
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Γωγώς Ατζολετάκη «Η τρίτη άνοιξη», το οποίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Επίμετρο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Αντί προλόγου
Στις μέρες μας, μέρες των άγριων μητροκτονιών και πατροκτονιών, καλό είναι νομίζω να θυμηθούμε τη λέξη «αντιπελάργηση».
Λέξη άγνωστη στους περισσότερους, όμως η «αντιπελάργηση» μας έρχεται από τους αρχαίους μας χρόνους, όπου υπήρχε ιδιαίτερος νόμος που υπαγόρευε τη φροντίδα των γονιών από τα παιδιά τους, όταν οι γονείς μεγάλωναν και δεν μπορούσαν να φροντίσουν τον εαυτό τους. Ο νόμος αυτός ονομαζόταν «Πελαργικός», η δε ανταπόδοση της φροντίδας και των τροφείων από τα παιδιά στους γονείς τους ονομάστηκε «Αντιπελαργία» ή «Αντιπελάργησις». Που σημαίνει την εκ μέρους των παιδιών «αντιδωρεά», την ανταπόδοση δηλαδή των ευεργεσιών που έχουν λάβει από τους γέροντες πλέον γονείς τους.
Αξιοσημείωτο είναι πως ο Μέγας Βασίλειος χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο στον όγδοο Λόγο του στην «Εξαήμερο», ως διδακτικό παράδειγμα της οφειλόμενης στοργής του παιδιού προς τους γονείς του, παράδειγμα που παίρνουμε από τους πελαργούς.
Γράφει ο Μέγας Βασίλειος:
«Ἐκεῖνοι τὸν πατέρα ὑπὸ τοῦ γήρως πτερορρυήσαντα περιστάντες ἐν κύκλῳ τοῖς οἰκείοις πτεροῖς διαθάλπουσι, καὶ τὰς τροφὰς ἀφθόνως παρασκευάζοντες, τὴν δυνατὴν καὶ ἐν τῇ πτήσει παρέχονται βοήθειαν, ἠρέμα τῷ πτερῷ κουφίζοντες ἑκατέρωθεν. Καὶ οὕτω τοῦτο παρὰ πᾶσι διαβεβόηται, ὥστε ἤδη τινὲς τὴν τῶν εὐεργετημάτων ἀντίδοσιν ἀντιπελάργησιν ὀνομάζουσι».
Δηλαδή: Οι πελαργοί, όταν ο γονιός τους γυμνωθεί τελείως από τα φτερά του, επειδή όταν γεράσει αρχίζουν και πέφτουν, τον βάζουν ανάμεσά τους και τον ζεσταίνουν με τα δικά τους φτερά. Και του ετοιμάζουν άφθονο φαγητό, και τον βοηθούν όσο είναι δυνατόν όταν πρέπει να πετάξει, σηκώνοντάς τον απαλά, με τη φτερούγα τους, πότε ο ένας εκ δεξιών και πότε ο άλλος εξ αριστερών. Και τούτο είναι πασίγνωστο, ώστε μερικοί και την ανταπόδοση των ευεργεσιών να την ονομάζουν «αντιπελάργηση».
Αξίζει όμως να θυμηθούμε και τον Αινεία, σύμβολο και αυτός της αγάπης και της φροντίδας του παιδιού προς τον γέροντα γεννήτορά του.
Μετά την άλωση και τη λεηλασία της Τροίας, οι Αχαιοί διεμήνυσαν στους εναπομείναντες αντιστεκόμενους Τρώες ότι τους δέχονται «υπόσπονδους». Δηλαδή, κατόπιν συμφωνίας, να αποχωρήσουν ανενόχλητοι, παίρνοντας ο καθένας ό,τι μπορούσε να κουβαλήσει στα χέρια από την περιουσία του. Και ενώ όλοι οι άλλοι γέμισαν σακιά με τροφές και πολύτιμα αντικείμενα, ο Αινείας σήκωσε στους ώμους τον γέροντα και ανήμπορο πατέρα του, τον Αγχίση, και τον μετέφερε έξω από την πόλη. Τότε οι Αχαιοί, θαυμάζοντας την πράξη του αυτή, του επέτρεψαν να πάρει ελεύθερα και ό,τι άλλο ήθελε από τα υπάρχοντά του.
Τι πιο πολύτιμο από το γονιό σου!
Κάποιο πρωινό του Μάρτη
«Μητέρα, ώρα να σηκώνεστε σιγά-σιγά. Οκτώμισι πήγε. Εγώ φεύγω σε πέντε λεπτά. Ακούτε, μητέρα; Είναι οκτώμισι.»
Η Αλεξάνδρα αναδεύτηκε μέσα στον γλυκύτατο ύπνο του πρωινού κι ένας μικρούλης αναστεναγμός μπερδεύτηκε με την ανάσα της. Γιατί αυτό το μαρτύριο κάθε πρωί; Ποιον ενοχλεί να μείνει εκεί, στη θαλπωρή του κρεβατιού;
«Ακούσατε, μητέρα; Ώρα να σηκωθείτε.»
Να σηκωθεί και να κάνει τι; Να πάει πού; Κάποτε δεν κρατιόντουσαν τα πόδια της απ’ τη βιασύνη να σταθούν όρθια και ν’ αρχίσουν να κυνηγούν τις ώρες. Τώρα γιατί να σηκωθεί; Τώρα οι ώρες στέκονται ακίνητες. Σπρώχνει το χρόνο, τον σπρώχνει να κυλήσει, να πάει παρακάτω… μα όσο τον σπρώχνει, τόσο αυτός μένει αμετακίνητος σαν βράχος.
«Μητέρα, μ’ ακούσατε; Φεύγω… Το γάλα σας είναι πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Σας έβαλα κι ένα κομμάτι κέικ. Να το φάτε όλο.»
Η Αλεξάνδρα μισανοίγει τα μάτια της. Βράχος κι αυτός που στέκεται πάνω απ’ το αγουροξυπνημένο πρόσωπό της. Βράχος με μαύρο κολάν και μια ελαφριά καπαρντίνα. Όμως αυτόν δεν τον σπρώχνει η Αλεξάνδρα να πάει παραπέρα. Γιατί αυτός ο μαύρος βράχος είναι γένους θηλυκού κι έχει την πλήρη εξουσία μέσα στην οικογένεια. Αυτός ο βράχος είναι χειρότερος κι από το χρόνο.
Όταν την έφερε ο Κωνσταντίνος της στο σπίτι για πρώτη φορά… Αχ, τι χαρά ήταν αυτή… τι ευτυχία!... «Ο γιος μου ερωτεύτηκε» έλεγε από καιρό η Αλεξάνδρα στη Βασούλα, την καρδιακή της φίλη, που μοιραζότανε μαζί της και τα γλυκά και τα πικρά. Και έτσι ήταν! Ο Κωνσταντίνος της είχε λαβωθεί για τα καλά από τις σαϊτιές του έρωτα. Δεν είχε μιλήσει ανοιχτά, όμως τον έβλεπε η μάνα. Στο χάσιμό του, στις αργοπορίες του, στον ξεσηκωμό του. Ένιωθε πως το παλληκάρι της, η ακριβή αγάπη της ζωής της, ετοιμαζότανε να δραπετεύσει απ’ τον κόρφο της κι έβαζε πλώρη γι’ άλλη αγκαλιά. Ώσπου έν’ απόγευμα της το ξεφούρνισε. Σ’ εκείνη πρώτα. Πρώτα στη μάνα. Από μικρός, κάθε φορά που είχε να ανακοινώσει κάτι –ακόμα κι όταν δεν είχε γράψει καλά σε κάποιο διαγώνισμα στο σχολειό– σ’ εκείνη το ’λεγε πρώτα. Όχι ότι φοβότανε τον πατέρα… Όμως με τη μάνα ήταν αλλιώς. Άλλο το δέσιμο. Έτσι έλεγε. Ήταν η ασφάλεια που εξέπεμπε η στοργή της μάνας. Η κατανόηση, η τρυφεράδα. Ακόμα κι όταν τον μάλωνε, ακόμα κι από την πιο τραχιά φωνή της, έβγαινε διάχυτη η αγάπη. Έτσι έλεγε.
«Την Κυριακή θέλω να σας φέρω να γνωρίσετε μια κοπέλα. Την κοπελιά μου. Να φάμε μαζί. Πες το και στον μπαμπά.»
Έτσι της είπε. Κι ευθύς μπουμπούκιασε η καρδιά της Αλεξάνδρας, ευθύς πλημμύρισε ο αέρας του σπιτιού από μοσχοβολιές κουφέτων και λεμονανθών.
Όταν την έφερε την Κυριακή ο Κωνσταντίνος, πώς ήταν, Θεέ μου!... Μια πασχαλίτσα ανοιξιάτικη. Έτσι την είδε με τα μάτια της αγάπης της η Αλεξάνδρα. Κοντούλα, μικροκαμωμένη, ένα ολογέλαστο μουτράκι, και κορμάκι λάστιχο. Χορεύτρια!
Όταν την έφερε την Κυριακή ο Κωνσταντίνος, πώς ήταν, Θεέ μου!... Μια πασχαλίτσα ανοιξιάτικη. Έτσι την είδε με τα μάτια της αγάπης της η Αλεξάνδρα. Κοντούλα, μικροκαμωμένη, ένα ολογέλαστο μουτράκι, και κορμάκι λάστιχο. Χορεύτρια! Ο Κωνσταντίνος τής είπε πως ήταν χορεύτρια. Όχι από κείνες τι φτηνές, που τσιτσιδώνονται και χορεύουν το χορό της κοιλιάς… Η αγαπημένη του ήταν του μπαλέτου, του κλασικού χορού. Μπαλαρίνα. Κι η Αλεξάνδρα άνοιξε μια αγκαλιά πελώρια και την έκανε κόρη της.
Πώς άλλαξε μετά; Πού κρύφτηκε η πασχαλίτσα; Από ποια τρύπα του κορμιού της λάκισαν τα μέλια κι οι δροσιές της;
«Αν τηλεφωνήσει κανείς, πείτε ότι θ’ αργήσω… Μ’ ακούτε, μητέρα;… Έχουμε πρόβα στη σχολή. Αργά το απόγευμα θα γυρίσω.»
Βίβιαν! Αυτό ήταν τ’ όνομά της. Η ταυτότητά της έγραφε «Ευαγγελία», αλλά αυτό –απ’ ό,τι της είχε πει ο Κωνσταντίνος‒ δεν ήταν όνομα για να κάνει μια κοπέλα καριέρα. Ευαγγελία, Βαγγελιώ, Βαγγέλα… Αυτά δεν είναι καλλιτεχνικά ονόματα, δεν έχουν εύηχο άκουσμα στον κόσμο της τέχνης. Γι’ αυτό το έκανε «Βίβιαν». Η Αλεξάνδρα δεν πολυκαταλάβαινε αυτή τη λογική. «Γιατί το “Βίβιαν” έχει πιο καλό άκουσμα απ’ το “Ευαγγελία”;» σκεφτότανε. Όμως της τέχνης τα πράγματα δεν τα ήξερε, κι έτσι τούτη τη σκέψη της ποτέ δεν την είπε φωναχτά.
Για αρκετά χρόνια χόρευε η Βίβιαν. Σε μπαλέτο, στο θέατρο. Δυο φορές χόρεψε και στη Λυρική, σε μεγάλες παραστάσεις. Σολίστ. Έτσι της είπε ο Κωνσταντίνος. Πως όταν χορεύεις ένα μέρος του έργου μόνος σου σε μια παράσταση, σε λένε «σολίστ». Κι αυτό, λέει, είναι το όνειρο του κάθε χορευτή. Να γίνει σολίστ. Σπουδαίο προχώρημα ήταν αυτό για τη Βίβιαν, κι η Αλεξάνδρα καμάρωνε που η νύφη της –κόρη της, πες‒ ήταν σολίστ.
Μετά που γέννησε τον Ιάσονα, βάρυνε κάπως. Πήρε και μερικά κιλά, χώρια οι ευθύνες του σπιτιού και του παιδιού συν ένα πρόβλημα στο γόνατο… σιγά-σιγά, με το ρυθμό της επιβράδυνσης, σταμάτησε να χορεύει. Κι έγινε χορογράφος. Κι άνοιξε και μια σχολή μπαλέτου. Και είχε γίνει πια και 42 χρονών.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Η Αλεξάνδρα, μέσα στην απομόνωση και τη μοναξιά που βιώνει, μετρά τα χρόνια της. Σίγουρα είναι πολλά. Βρίσκεται πια στη «γκρίζα ζώνη» της ζωής της… Όμως, δεν είναι τόσο μεγάλη ούτε τόσο άρρωστη, όσο πιστεύουν οι άλλοι. Κι αυτοί ο «άλλοι» δεν είναι παρά τα παιδιά της –ο γιος της και η νύφη της, ιδιαιτέρως η νύφη της–, που πλέον δεν θέλουν τη γιαγιά μέσα στα πόδια τους, στο πολυτελές σπίτι τους, που η ίδια η Αλεξάνδρα τους βοήθησε ν’ αποκτήσουν. Και πώς ν’ απαλλαγούν από τη «γριά»; Πού να τη στείλουν; Το Γηροκομείο είναι πάντα μια καλή λύση!
Ανήμπορη να αντιδράσει η Αλεξάνδρα, υποτάσσεται στη μοίρα της. Αποφασισμένη ότι εκεί, στο Γηροκομείο, παραπεταμένη και ξεχασμένη, θα τελευτήσει τις μέρες της. Όμως, η πάντα απρόβλεπτη ζωή, θα κάνει τη μεγάλη ανατροπή. Ένα τυχαίο γεγονός θα γίνει το έναυσμα για μια καινούργια αρχή, για πρωτόγνωρους και ελπιδοφόρους ορίζοντες. Ποτέ μη λες «ποτέ»!
Μια ωδή στην τρίτη ηλικία της ζωής μιας γυναίκας, που τελικά μπορεί να εξελιχθεί σε μια… τρίτη άνοιξη!
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Γέννημα-θρέμμα της Κρήτης, η Γωγώ Ατζολετάκη πρωτοβλέπει το φως στη Σητεία, όπου και τελειώνει το Δημοτικό. Μια μετάθεση του γυμνασιάρχη πατέρα της, τη φέρνει για τρία χρόνια στο Ρέθυμνο και στη συνέχεια μια καινούργια μετάθεση την οδηγεί στην πρωτεύουσα. Στην Αθήνα τελειώνει το ΣΤ΄ Γυμνάσιο Θηλέων και αμέσως μετά σπουδάζει θέατρο στη Δραματική Σχολή Αθηνών του Γιώργου Θεοδοσιάδη. Στο θεατρικό χώρο κινείται από το 1973 γόνιμα και δημιουργικά, άλλοτε σε συνεργασία με άλλους παραγωγούς και άλλοτε ως θιασάρχης, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα ρεπερτορίου, που εκτείνεται από την επιθεώρηση μέχρι την αρχαία ελληνική τραγωδία. Το 1977 βραβεύεται στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με τιμητική διάκριση για την ερμηνεία της στην ταινία του Ερμή Βελόπουλου «Το κλειστό παράθυρο». Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Ζει στην Αθήνα, είναι παντρεμένη με το δημοσιογράφο και καθηγητή πανεπιστημίου Στέλιο Συρμόγλου κι έχει μια κόρη, τη Θεοδώρα.