
Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων της Λένας Κορομηλά «Βρίσκεις πάντα αυτό που δεν ψάχνεις», η οποία θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Ιωλκός.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Στο τρένο; είπες.
Στο τρένο, στις οκτώ, στο ρεστοράν για πρωινό. Το μπλίνι, αυτή η υπέροχη τηγανίτα με βούτυρο, λάδι και αυγά, σερβιρισμένο με κόκκινο χαβιάρι, είναι το παραδοσιακό, θεμελιώδες πρωινό τους, είπε.
Καντακουζηνός, ηθοποιός του Εθνικού. Συναντηθήκατε τυχαία στο Ταγκανρόκ, σε ένα καφέ, κοντά στο άγαλμα του Τσέχωφ.
Της μοιάζετε, σου είπε.
Της μοιάζω; του είπες.
Της Νίνας, της κόρης μου. Ηθοποιός κι αυτή. Κρύβει ότι είναι κόρη μου. Για να μην της προσάψουν ότι έγινε αυτό που έγινε χάρις στο όνομα του διάσημου πατέρα της. Το φαντάζεστε; Προτιμάει να λέει ότι είναι νόθα. Να με ακυρώσει. Να με απαρνηθεί. Ευτυχώς που δεν πρόλαβε να πικράνει τη μητέρα της. Μη με ρωτάτε. Τι και πώς. Θα σας πω μόνο ότι ήταν Ρωσίδα. Τη γνώρισα στο Θέατρο Τέχνης, στη Μόσχα. Καθόταν δίπλα μου. Αυτά. Μη με ρωτάτε. Τι και πώς. Εσείς οι ιστορικοί είστε σαν τους δημοσιογράφους. Χώνετε τη μύτη σας παντού. Κι όταν δε βρίσκετε αυτό που ψάχνετε —πιο συχνά βρίσκετε αυτό που δεν ψάχνετε—, το δημιουργείτε.
Το ραντεβού μου, λοιπόν, με τη Νίνα, πριν από έναν χρόνο, ήταν στις σκάλες Ποτέμκιν. Κοντά στο Londonskaya, στο ξενοδοχείο όπου διέμενα τότε και διαμένω και τώρα, είπε.
Εσείς;
Ανταποκρίτρια του περιοδικού Τέχνη και Ιστορία. Βρίσκομαι εδώ, ενόψει των εορτασμών της Εθνικής Επιτροπής Παλιγγενεσίας για τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση.
Κι εσείς; Για τον ίδιο λόγο; τον ρωτάς δειλά. Σε αγριοκοιτάζει.
Για τον ίδιο λόγο; Είμαι ηθοποιός. Αδέσμευτος, ελεύθερος. Δεν είμαι σφουγγοκωλάριος κανενός, πολλώ δε μάλλον μιας Εθνικής Επιτροπής. Ναι, ήρθα κι εγώ για την Επανάσταση. Όμως, προσέξτε. Για την Επανάσταση στην Τέχνη, στην ερμηνεία, στον φορμαλισμό, στη μανιέρα, στη νεκρή παράδοση, άρχισε να υψώνει τη φωνή του και μετά τραντάχτηκε από έναν δυνατό βήχα. Ήπιε ένα ποτήρι νερό και επανέλαβε.
Κανενός, καταλαβαίνετε;
Δεν του απάντησες. Γύρισε και σε κοίταξε, εμφανώς μεταμελημένος.
Δεν το εννοούσα. Με συγχωρείτε, είπε. Έχω έρθει για τα γυρίσματα μιας ταινίας με θέμα τη ζωή του Τσέχωφ. Το ξέρατε ότι στην Οδησσό έμενε στο ξενοδοχείο που μένω τώρα κι εγώ; Από το Ταγκανρόγκ πήγαινε στη Μόσχα για σπουδές. Η Ιατρική είναι η γυναίκα μου, η λογοτεχνία η ερωμένη μου, συνήθιζε να λέει. Το ξέρατε αυτό; σε ξαναρωτάει.
Όσο σου μιλούσε, ανακαλούσες τους ρόλους του. Είχε αφήσει εποχή, άλλοτε ως Σόριν και άλλοτε ως Τρέπλιεφ.
Τίποτα δε θα υπάρχει ύστερα από διακόσιες χιλιάδες χρόνια.
Τότε αφήστε να μας μιλήσουν για το τίποτα!
Και η κόρη σας; την είδατε τελικά την κόρη σας; τον ρωτάς.
Έλαβα ένα μπιλιέτο, το είχε αφήσει στη ρεσεψιόν. Φεύγω, μη με αναζητήσεις, θα σε βρω εγώ.
Ο αποχωρισμός πάντα, είπες.
Πάντα, είπε. Όλα τελειώνουν με έναν αποχωρισμό. Αγαπητό μου παιδί… της έγραψα ένα γράμμα, το οποίο δεν έστειλα ποτέ.
Εσείς έχετε παιδιά; Όχι; Κρίμα!!! απάντησε ο ίδιος στην ερώτησή του, με ένα διφορούμενο χαμόγελο. Σηκώθηκε απότομα.
Ελάτε αύριο στη μία το μεσημέρι για έναν καφέ στο Londonskaya, είπε, και έφυγε χωρίς να σε αποχαιρετήσει.
Γύρισες στο ξενοδοχείο σου, ένα μικρό ξενοδοχείο, στον ίδιο δρόμο, στη Λεωφόρο Prymorsky. Στη ρεσεψιόν, ρώτησες για τη χαμένη βαλίτσα σου. Δεν είχαν κανένα νέο.
Την άλλη μέρα ήσουν στο Londonskaya μισή ώρα πριν από το ραντεβού. Τον περίμενες ρίχνοντας κλεφτές ματιές στις φωτογραφίες και τα αυτόγραφα διάσημων ενοίκων — στο πορτρέτο του Τσέχωφ, σε ένα φτερό από τη στολή της Πλιτσέσκαγια, στο πέπλο της Ντάνκαν, στην πένα του Σιμενόν.
Πέρασε σχεδόν μία ώρα. Ανησύχησες, σίγουρα κάτι θα του συνέβη, σκέφτηκες. Ύστερα, σηκώθηκες. Πήρες τις σκάλες, αποφεύγοντας το πολύπλοκο σύστημα των ασανσέρ, τρία σε κάθε όροφο, να πρέπει να θυμάσαι ποιο ακριβώς να καλέσεις, αλλιώς κινδύνευες να βγαίνεις συνεχώς στο ίδιο σημείο από όπου είχες μπει. Πραγματικός λαβύρινθος.
Πέρασε σχεδόν μία ώρα. Ανησύχησες, σίγουρα κάτι θα του συνέβη, σκέφτηκες. Ύστερα, σηκώθηκες. Πήρες τις σκάλες, αποφεύγοντας το πολύπλοκο σύστημα των ασανσέρ, τρία σε κάθε όροφο, να πρέπει να θυμάσαι ποιο ακριβώς να καλέσεις, αλλιώς κινδύνευες να βγαίνεις συνεχώς στο ίδιο σημείο από όπου είχες μπει. Πραγματικός λαβύρινθος.
Βγήκες έξω. Θα τον περίμενες στην είσοδο. Η ώρα περνούσε. Άρχισες να πηγαινοέρχεσαι σε ένα τμήμα της λεωφόρου, μεταξύ Londonskaya κι αγάλματος Ρισελιέ, εκεί όπου, αν υπολόγιζες και τις σκάλες, δημιουργούνταν κάτι σαν σταυροδρόμι. Κάθε φορά που πλησίαζες, σ’ έπιανε ένα τρομερό άγχος, όπως κάθε φορά που βρισκόσουν μπροστά σε σταυροδρόμι. Δεν ήξερες ποιον δρόμο να πάρεις. Κάθε φορά να πρέπει να επιλέγεις.
Η επιλογή είναι βασανιστήριο. Εγώ, όμως, δε βασανίστηκα καθόλου, σου είχε εμπιστευθεί ο Καντακουζηνός σχετικά με τη μη αποστολή της επιστολής του στην κόρη του.
Ένας μεσήλικας είχε στήσει το πιάνο του απέναντι από την είσοδο του ξενοδοχείου, κάτω από τα αιωνόβια δέντρα, που έριχναν τα φύλλα τους σαν κίτρινη βροχή. Κάθε τόσο σταματούσε να παίζει αυτό που έπαιζε, το αγαπημένο έργο του Χόροβιτς, Παιδικές σκηνές, και με την παλάμη του σαν φτυάρι, σάρωνε τα κίτρινα φύλλα που έπεφταν ακατάπαυστα στο κλαβιέ.
Στάθηκες στις σκάλες. Η Μαύρη Θάλασσα απλωνόταν μπροστά σου γκριζογάλανη και, όσο το βλέμμα προχωρούσε στο βάθος, ασήμιζε. Πάνω από τον ορίζοντα, εκεί που όταν ήσασταν παιδιά πιστεύατε πως αιωρούνται οι ψυχές, τώρα πετούσαν γλάροι, ενώ τα αναρίθμητα κατάρτια και οι γερανοί έκοβαν φέτες τον ουρανό. Τάνκερ και φορτηγίδες, αγκυροβολημένα ή έτοιμα να αποπλεύσουν, μεταφέροντας σε όλα τα μήκη και τα πλάτη τούς καρπούς της εύφορης γης.
Όσο κι αν τον έψαξες τη μέρα εκείνη, δεν τον βρήκες πουθενά. Το βράδυ θα πήγαινες στην Όπερα. Όχι τόσο για να ακούσεις τη Νετρέμπκο, τη Ρωσίδα σοπράνο, όσο, κυρίως, επειδή πίστευες ότι εκεί θα τον συναντούσες. Σου είχε μιλήσει για την αγάπη του για την όπερα και τον θαυμασμό του για τη Νετρέμπκο.
Όταν έφτασες στο κτίριο, ο κόσμος ήταν πολύ αναστατωμένος. Η παράσταση είχε αναβληθεί. Ένας υπάλληλος με καρφιτσωμένο στην πλάτη ένα κόκκινο αστέρι κάλυπτε με άσπρη παχιά βαφή τις αφίσες που διαφήμιζαν τη διάσημη κολορατούρα σοπράνο. Πολλοί έφευγαν με κατεβασμένα μούτρα. Έφυγες κι εσύ. Εξάλλου, είχες να προετοιμαστείς για την ανακοίνωσή σου. Την επομένη, θα άρχιζε το Συνέδριο της Εθνικής Επιτροπής Παλιγγενεσίας στο Μουσείο της Φιλικής Εταιρείας.
Ποτέ δεν κατάφερες να μάθεις κάτι γι’ αυτόν. Φαίνεται πως, όχι μόνο είχε σταματήσει να εμφανίζεται στο θέατρο, αλλά και είχε τελείως αποσυρθεί.
Ένα βράδυ τον είδες στον ύπνο σου. Στη μέση ενός αγρού, ανάμεσα σε ανθισμένες μαργαρίτες, στεκόταν όρθιος με μια μισάνοιχτη βαλίτσα. Τη δική σου βαλίτσα. Που ξεχείλιζε από φωτογραφίες με παράξενα πορτρέτα, σαν να είχαν τραβηχτεί με μηχανή εκατό χρόνων, εκατό χρόνια πριν. Φορούσε μονόκλ και είχε ένα μικρό γενάκι. Όπως ο Τσέχωφ.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Είκοσι διηγήματα ταξιδιωτικών αναπολήσεων, χαρτογραφήσεις τοπίων —ενίοτε ψυχικών—, αναπάντεχες συναντήσεις, μαγικές ιεροτελεστίες. Η ηρωίδα, με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, άλλοτε ρεαλιστικά, άλλοτε ονειρικά ή εμμονικά, ξορκίζει τη μοναξιά και την απουσία με το πάθος για ταξίδια. Από δρόμο σε δρόμο, από λιμάνι σε λιμάνι, από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο και από φυγή σε φυγή, εκπλήσσεται με το αδιανόητο, με το διαφορετικό. Το άγγιγμα ενός αλιγάτορα στην Αμαζονία, ενός βαρκάρη στην Νταλ του Κασμίρ, την καύση νεκρών στην Ινδία ή των χειρογράφων του Αριστοτέλη σε ένα αβαείο της Δύσης, ακόμα και με τη σαντερία μια νύχτα πανσελήνου στην Αβάνα. Θα σταματήσει μόνο όταν βρει τη χαμένη βαλίτσα της πάνω από την ίσαλο.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Λένα Κορομηλά γεννήθηκε στις Σέρρες. Συγγραφέας, παλαιογράφος και επιμελήτρια ιστορικών κειμένων. Συνεργάτης της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων και των Πατριαρχικών Βιβλιοθηκών Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και Ιεράς Μονής Χάλκης. Από τις εκδόσεις Ιωλκός κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων της Η γλυσίνα (2019). Έχει συμμετάσχει στη Μικρή Κλίμακα «Στον Κήπο» (ΧΑΡΤΗΣ 50, 2023) και στα βραβευμένα συλλογικά έργα Διηγήματα, «Πιτυοκάμπτη» (Πανεπιστήμιο Δυτ. Μακεδονίας, Δίγαμμα, 2014), και Ηοtel Παπαδιαμάντης, «Η ματσόλα» (Πατάκης, 2012). Διηγήματά της δημοσιεύθηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά. Στις εκδόσεις ΑΘΗΝΑ συνεπιμελήθηκε τα Σερραϊκά Χρονικά, τ. 18 & 19 (2017, 2019). Στις εκδόσεις της Βουλής των Ελλήνων συνεπιμελήθηκε τα Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων 1827-1828 (2020), τα Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας-Καποδιστριακά (Α.Ε.Π.) τ. 15-25 (2014), ΨΥΧΑΡΗΣ Αντάρτης, ΣΟΦΙΑ ΤΡΙΚΟΥΠΗ Η Μήτηρ μας (2010 & 2012) και Α.Ε.Π.-Ανθολόγιο (2000). Στις εκδόσεις ΜΙΕΤ, ΔΥΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΠΟΡΤΟΛΑΝΟΙ – Οι Κώδικες της Βιβλιοθήκης της Βουλής και της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ζαγοράς (2003).