
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Γιάννη Μόσχου «Αμνοί και Λέοντες», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 29 Απριλίου από τις εκδόσεις Τόπος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Καλώς τα παλικάρια! Τι κάνετε, ωρέ λεβέντες;» έτριξε το μοναστήρι η φωνή του παπα-Γούμενου. Η μεγάλη του κοιλιά χόρευε στο σκοτάδι και πίσω από τη χοντρή ζώνη άστραφτε μια πιστόλα, κάτω από το αριστερό του χέρι, με ασημένια λαβή.
«Γεια και χαρά σου, γέροντα», αποκρίθηκε άνευρα ο Μπόμποτας.
«Μολόγα, ωρέ Μάρκο, τι στέκεσαι έτσι σαν πεθαμένος; Τι σκοτούρες έχεις;»
«Σαν τι θες να μολογήσω; Μας έχει πάρει στο κυνήγι όλος ο ντουνιάς, δεν έχουμε σταθεί».
Ο παπα-Γούμενος σήκωσε το χέρι κι έκανε τον καπετάνιο να κόψει τη μιλιά του. Στράφηκε προς τον μοναχό, που τον κοιτούσε υποταγμένος.
«Βάλε στη φωτιά το αρνί που έχουμε για αύριο. Βάλε και μπόλικες πατάτες στον ξυλόφουρνο, μην τσιγκουνευτείς, τις πατάτες τις κλέβει το ταψί».
Ψήθηκε το αρνί, το σκόρπισαν στις τάβλες, εκεί, στα σκοτεινά, υπό το φως των κεριών, μοσχοβόλησε το μέρος, έφαγαν λαίμαργα, έγλειφαν τα κόκαλα. Ήπιαν και κρασί, μαυροκόκκινο και πηχτό σαν αίμα. Μόλις απόφαγαν και δεν υπήρχε πια κρέας στο τραπέζι, ο Μπόμποτας σήκωσε το ποτήρι.
«Παπα-Γούμενε, είσαι φίλος καρδιακός! Σχώρνα μας τις αμαρτίες να πάμε παρακάτω».
Ο παπα-Γούμενος σήκωσε το κεφάλι ανάμεσα από τη στοίβα με τα κόκαλα που έτρωγε και είπε μασουλώντας:
«Συγχωρεμένοι!».
Ο Ζίτσας έμεινε στο τραπέζι και συνέχισε το φαγοπότι, οι υπόλοιποι έφυγαν, πήγαν στην κεντρική σάλα με τους πάγκους, να ξαπλώσουν, να ξεκουραστούν. Ο Μπόμποτας άναψε την πίπα του και την κύκλωσε με τα μουστάκια του.
«Παπα-Γούμενε, το κλίμα δεν μας σηκώνει εδώ άλλο».
«Ναι».
«Η χωροφυλακή χοροπατάει, αγριεύτηκε. Ο Κολοβούλης μάς πούλησε. Θα τον φάει το μαύρο φίδι».
Ο παπα-Γούμενος κούνησε το κεφάλι. Κάτι πήγε να πει, αλλά δεν είπε. Ο καπετάνιος συνέχισε.
«Μουσαφιραίοι δεν πατάν στα βουνά αυτά, δεν μπορούμε ούτε να κλέψουμε ούτε να στριμώξουμε κανέναν ξένο. Δεν έχουμε πού να πατήσουμε!»
«Οι ντόπιοι;»
Ο Μπόμποτας τράβηξε μια τζούρα από την πίπα του και χάθηκε μέσα σε σύννεφο καπνού.
«Άμα κυνηγάς τον ντόπιο, κυνήγα καλύτερα τον εαυτό σ’. Άμα έκαμες oχτρό τα χωριά, τελείωσες». Και μετά από πέντε δευτερόλεπτα σιωπής: «Δεν υπάρχει ψωμί εδώ πέρα. Θα λακίσουμε, κι ο Θεός βοηθός. Πρώτα, όμως, θέλω να λογαριαστούμε».
Ο παπα-Γούμενος πέταξε το κόκαλο στο τραπέζι και, μασουλώντας, σκούπισε τα χέρια με το ράσο του.
«Και σαν τι λογαριασμό να κάμουμε δηλαδής;»
«Λογαριασμό. Έχουμε φέρει πράματα και θάματα αυτά τα χρόνια εδώ στα βουνά. Θησαυρός ολόκληρος. Θα κρατήσεις μερτικό, μας τα φύλαξες, θα τα μοιράσουμε».
«Για μολόγα, μωρέ Μάρκο. Τι λογαριασμούς τσαμπουνάς; Τι νομίζεις είναι το μοναστήρι, τράπεζα; Να μπουκάρεις όποτε θέλεις και να σηκώνεις φλουριά;»
«Σ’ τα παρέδωσα να τα φυλάξεις, όχι να μ’ τα φας».
«Τα πράματα αυτά είναι του μοναστηριού. Ξέρεις τι πόρο θα είχατε πάρει χωρίς την εκκλησία; Ποιος σας φύλαξε νομίζεις; Ποιος σας έστελνε προσκυνητές, μουσαφίρηδες να τους κλέψετε και να τους πάρετε μαζί σας για πληρωμή; Ποιος τα κανόνισε με τον Κολοβούλη; Ποιος σας φύλαξε απ’ τα αποσπάσματα;»
Ο παπα-Γούμενος ανασκουμπώθηκε στη θέση του παλεύοντας με κάτι που τον ενοχλούσε. Κοίταξε εξεταστικά τον Μπόμποτα.
«Να μοιράσουμε δηλαδή τα χρυσαφικά του μοναστηριού; Αυτό λες, καπετάνιε;»
Ο Μπόμποτας σήκωσε το χέρι, τάχα απολογούμενος.
«Όχι του μοναστηριού, παπά μ’. Τα δικά μας».
«Ποια είναι τα δικά σας δηλαδής;»
Ο Μπόμποτας ένιωθε το αίμα να του ανεβαίνει στο μέτωπο. Το μουστάκι άρχισε να τσιγκελώνει. Κρατήθηκε. Κοίταξε γύρω του. Ο Ζίτσας συνέχιζε το φαΐ, οι υπόλοιποι κοιμούνταν στη σάλα. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Λίγο φως εδώ κι εκεί από τα καντήλια. Νυχτοπούλια που μοιρολογούσαν, δέντρα που κουνιούνταν μήπως και ζεσταίνονταν από το κρύο, και το μοναστήρι, κρεμασμένο στον βράχο, να μην το νοιάζει τίποτα. Ο Μπόμποτας συνέχιζε να κοιτάει τον παπα-Γούμενο χωρίς να μιλάει ακόμα.
«Για μολόγα, μωρέ Μάρκο. Τι λογαριασμούς τσαμπουνάς; Τι νομίζεις είναι το μοναστήρι, τράπεζα; Να μπουκάρεις όποτε θέλεις και να σηκώνεις φλουριά;»
«Σ’ τα παρέδωσα να τα φυλάξεις, όχι να μ’ τα φας».
«Τα πράματα αυτά είναι του μοναστηριού. Ξέρεις τι πόρο θα είχατε πάρει χωρίς την εκκλησία; Ποιος σας φύλαξε νομίζεις; Ποιος σας έστελνε προσκυνητές, μουσαφίρηδες να τους κλέψετε και να τους πάρετε μαζί σας για πληρωμή; Ποιος τα κανόνισε με τον Κολοβούλη; Ποιος σας φύλαξε απ’ τα αποσπάσματα;»
«Ο Κολοβούλης μάς έστησε μπλόκο στη Ράχη του Πεθαμένου, με το ζόρι γλιτώσαμε, θα μας ξεμπέρδευαν».
«Όπως και να ’χει, θα σας δώκω από λίγες λίρες να πορέψετε, τα πολλά θα μείνουν εδώ, μήπως τα χρειαστείτε κι εσείς, μήπως κι εμείς».
Η πίπα άρχισε να τρέμει ανάμεσα στα μουστάκια του Μπόμποτα. Άρχισε να ξεφυσάει από τα ρουθούνια. Ώσπου δεν άντεξε.
«Τι είπες, ρε τραγόπαπα; Εσύ θα κλέψεις λεφτά από τον καπετάν Μάρκο Μπόμποτα; Μαύρο φίδι που σ’ έφαγε, γερολιμασμένε, παλιοκοπριά», έσκουξε και σηκώθηκε ολόρθος από τη μια άκρη του τραπεζιού, σαν λιοντάρι που δείχνει τα δόντια του, κι από απέναντι, ο παπάς, με την κοιλιά του και τα ροδοκόκκινα μάγουλα, το μαύρο ράσο και την αστραφτερή ζώνη, να ουρλιάζουν και οι δύο πάνω από το μεγάλο τραπέζι της Παναγίας της Πελεκητής, και ούτε ο Ζίτσας, που κοιτούσε ακίνητος, ούτε ο Θεός μπορούσαν να τους κάνουν καλά. Έξω, η νύχτα είχε επικρατήσει στη δική της μάχη, είχε επιβληθεί γενική ησυχία, ούτε νυχτερίδες ούτε κουκουβάγιες, τίποτα δεν κουνιόταν. Μόνο η μυρωδιά του νυχτολούλουδου πρόδιδε μια κάποια ζωή. Όλη η πλάση κοιμόταν· προετοιμαζόταν να υποδεχτεί τον ήλιο το πρωί, ώσπου τη σιωπή διέκοψε ένας πυροβολισμός και μετά από λίγα δευτερόλεπτα άλλος ένας.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Σεπτέµβριος 1925, µεσοπόλεµος. Κυνηγηµένη από χωροφύλακες, η συµµορία ληστών του Μάρκου Μπόµποτα, από τις τελευταίες που έχουν αποµείνει, βρίσκει καταφύγιο στο µοναστήρι της Παναγίας Πελεκητής. Μετά από αψιµαχία µε τον ηγούµενο υποχωρεί προς τα ορεινά Άγραφα για να γλιτώσει. Στο ταξίδι αυτό προς τη λύτρωση οι ληστές σπέρνουν αλόγιστα τον θάνατο. Παράλληλα τους καταδιώκει και το Τάγµα Κυνηγών που έχει ορίσει η κυβέρνηση Πάγκαλου για την πάταξη της ληστοκρατίας, το οποίο κυρίως πλιατσικολογεί και εκφοβίζει τα γύρω χωριά. Ο νέος νόµος που προβλέπει ότι κάθε ληστής που παραδίδει κεφάλι ληστή αποκτά αµνηστία περιπλέκει δραµατικά τις καταστάσεις.
Το ίδιο διάστηµα ένα σαρακατσάνικο τσελιγκάτο ακολουθεί αντίθετη πορεία, και από τα ορεινά Άγραφα κατεβαίνει προς τον κάµπο να ξεχειµωνιάσει, εκδιωγµένο από τους τσιφλικάδες που θεωρούν ότι οι νοµάδες καταπατούν τη γη τους. Στο δικό τους ταξίδι προς τη λύτρωση αντιλαµβάνονται ότι οι παλιοί σύµµαχοι έχουν γίνει πλέον εχθροί. Η συνάντηση των ληστών µε το τσελιγκάτο θα αλλάξει τη ζωή όλων και θα τους υποχρεώσει να αντιµετωπίσουν την κοινή τους µοίρα: απόβλητοι, στο περιθώριο µιας κοινωνίας που πλέον δεν τους έχει ανάγκη.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Γιάννης Μόσχος (γενν. 1982) µεγάλωσε στη Γάβριανη του νοµού Μαγνησίας. Σπούδασε Οικονοµικές Επιστήµες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης. Εργάζεται στην Αθήνα. Γράφει στίχους και ιστορίες. Το 2019 εκδόθηκε το πρώτο αστυνοµικό µυθιστόρηµά του µε τίτλο Τοκορόρο, το οποίο συµπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα βραβείων του περιοδικού Αναγνώστης, στην κατηγορία «Πρωτοεµφανιζόµενοι πεζογράφοι». Το 2021 εκδόθηκε το δεύτερο µυθιστόρηµά του µε τίτλο Και οι τέσσερις ήταν απαίσιοι. Το 2022 το διήγηµά του «Κανέλα στο βραστό» διακρίθηκε στον διαγωνισµό του PEN Greece µε θέµα «1922-2022 ξεριζωµός και προσφυγιά». ∆ιάφορα διηγήµατά του έχουν συµπεριληφθεί σε συλλογικά έργα. ∆ηµιουργός του podcast «Crime Fiction: Explained», όπου συνοµιλεί µε ανθρώπους του βιβλίου και αναλύουν θεωρητικά θέµατα της αστυνοµικής λογοτεχνίας. Είναι µέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνοµικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ).