
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Κωσταντίνου Τζαμιώτη «Θα πέσει η νύχτα», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 30 Απριλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ποδηλατούσε πάνω από ώρα, όταν έφτασαν επιτέλους στο πλάτωμα με τη δημοτική ποτίστρα των ζώων. Μετά από τόσα χιλιόμετρα ανηφορικής διαδρομής, και οι τρεις τους έπρεπε να πάρουν ανάσες και να δροσιστούν. Η βραδιά ήταν δύσκολη. Μπορεί να κόντευαν μεσάνυχτα, η ζέστη παρέμενε όμως βασανιστική κι ας είχε κόψει από το απόγευμα ο νοτιάς που τα πύρωνε όλα εδώ και βδομάδες. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή το ίδιο γινόταν. Μια καυτερή ανάσα τύλιγε τον μεγάλο κάμπο απ’ άκρη σ’ άκρη, σιγοβράζοντας νύχτα μέρα τους πάντες και τα πάντα – ανθρώπους, ζώα, φυτά, ως και το χώμα ρυτίδωνε και σχιζόταν παίρνοντας τόπους τόπους την ανηλεή όψη πραγματικής ερήμου. Ναι, έπρεπε να σταματήσουν οπωσδήποτε, δεν ήταν μόνο για τα σκυλιά, το χρειαζόταν κι αυτός. Η μπλούζα του κολλούσε πάνω του απ’ τον ιδρώτα, οι γάμπες και τα μπούτια έβγαζαν φλόγες και, το χειρότερο, η κοιλιά του πονούσε από τις ομελέτες και τις πορτοκαλάδες που είχε περιδρομιάσει πριν στο καφενείο. Έκανε στην άκρη χρησιμοποιώντας για φρένα τα πόδια, σηκώνοντας έναν μικρό κουρνιαχτό, κατέβηκε από το ποδήλατο, έκλεισε το τρανζιστοράκι που κρατούσε στερεωμένο στη βάση του τιμονιού με κάτι κορδόνια από ένα ζευγάρι παλιοπάπουτσα και αφουγκράστηκε προσεκτικά μην ακούγονταν τίποτα κοντινά γαβγίσματα. Στην περιοχή υπήρχαν πολλά μαντριά. Αν δεν ήξερες μπορούσες να την πατήσεις με τα θηρία που τα φύλαγαν. Δεν φοβόταν για τον ίδιο. Αυτόν τα σκυλιά δεν τον πείραζαν, όλοι στο χωριό το παραδέχονταν πως είχε τον τρόπο του ακόμα και με τα πιο άγρια απ’ αυτά. Από μια σταλιά παιδί. Δεν του χρειάζονταν ούτε πέτρες ούτε ματσούκια, ούτε χειρονομίες ούτε αγριοφωνάρες ούτε τίποτα. Έφτανε να απλώσει το χέρι και να τους ψιθυρίσει μερικά γλυκόλογα και γινόντουσαν φίλοι. Συνήθως. Με τα πιο ζόρικα που δεν έπαιρναν με το καλό και συνέχιζαν να φέρονται επιθετικά, στεκόταν ακίνητος με τα χέρια στην πλάτη και έβγαζε έναν αργόσυρτο προειδοποιητικό λαρυγγισμό που ερχόταν κατευθείαν από το στομάχι του, έναν ήχο γεμάτο σιγουριά, γεννημένο ποιος ξέρει πόσο βαθιά μέσα του, και τα πράγματα ηρεμούσαν στη στιγμή. Μερικές φορές ως κι αυτός ο ίδιος απορούσε πώς γινόταν να ακούγεται τόσο άγριος. Κανείς δεν του το είχε μάθει. Ήταν σαν να το ήξερε από πάντα. Γι’ αυτό δεν φοβόταν. Αλλά τώρα δεν ήταν μόνος του. Μπορεί η Μάρα και η Ντόνα να μην ήξεραν από φόβο μα δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα απέναντι σε δέκα ή και παραπάνω θηρία μεγαλωμένα να υπερασπίζονται τον χώρο τους. Γι’ αυτό έπρεπε να προσέχει διπλά. Έστησε ξανά αυτί. Πέρα από τα τζιτζίκια και κάτι χρατς χρουτς μέσα στα ξερόχορτα, το μόνο που ακουγόταν ήταν οι μηχανές άντλησης νερού στα γύρω χωράφια και η μόνιμα ανοιχτή βρύση της ποτίστρας. Σιγουρεύοντας πως δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας και η παρουσία τους δεν είχε γίνει αντιληπτή, σφύριξε μαλακά στα σκυλιά του, που ξέπνοα στέκονταν με τις γλώσσες κρεμασμένες μερικά μέτρα μακριά του. Τα σκυλιά έχωσαν τις μουσούδες τους στη ρηχή στέρνα και άρχισαν να πίνουν λαίμαργα. Τα άφησε να χορτάσουν πριν βυθίσει κι αυτός το κεφάλι στο δροσερό νερό και μετά ήπιε αχόρταγα ώσπου το στομάχι του δεν έπαιρνε άλλο. Ανακουφισμένος, κάθισε στο χώμα με την πλάτη στο τσιμεντένιο τοίχωμα της ποτίστρας και βάλθηκε να ψηλαφίζει με τα δάχτυλα τα σχισίματα στο στόμα και τα χείλια του. Τίποτα το σοβαρό ή το πρωτόγνωρο. Του φάνηκε όμως πως ένα δόντι από τα μπροστινά κουνιόταν επικίνδυνα. Καλύτερα να μην το σκάλιζε άλλο. Ποιος ξέρει, μπορεί το ούλο να έσφιγγε σε μια δυο μέρες από μόνο του και το δόντι να μην έπεφτε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον χτυπούσε ο πατέρας του αλλά τόσο ξύλο και μάλιστα μπροστά σε κόσμο δεν θυμόταν να του ξανάριξε. Λες και ήταν κάνα μικρό παιδί. Και όλο αυτό γιατί; Επειδή λέει δεν θέλει ο γιος του να γίνεται ρεζίλι στο καφενείο. Ποιος; Ο Παναγιώτης ο Κιντής, που από τότε που τον θυμάται, άλλο δεν κάνει απ’ το να μεθοκοπάει και να χαρτοπαίζει όλη μέρα στα καφενεία και τις ψησταριές. Εκατόν πενήντα στρέμματα ποτιστικά πήρε προίκα, χώρια τα δικά του, συν το σπίτι, και είναι ζήτημα αν απέμεναν έστω τα μισά. Και αυτός ο ανεπρόκοπος, αυτός ο μεθύστακας, έτσι στα καλά καθούμενα μπούκαρε στο μαγαζί ενώ διασκέδαζε με τους φίλους του και άρχισε να τον βαράει. Και κάτι κουβέντες∙ βαριές κουβέντες: καθυστερημένο τον ανέβαζε, καθυστερημένο τον κατέβαζε. Τι να έκανε; Από ντροπή και μόνο μην τον δουν οι άλλοι να σηκώνει χέρι στον πατέρα του, έκατσε και τις έφαγε. Μέχρι που τον άφησε να του τρίψει το μούτρο στο πιάτο με τα αυγά και το λουκάνικο. Που αν ήθελε τον έβαζε κάτω με το ένα χέρι. Και μαζί και κάμποσους ακόμα απ’ όσους πρόλαβε να δει ότι χασκογελούσαν με το συμβάν. Πώς συγκρατήθηκε και δεν σηκώθηκε να τους πάρει όλους παραμάζωμα, ένας Θεός ξέρει. Μπορεί πολλά πράγματα να μην τα καταλάβαινε, μπορεί να μην είχε τις λέξεις για να πει αυτά που σκεφτόταν, το παραδέχεται∙ σε κάποια θέματα το μυαλό του δεν τον βοηθάει όσο άλλους, μπορεί να παράτησε το σχολείο πριν καλά καλά τελειώσει το γυμνάσιο, επειδή μπούχτισε να του φέρονται οι καθηγητές σαν να μην ήταν άνθρωπος, μπορεί να ήταν σίγουρος πως δεν θα γινόταν ποτέ τίποτα σπουδαίο, αλλά ήξερε ότι όλοι γνώριζαν πως αν ποτέ αποφάσιζε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, κανείς δεν είχε τύχη μαζί του. Δεν τα έβγαζε απ’ το κεφάλι του. Ο ίδιος ο κύριος Αχιλλέας Διαμαντόπουλος, ο πιο σημαντικός άνθρωπος που γνώριζε, το αφεντικό του, ένας άνθρωπος σπάνιος, ο πιο σπάνιος από τους ανθρώπους, διέδιδε γι’ αυτόν, από όταν τυχαία τον υπερασπίστηκε απέναντι σε κάτι νταήδες ξενομερίτες χειριστές μιας αλωνιστικής μηχανής (που δεν είχαν ιδέα με ποιον τα έβαζαν), πως ο Βασιλάκης ο Κιντής διέθετε δύναμη και παλικαριά τριών, τεσσάρων γεροδεμένων αντρών και καλό θα ήταν να τον παίρνουν όλοι περισσότερο στα σοβαρά. Ποτέ δεν επικαλέστηκε τα λόγια του. Ακόμα κι αν καμιά φορά οι φίλοι του ή τίποτα άλλοι εξυπνάκηδες ξέφευγαν απ’ τα όρια και φέρονταν άσχημα. Απέφευγε να σηκώσει ανάστημα. Δεν ήθελε να τον φοβούνται, να τον αγαπάνε ήθελε, όπως προσπαθούσε να τους αγαπάει κι αυτός ό,τι καζούρα κι αν του έκαναν από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Και έπειτα, δεν το έβρισκε σωστό ένας άνθρωπος να κάνει κακό σε άλλον άνθρωπο μόνο και μόνο επειδή μπορούσε. Και ας έφταιγε ο άλλος. Και για τα ζώα το ίδιο πίστευε, κι ας μη χόρταινε ο ίδιος κρέας όσο κι αν του έβαζες να φάει. Η Μάρα σαν να μυρίστηκε τι φούντωμα τον έπιασε τις τελευταίες στιγμές, απόθεσε το τεράστιο κεφάλι της πάνω στο απλωμένο πόδι του παριστάνοντας όπως πάντα την ανήξερη. Παρότι τον ζέσταινε δεν την έδιωξε και πήρε να την ξύνει πίσω απ’ τα αυτιά που της άρεσε. Πόσο καλά τον ήξερε αυτή η σκύλα… Συνέχεια στον νου της τον είχε. Από τότε που τη βρήκε μαζί με την αδερφή της, σχεδόν τυφλά κουτάβια ακόμη, να πνίγονται πεταμένα στο μεγάλο κανάλι, χωμένα μέσα σε ένα πλαστικό σακί από λίπασμα, δεν ξεκολλούσε από δίπλα του. Η Ντόνα, που ήταν επίσης χαδιάρα τις περισσότερες ώρες της μέρας, τώρα, μες στην ερημιά και το πηχτό σκοτάδι, μιας και δεν υπήρχε φεγγάρι, παραήταν απασχολημένη να ελέγχει την περίμετρο για να αποζητά τρυφεράδες.
Με τα πιο ζόρικα που δεν έπαιρναν με το καλό και συνέχιζαν να φέρονται επιθετικά, στεκόταν ακίνητος με τα χέρια στην πλάτη και έβγαζε έναν αργόσυρτο προειδοποιητικό λαρυγγισμό που ερχόταν κατευθείαν από το στομάχι του, έναν ήχο γεμάτο σιγουριά, γεννημένο ποιος ξέρει πόσο βαθιά μέσα του, και τα πράγματα ηρεμούσαν στη στιγμή. Μερικές φορές ως κι αυτός ο ίδιος απορούσε πώς γινόταν να ακούγεται τόσο άγριος. Κανείς δεν του το είχε μάθει. Ήταν σαν να το ήξερε από πάντα.
Ο Βασίλης έχωσε ξανά το δάχτυλο στο στόμα και πίεσε ελαφρά το τραυματισμένο δόντι. Θα ήταν θαύμα αν δεν το έχανε. Στη σκέψη πως από αύριο μπορεί να κυκλοφορούσε σαν κάνας γέρος φαφούτης, φούντωσε και τα έβαλε πάλι με τον πατέρα του. Τι διάολος τον είχε πιάσει απόψε τον κερατά; Πόσο σπίρτο είχε κατεβάσει και δεν καταλάβαινε τι έκανε και τι έλεγε; Ξανάφερε στον νου του τα γεγονότα. Δεν έκανε δα και τίποτα που να μην έχει ξανακάνει. Λες και δεν τα ήξερε τα χαΐρια του… Όλοι τα ξέρουν. Εδώ και χρόνια. Ένα σωρό κόσμος βάζει μαζί του στοίχημα αν μπορεί να καταφέρει το ένα ή το άλλο. Πότε αν τολμάει να σκαρφαλώσει μέχρι την κορυφή στο παλιό κυπαρίσσι που βρίσκεται στην αυλή της εκκλησίας, πότε αν κρατάει να σηκώσει πέντε καφάσια γεμάτες μπίρες, πότε πόσες φορές αντέχει να τρέξει τον γύρο της πλατείας στο ένα πόδι, αν μπορεί με τα μάτια δεμένα να κάνει σούζα με το ποδήλατο, τέτοια πράγματα. Κερδίζει∙ κέρασμα μια ομελέτα με λουκάνικα και πορτοκαλάδα. Χάνει∙ πρέπει να πιει με τη μία ένα κατοστάρι τσίπουρο. Γι’ αυτό δεν χάνει σχεδόν ποτέ. Τον αρρωσταίνει το πιόμα, τον κάνει να μοιάζει στον πατέρα του και δεν το θέλει. Έτσι και σήμερα. Οι εξυπνάκηδες οι φίλοι του άρχισαν πάλι να τον πειράζουν και να τον προκαλούν, λες και δεν ήξεραν με ποιον τα βάζουν. Πότε θα το χωνέψετε; Κανείς δεν ξέρει περισσότερα για την ΑΕΛ απ’ όσα αυτός. Δεν μπορεί να εξηγήσει πώς και γιατί συμβαίνει αλλά στο μυαλό του υπάρχουν τα πάντα για την ομάδα του. Η ιστορία της απ’ το άλφα ως το ωμέγα. Ποδοσφαιριστές, προπονητές, διαιτητές, νίκες, ήττες, γκολ, ημερομηνίες, μεταγραφές, αποχωρήσεις, τραυματισμοί, κίτρινες κάρτες, κόκκινες κάρτες, τα πάντα. Και δεν συμβαίνει μόνο με την ΑΕΛ. Και για άλλες ομάδες γνωρίζει παραπάνω από οποιονδήποτε άλλο∙ ως και για ξένες ομάδες κρατάει στο μυαλό του τις πιο απίθανες λεπτομέρειες. Ακούει τους δημοσιογράφους στις ραδιοφωνικές αναμεταδόσεις και γελάει∙ άσε κάτι φαντασμένους που βγαίνουν στην Αθλητική Κυριακή και λένε ό,τι τους κατέβει. Την τύφλα τους δεν ξέρουν μπροστά του. Ας τολμήσει κάποιος απ’ αυτούς να τον ρωτήσει με ποια ενδεκάδα κέρδισε η Μπόκα Τζούνιορς το Κόπα Αμέρικα το ’79 ή πώς η Κορίνθιανς έχασε το πρωτάθλημα Βραζιλίας το ’76. Με πόσα γκολ σε επίσημα ματς τέλειωσε την καριέρα του ο μεγάλος Ρουμενίγκε. Όλοι τρώνε τα μούτρα τους μαζί του όταν πρόκειται για ποδόσφαιρο. Κι ας μην ξέρει καλά καλά γιατί συμβαίνει αυτό∙ ενώ δυσκολεύεται με τόσα άλλα, γνωρίζει σχεδόν τα πάντα για την μπάλα. Μπορεί να φταίει πως σχεδόν μεγάλωσε μέσα στο προποτζίδικο του αδερφού της μακαρίτισσας της μάνας του, του θείου του του Αντρέα, που μένει στο διπλανό χωριό. Από μια σταλιά παιδί μέχρι σήμερα, ξεκοκαλίζει καθημερινά όλες τις αθλητικές εφημερίδες, και ό,τι διαβάζει του εντυπώνεται, του μένει για πάντα. Άλλη εξήγηση δεν δίνει. Τέλος πάντων, δεν θέλει να το εκμεταλλεύεται, ούτε να κάνει τον έξυπνο σε κανέναν. Όχι πως του κακοπέφτουν τα κεράσματα αλλά πόσες φορές πρέπει να τους το αποδείξει για να το καταλάβουν; Αλλά πού αυτοί, εκεί… Με τι ξεκίνησαν αυτή τη φορά; Α, ναι. ΑΕΛ-ΑΕΚ το ’85. Εύκολο. Λοιπόν, έχουμε και λέμε, ο αγώνας έγινε στις 20 Γενάρη του 1985, στο Αλκαζάρ φυσικά. Αποτέλεσμα 4-1 υπέρ της ΑΕΛ. Τα γκολ: Μητσιμπόνας στο 37΄, ο Εστερχάζι ισοφαρίζει στο 47΄, στο 49΄ ο Κμιέτσικ ξαναδίνει το προβάδισμα, ο Αρζόγλου με αυτογκόλ στο 53΄ μεγαλώνει κι άλλο τη διαφορά, ο Ζιώγας τελειώνει τον αγώνα στο 87΄. Η σύνθεση της ΑΕΛ: Πλίτσης, Παραφέστας, Πατσιαβούρας, Γκαλίτσιος, Μητσιμπόνας, Βουτυρίτσας, Ζιώγας, Τσιώλης (77΄ αλλαγή ο Ρήγας), Άνταμτσικ (85΄ αλλαγή ο Κυριλίδης), Κιέτσικ, Βαλαώρας. Διαιτητής ο Κοντογιαννίδης. Εισιτήρια του αγώνα 16.890, εισπράξεις 5.260.500 δραχμές. Ευχαριστημένοι; Ευχαριστημένοι. Να βλέπω την ομελέτα με λουκάνικα και την πορτοκαλάδα τότε. Πριν καλά καλά ξεκινήσει να τρώει τον προκαλούν εκ νέου. Αυτό ήταν εύκολο λένε μερικοί, ας δοκιμάσουμε κάτι πιο δύσκολο. Ολυμπιακός-ΑΕΛ το ’81, όχι το ’81, το ’80. Ετοιμάστε την ομελέτα, και αυτή τη φορά, το λουκάνικο κανονικά, όχι όπως στην προηγούμενη, φωνάζει επίτηδες δυνατά να τον ακούσει ο αρχιτσιγκούναρος ο Λευτέρης ο Γιαννούλιας που κρατάει το καφενείο.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Από την Αθήνα στον μεγάλο κάμπο της Λάρισας και τα δάση της Χαλκιδικής, οι ήρωες κινούνται στο σήμερα, κουβαλώντας το παρελθόν τους. Μια οικογενειακή σάγκα, μια ιστορία ενηλικίωσης, μια σχεδόν αστυνομική ιστορία, μαζί με έρωτες και θανάτους, συμπλέκονται και δημιουργούν ένα σύμπαν άλλοτε ζηλευτό και άλλοτε ζοφερό. Ένα φιλόδοξο μυθιστόρημα, καθώς πέρα από την έκτασή του φλερτάρει και αξιοποιεί πολλά λογοτεχνικά είδη. Με άλλα λόγια μιλά για την ασίγαστη ανάγκη να υπερασπίζεται κανείς το καλό πριν το κακό υπερισχύσει και πέσει πάλι η νύχτα.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης γεννήθηκε το 1970 στη Λάρισα. Σπούδασε κινηματογράφο. Ζει στην Αθήνα. Βιβλία του: Η πόλη και η σιωπή (2013), Η εφεύρεση της σκιάς (2008), Παραβολή (2006), Ο βαθμός δυσκολίας (2005), Βαθύ πηγάδι (2003), Η συνάντηση (2002). Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις. Το πρώτο του θεατρικό έργο Ουδέτερη ζώνη απέσπασε Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου θεατρικού συγγραφέα. Το έργο του Μια εξαιρετικά απλή δουλειά περιλήφθηκε στην Ευρωπαϊκή Ανθολογία Θεάτρου. Κείμενά του καθώς και άρθρα για θέματα πολιτισμού και σύγχρονης τέχνης έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες. Από το Μεταίχμιο κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του: Το πέρασμα (2016 – Athens Prize for Literature), το οποίο μεταφράστηκε στη Γαλλία από τις εκδόσεις Actes Sud, Ίσως την επόμενη φορά (2017), και Σε ποιον ανήκει η κόλαση (2019) καθώς και το παιδικό βιβλίο Η πολιτεία των παπουτσιών και ο ξυπόλυτος Ιππόλυτος.