θα έμενε τάχα σε έναν φίλο του γιατί είχαν σκοπό να πιούν κάτι παραπάνω. Διανυκτέρευσε μόνος σε ένα ξενοδοχείο στην Ομόνοια. Έμεινε άγρυπνος όλη τη νύχτα και το πρωί, προτού σκάσουν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου, έφυγε γρήγορα σαν κλέφτης, με τη βαλίτσα στο ένα χέρι και το σακάκι του στο άλλο. Κατηφόρισε στον Πειραιά με τον ηλεκτρικό. Μακάρι να γινόταν αλλιώς, σκεφτόταν στη διαδρομή. Πάλευε, μήνες τώρα, με τα τελευταία απομεινάρια ενός παλιού εαυτού, μέχρι να τα εκδιώξει οριστικά και να αποφασίσει ότι αυτή ήταν η καλύτερη λύση. Και τώρα ακόμα όμως, που ήταν ήδη μακριά της, ένιωθε την οσμή της ακουαρέλας να εισβάλλει στα ρουθούνια του, κάνοντάς τον να κοιτάζει αριστερά και δεξιά.
«Μόνος ταξιδεύετε;»
Μια φωνή, τρυφερή και χαμηλότονη, διείσδυσε στον περίκλειστο κόσμο των συλλογισμών του και διέκοψε τον ονειρικό λήθαργο στον οποίο είχε για μια στιγμή μόνο βυθιστεί. Ο Δημόνικος Παχτατζής γύρισε απότομα και σαρώνοντας με τα γαλανά του μάτια τον χώρο τριγύρω είδε πολλούς ανθρώπους να στέκονται κοντά του, αλλά κανένας από αυτούς δεν φαινόταν να του έχει απευθύνει τον λόγο. Ήταν ένα ζευγάρι νεαρών, διαρκώς σφιχταγκαλιασμένο, λες και ήθελαν να υπογραμμίσουν την κοινή τους μοίρα, μια γυναίκα με αυστηρό πρόσωπο και κίτρινο φόρεμα, που στεκόταν δίπλα σε έναν κύριο με σκούρο κοστούμι, κι άλλοι πολλοί, διαφόρων ηλικιών, εξωτερικής εμφάνισης και συναισθηματικών αποχρώσεων. Οι περισσότεροι με μια θετική προσδοκία και ψυχική προδιάθεση. Κανείς από αυτούς ωστόσο δεν του έδινε σημασία. Ακόμα και οι πλανόδιοι φωτογράφοι της Ακτής Μιαούλη αδιαφορούσαν για την παρουσία του. Για μια στιγμή μάλιστα ένιωσε κι ο ίδιος πως ήταν αόρατος. Έστρεψε ξανά το κεφάλι του παρατηρώντας τα σχοινιά και τους γάντζους που ανεβοκατέβαιναν. Η μεταφορά των αποσκευών φαινόταν να φτάνει στο τέλος της.
«Μόνος ταξιδεύετε, νεαρέ;»
Αυτή τη φορά η φωνή ήταν πιο διαπεραστική, σχεδόν κοριτσίστικη, και ο Δημόνικος παρατήρησε ότι ακουγόταν αρκετά κοντά του. Λες κι ερχόταν από το έδαφος. Έγειρε το κεφάλι και είδε δίπλα του έναν μικροκαμωμένο κύριο απροσδιόριστης ηλικίας, αλλά σίγουρα αρκετά μεγαλύτερό του, με στρογγυλό και μάλλον, εξ αυτού του λόγου, συμπαθητικό πρόσωπο. Τα χαμογελαστά του μάτια σπίθιζαν. Περίμεναν μια απάντηση.
«Ναι», του είπε ο Δημόνικος ύστερα από έναν στιγμιαίο δισταγμό και κάποιες φευγαλέες σκέψεις, για τις οποίες γελούσε και ντρεπόταν μαζί κάθε φορά που, χρόνια μετά, τις ανακαλούσε στη μνήμη του.
«Αν μπορούσα να μαντέψω, θα έλεγα ότι πηγαίνετε στην Αμερική για πρώτη φορά».
Το χαμόγελο του μικρόσωμου κι ευγενικού ανθρώπου εξακολουθούσε να είναι πλατύ και αυθόρμητο, αυτό ωστόσο δεν έκαμψε την επιφυλακτικότητα του Δημόνικου, καθώς αγνοούσε τα βαθύτερα κίνητρα και τις επιδιώξεις του. Προσπάθησε να τα κατανοήσει κι επειδή δεν το κατάφερε μέσα στο μικρό χρονικό περιθώριο που έδωσε στον εαυτό του, περιορίστηκε, για μια ακόμα φορά, να απαντήσει μονολεκτικά: «Ναι».
Γεροδεμένος καθώς ήταν, έσπρωξε άτσαλα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που ενστικτωδώς, προκειμένου να προφυλαχτεί από τον επερχόμενο κίνδυνο, αγκαλιάστηκε σφιχτά, όπως τα παλιά εκείνα χρόνια της σαγήνης που είχαν κι οι ίδιοι ολωσδιόλου ξεχάσει. Κάποιοι άλλοι ψιθύρισαν για την αγένεια του νεαρού με τα ξεφτισμένα ρούχα κι αυτοί που περισσότερο ενοχλήθηκαν ξεστόμισαν δυο βλαστήμιες παραπάνω.
Ύστερα από αυτόν τον σύντομο και ελάχιστα δημιουργικό διάλογο, ο Δημόνικος τάχυνε το βήμα του. Προσποιούμενος βιασύνη εξαιτίας κάποιου απροσδιόριστου λόγου, ζήτησε συγγνώμη και, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του ακατάληπτες λέξεις, προσπέρασε δυο σειρές στην αναμονή. Γεροδεμένος καθώς ήταν, έσπρωξε άτσαλα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που ενστικτωδώς, προκειμένου να προφυλαχτεί από τον επερχόμενο κίνδυνο, αγκαλιάστηκε σφιχτά, όπως τα παλιά εκείνα χρόνια της σαγήνης που είχαν κι οι ίδιοι ολωσδιόλου ξεχάσει. Κάποιοι άλλοι ψιθύρισαν για την αγένεια του νεαρού με τα ξεφτισμένα ρούχα κι αυτοί που περισσότερο ενοχλήθηκαν ξεστόμισαν δυο βλαστήμιες παραπάνω. Ο στρογγυλός άνθρωπος χαμογέλασε κι έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του λινού σακακιού του δύο εισιτήρια.
Είχαν περάσει δυο μέρες από τότε που ξεκίνησε το καράβι. Ο Δημόνικος Παχτατζής δεν είχε βγει από την καμπίνα της τρίτης θέσης που μοιραζόταν με άλλα τρία άτομα, κι οι τρεις από ένα χωριό της Ηπείρου, κοντά στο Μέτσοβο, παρά μόνο για να επισκεφτεί την τραπεζαρία και να ξεγελάσει την πείνα του. Μιλιά δεν είχε ανταλλάξει με τους συνεπιβάτες του, οι οποίοι –συγγενείς καθώς ήταν μεταξύ τους, κάτι σαν δευτερο ξάδελφα– έλεγαν συνεχώς ιστορίες από τον τόπο τους. Ιστορίες αστείες, κάποιες σκανδαλιστικές. Η ταραγμένη θάλασσα του Ιονίου την πρώτη μέρα και οι βαριές μυρωδιές των τεσσάρων αντρών που κατέκλυζαν τον χώρο τα ερεθισμένα τους βράδια προκάλεσαν μεγάλη δυσφορία στον Δημόνικο, που, όπως και οι συνταξιδιώτες του στην καμπίνα, ήταν άμαθος από τέτοια ταξίδια. Γι’ αυτό, λίγες ώρες πριν το πλοίο φτάσει στο Παλέρμο για να παραλάβει τους υποψήφιους μετανάστες από τη γειτονική χώρα, βγήκε στο κατάστρωμα της τρίτης θέσης και στον καθαρό αέρα. Θαύμασε την πολυτέλεια του πλοίου, χάρηκε ξανά με την απόφασή του να κάνει αυτό το άλμα στη ζωή του. Τα κρωξίματα των γλάρων του δημιούργησαν μια αμφίθυμη διάθεση, θυμίζοντάς του τις σχισμές των βράχων στις ακτές της νότιας Εύβοιας. Απομάκρυνε όσο πιο γρήγορα μπορούσε τις μνήμες αυτές από το μυαλό του. Ευχαρίστησε τον Θεό, μα πιο πολύ τον φίλο του, τον Θέμη, που του έβαλε την ιδέα για το μεγάλο ταξίδι και του εξασφάλισε την άδεια εισόδου, παρότι δεν είχε κανέναν συγγενή στην Αμερική, δίνοντάς του και κάποια λίγα χρήματα που του έλειπαν για να αγοράσει το εισιτήριο.
Βάδιζε αργά και προσπαθούσε να διασχίσει το κατάστρωμα από την πρυμνιά άκρη του καραβιού μέχρι την μπροστινή, όπου σκόπευε να δει τις πολυτελείς, όπως είχε ακούσει, πλωριές καμπίνες. Ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά. Παρότι πρώιμη άνοιξη, είχε θαυμάσιο καιρό. Οι επιβάτες πηγαινοέρχονταν ράθυμα, ακροβολίζονταν στις κουπαστές και ατένιζαν τις ακτές της Ιταλίας που αχνοφαίνονταν στον ορίζοντα. Κοιτούσε κι αυτός αφηρημένος, σπρωχνόταν από τον κόσμο και βυθισμένος στις σκέψεις του, ανέβηκε κάποιες σκάλες χωρίς καν να το καταλάβει. Και μόνο όταν πρόσεξε την εξαίσια εμφάνιση και το πολυτελές ντύσιμο τόσο των αντρών, όσο κυρίως των όμορφων γυναικών, συνειδητοποίησε ότι είχε μπει στο κατάστρωμα της πρώτης θέσης. Οι γυναίκες φορούσαν τεράστια γυαλιά ηλίου, προτιμούσαν να στέκονται δίπλα στην ξύλινη κουπαστή ή ακουμπούσαν ναζιάρικα σε αυτή, άλλες με κλος φορέματα κι ανάγλυφες δαντέλες κι άλλες με διακριτικά, εκλεπτυσμένα κοψίματα, όλες κομψές κι αυτάρεσκες. Μια εντυπωσιακή γυναίκα με τεράστιες ψεύτικες βλεφαρίδες και ροδακινί χείλη του έριξε ένα λάγνο βλέμμα. Ο Δημόνικος κολακεύτηκε. Όταν όμως η ματιά της γυναίκας χαμήλωσε στα σκονισμένα παπούτσια του κι ύστερα στο γερτό κασκέτο που φορούσε στο κεφάλι, κατάλαβε ότι ενδεχομένως δεν επρόκειτο για βλέμμα ερωτικό. Αμέσως μετά παρατήρησε ότι ο άντρας που συνόδευε τη γυναίκα και την άρπαξε από τη μέση με μια τρυφερή κίνηση στην προσπάθειά του να την απομακρύνει από την κουπαστή, πιθανότατα επειδή, κι αυτός εσφαλμένα, αντιλήφθηκε κάποιο διάχυτο γυναικείο μαγνητισμό στην ατμόσφαιρα, φορούσε δίχρωμα σκαρπίνια. Κι οι δυο τους, με τα κορμιά κορδωμένα, γεμάτα αυτοπεποίθηση, απομακρύνθηκαν από τον οπτικό του ορίζοντα. Ένιωσε ένα πλάκωμα στην ψυχή. Ζήλεψε. Αλλά έπρεπε να κάνει υπομονή. Γιατί είχε μπροστά του την προσωποποίηση των ονείρων του. Η ενσαρκωμένη αίσθηση των στόχων που είχε θέσει θα τον βοηθούσε να επιταχύνει την ορμή και να υπερκεράσει όλες τις ψυχολογικές αναστολές. Καθώς το βλέμμα του σάρωνε τα πρόσωπα και τα στητά κορμιά, μια εικόνα τον αγκίστρωσε μεμιάς. Ο άνθρωπος με το στρογγυλό πρόσωπο είχε γείρει, με ένα ποτήρι στο χέρι, δίπλα σε μια σωσίβια λέμβο. Του χαμογέλασε σηκώνοντας λίγο τον ψάθινο παναμά του. Ο Δημόνικος ένιωσε το διαπεραστικό του βλέμμα και ταυτόχρονα τις δυνατές πνοές του αέρα πάνω στο κατάστρωμα να του κλέβουν τις ανάσες. Αιφνιδιάστηκε. Σκέφτηκε όμως ότι θα ήταν αγενές εάν για δεύτερη φορά εξαφανιζόταν διαμιάς, όπως έκανε στην αναμονή του λιμανιού. Και σε κάθε περίπτωση, δεν είχε κανένα λόγο να αισθάνεται ενοχές για το σφάλμα του να μπει στο κατάστρωμα της πρώτης θέσης. Με τέτοιες αναστολές, το γνώριζε πολύ καλά, δεν είχε πολλά περιθώρια να προχωρήσει. Τον πλησίασε, λοιπόν, κι όταν έφτασε σιμά του, σήκωσε το κασκέτο.
«Καλημέρα, κύριε», του είπε ο Δημόνικος.
«Καλημέρα, νεαρέ μου», του απάντησε ο άγνωστος κύριος.
«Πώς πάει το ταξίδι μέχρι τώρα;»
«Ζαλίζομαι κάποιες στιγμές, αλλά δεν αποθαρρύνομαι. Έχω σκοπό να συνεχίσω, μιας και δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής», είπε ο Δημόνικος και γυρίζοντας το κεφάλι στην απέραντη έκταση νερού που άφηνε το καράβι πίσω του, ένιωσε ένα υγρό αγκάλιασμα στην καρδιά του. Χαμογέλασαν.
Ο Δημόνικος προσπάθησε να καλύψει τη νευρικότητά του, υιοθετώντας μια δήθεν άνεση στις κινήσεις του. Έβγαλε τελείως το κασκέτο, καθώς πλησίασε ακόμα πιο πολύ τον μικροσκοπικό άνθρωπο. Εκείνος έτεινε το χέρι, ενώ το στρογγυλό του πρόσωπο απέκτησε για μια στιγμή γωνίες σκληρές και παράξενες, λες και επανασυναρμολόγησε τα οστά του, επιστρατεύοντάς τα για την αυστηρότητα της στιγμής.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ο νεαρός Μάρκος Αδάμης, υπάλληλος στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών, ανακαλύπτει με τρόμο πως ο τραπεζικός λογαριασμός του έχει αδειάσει. Κι ενώ στην Ελλάδα του 2012 η οικονομική κρίση σαρώνει όνειρα κι ελπίδες, η μέρα του Μάρκου θα πάρει μια ακόμα περίεργη τροπή, όταν στην εργασία του εμφανίζεται ένας επίμονος άντρας με το όνομα Δημόνικος Παχτατζής. Οι αντιφάσεις στη ζωή αυτού του ξένου, μαζί με μια αμύθητη περιουσία δημιουργημένη στην Αμερική τα τελευταία σαράντα χρόνια, θα γίνουν αφορμή και η μοίρα των δύο αντρών θα ακολουθήσει κοινή πορεία. Μια διαθήκη, ένα χωριό που ξέρει να κρύβει τις ιστορίες του και η… ασήμαντη ιστορία του Δημόνικου Παχτατζή, όλα δοσμένα με μεγάλες δόσεις σαρκασμού, απογοήτευσης και πόνου.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Γιάννης Δενδρινός γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιθάκη. Σήμερα ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Μηχανικός στο ΕΜΠ, καθώς και Οικονομικές και Πολιτικές επιστήμες. Έχει γράψει τη συλλογή διηγημάτων Σπασμένες Γραμμές (Ενύπνιο 2021) και τη νουβέλα Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους (Διόπτρα 2024), που διακρίθηκε στη βραχεία λίστα των Βραβείων Αναγνώστη.




















