
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το αφήγημα του Μιχάλη Μακρόπουλου «...άμμος», το οποίο κυκλοφορεί στις 24 Μαρτίου από τις εκδόσεις Κίχλη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Φυσοῦσε καὶ φυσοῦσε ἔπειτα ὁ βοριάς. Ἦταν λὲς καὶ ὁ κόσμος ἄφηνε ἐπιτέλους νὰ βγεῖ ἡ ἀνάσα του, ποὺ τὴν κρατοῦσε τόσον καιρό, ὅσο βάραινε ἡ ἄμμος τὸν ἀέρα κι ἄρταινε μὲ τοὺς κόκκους της τὸ φαῒ καὶ τὸ νερό μας.
Τὰ ξύλινα παντζούρια βαροῦσαν. Τὸ χρῶμα εἶχε σκάσει ἀπὸ τὴν ἁρμύρα, καὶ φλοῖδες ἔφευγαν κάθε ποὺ βάραγε ἕνα παντζούρι, ἀφήνοντας παραμέσα γυμνὸ τὸ ξύλο, ποὺ ἡ θάλασσα καὶ τὸ σαράκι τό ’χανε φάει κι αὐτό.
[...]
Πέρα ἀπὸ τὸ παράθυρο μὲ τὸ σκαλωμένο παντζούρι ἦταν στέγες· πάνω σὲ μία, μιὰ γάτα, πάνω σ’ ἄλλη, δυὸ σκεπάδες ποὺ πάλευαν νὰ φέρουν στὰ ἴσια τους τὰ κεραμίδια. Τά ’χε χορέψει ὁ ἄνεμος τὴ νύχτα, καὶ τώρα τραβολογοῦσε τοὺς μαστόρους. Τοὺς φούσκωνε τὸ πουκάμισο, τοὺς ἔπαιρνε τὰ μαλλιά.
Ἐντάξει λοιπόν, εἶπα βλέποντας τὸν ἕναν νὰ κάνει μισὸ βῆμα πίσω, ἔπειτα μισὸ μπρός, σκυμμένος καὶ μὲ τὸ πουκάμισό του νὰ κολλάει ἄλλοτε στὸ λιανὸ κορμί του κι ἄλλοτε νὰ παίρνει ἀέρα μέσα καὶ νὰ τὸν χοντραίνει· ἀλλὰ ἐμεῖς τό ’χουμε πάρει ἀπόφαση.
Ἡ ματιά μου πλανήθηκε στὰ λιόδεντρα, στὴ θάλασσα πιὸ πίσω. Γέμιζε ἡ βοή της τὸν κόσμο, μαζὶ μ’ ἕνα ἄηχο καμπάνισμα, γιατὶ μὲ τὸν βοριὰ εἶχε καθαρίσει τόσο ὁ ἀέρας –τόσο, ποὺ φαινόταν ἀντίκρυ ὁλοκάθαρα ἡ Πρέβεζα, τὰ ὄρη τοῦ Σουλίου, ὣς κι οἱ Παξοὶ ἀκόμα– ὥστε ἔλεγες ὅτι, ἔτσι κρυσταλλένιος, πράγματι καμπάνιζε δίχως ἦχο – ἕνα καμπάνισμα πλασμένο ἀπὸ διαύγεια καὶ φῶς.
Ἀλλὰ πάντα θά ’μενε λίγη ἄμμος ἐδῶ, λίγη ἐκεῖ, σὰν memento mori ποὺ τρίζει σιγανά, κρυμμένη ὣς καὶ σὲ μιὰ μέρα εὐτυχίας μὲς στὶς ζάρες τοῦ σεντονιοῦ, στὴ ράγα τοῦ συρταριοῦ, στὰ σκέλη τοῦ ψαλιδιοῦ, ἀπὸ μέσα στὴ μύτη τοῦ παπουτσιοῦ, στὸν μεντεσὲ καὶ στὸ ἀνάμεσο δύο σελίδων βαθιά, ἐκεῖ ποὺ τσακίζει ἡ ράχη τοῦ βιβλίου.
Ἀλλὰ πάντα θά ’μενε λίγη ἄμμος ἐδῶ, λίγη ἐκεῖ, σὰν memento mori ποὺ τρίζει σιγανά, κρυμμένη ὣς καὶ σὲ μιὰ μέρα εὐτυχίας μὲς στὶς ζάρες τοῦ σεντονιοῦ, στὴ ράγα τοῦ συρταριοῦ, στὰ σκέλη τοῦ ψαλιδιοῦ, ἀπὸ μέσα στὴ μύτη τοῦ παπουτσιοῦ, στὸν μεντεσὲ καὶ στὸ ἀνάμεσο δύο σελίδων βαθιά, ἐκεῖ ποὺ τσακίζει ἡ ράχη τοῦ βιβλίου.
Ἐκεῖ ποὺ τσακίζει ἡ ράχη τοῦ βιβλίου.
Ἐπιθύμησα νὰ διαβάσω λίγες λέξεις, ἕνα memento vivere. Ἔστριψα τὴν καρέκλα μισὴ στροφή, ἅπλωσα τὸ χέρι, ἔπιασα ἕνα βιβλίο καὶ τ’ ἄνοιξα τόσο, ὥστε νὰ χαραχτεῖ στὴ ράχη του μιὰ τσάκιση σὰν σούφρα στὸ κούτελο γέρου, ἐκεῖ ὅπου ἕνα ξερὸ φύκι ἦταν βαλμένο σὰν ξεχασμένος σελιδοδείχτης. Χαραγὲς τὸ ρυτίδωναν ἤδη, καὶ γερνοῦσε κι ἄλλο λίγο τὸ βιβλίο, κάθε ποὺ ἄνοιγε.
Πάλι, κόκκοι ἄμμου ἔτριξαν ἐκεῖ ὅπου ἔσμιγαν οἱ σελίδες: memento mori. Μὰ ὑπῆρχαν καὶ οἱ λέξεις: memento vivere. Ἔτσι, διάβασα ὅπως θὰ διάβαζα ἕνα ξόρκι· ἁπλώνοντας τὶς λέξεις πάνω στὴ βοὴ τῆς θάλασσας καὶ στ’ ἄηχο καμπάνισμα τοῦ ἀέρα, ποὺ ἔμπαιναν ἀπ’ τὸ παράθυρο.
Τὸ πέρασμά μου ξεσήκωσε
τὶς φωνὲς τοῦ σκύλου
κι ἐκεῖνες τὰ πουλιὰ
ἀπ’ τὶς πορτοκαλιὲς
Λίγα λόγια για το βιβλίο
...ένα αφήγημα για την ποίηση της καθημερινότητας, τα μικρά πράγματα της ζωής και τη γνώση του αναπόφευκτου τέλους της...
«Αλλά πάντα θά ’μενε λίγη άμμος εδώ, λίγη εκεί, σαν memento mori που τρίζει σιγανά, κρυμμένη ως και σε μια μέρα ευτυχίας μες στις ζάρες του σεντονιού, στη ράγα του συρταριού, στα σκέλη του ψαλιδιού, από μέσα στη μύτη του παπουτσιού, στον μεντεσέ και στο ανάμεσο δύο σελίδων βαθιά, εκεί που τσακίζει η ράχη του βιβλίου.
Εκεί που τσακίζει η ράχη του βιβλίου».