
Προδημοσίευση αποσπάσματος της νουβέλας της Γεωργίας Τάτση «γάμπαρη Αμβρακικού», με αφορμή την επανέκδοσή της από τις εκδόσεις Βακχικόν, την ερχόμενη εβδομάδα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η Αλεξάνδρα έξι χρονών. Πικραλίδα. Φορούσε το κίτρινο τσιτάκι με τη σούρα. Έπιανε τα πλυμένα ρούχα απ’ την τσίγκινη σκάφη και τα έδινε στη μητέρα της. Εκείνη τα τίναζε και τ’ άπλωνε στο σύρμα. Δεμένο στις καρυδιές το σύρμα, εκτεινόταν από τη μία άκρη της πίσω αυλής στην άλλη. Ένας καυτός αέρας, ένας λίβας, σηκώθηκε κι ανάστησε την μπουγάδα. Έδωσε σώμα σε τρία αντρικά πουκάμισα, κρεμασμένα με το κεφάλι κάτω, πιασμένα απ’ τις πλαϊνές ραφές. Έδωσε σώμα στο μπλε φόρεμα της μητέρας και σ’ ένα άσπρο φουστανάκι του παιδιού, κανονικά αυτά κρεμασμένα απ’ τους ώμους.
«Όμως, μαμά, εγώ γιατί δεν έχω μπαμπά;» Εκείνη τη μέρα η μπουγάδα ανέμιζε αναστημένη. Η ατμόσφαιρα είχε το χρώμα της σέπιας. Το μεσημέρι τρέμιζε από τη ζέστη αλλά πιο πολύ από όσα της είχαν μόλις αποκαλυφτεί.
Η Αλεξάνδρα έβγαλε τα πέδιλά της κι όρμησε στους φρυγμένους δρόμους. Βούλιαζε στον κουρνιαχτό που της τσουρούφλιζε τα πέλματα και τιναζόταν ψηλά, πουδράροντας τις γάμπες και τα γόνατά της με τη σκόνη του.
Έτρεχε στα σοκάκια του χωριού την ώρα που οι άνθρωποι αναπαύονταν. Οι γάτες, λουφαγμένες στα γεράνια και στους βασιλικούς, ξαφνιάζονταν από το ποδοβολητό, πετάγονταν όρθιες. Οι σκύλοι αραγμένοι στη σκιά των κτισμάτων και των δέντρων, προφυλαγμένοι από το σκληρό φως, γύριζαν και την κοίταζαν με τα λυπημένα μάτια τους, με τη γλώσσα έξω. Ένας γκέκας, που του έφευγαν τα δάκρυα, της κούνησε την ουρά. Μετά σηκώθηκε και την ακολούθησε. Έτρεχε η Αλεξάνδρα, μέχρι που πάτησε το ασπράγκαθο, κι από εκείνη τη στιγμή, πετούσε. Ή μήπως χόρευε στα κάρβουνα; Τα πέλματά της πάντως δεν ακουμπούσαν στη γη. Έτρεξε, έτρεξε, έτρεξε, μέχρι που εξαντλήθηκε κι αναζήτησε τη δροσιά του κλειστού, του στεγασμένου χώρου.
Στην αυλή, έσβησε τα πόδια της αδειάζοντας έναν κουβά νερό στις γάμπες. Τα σκούπισε στο πατάκι – ένα λερωμένο πλεχτό, παλιό, ξεχειλωμένο, τρύπιο. Μπήκε στο δωμάτιο. Το κρεβάτι ακουμπισμένο στον τοίχο, σκεπασμένο μέχρι κάτω με σεντόνι λευκό. Το φως γλυκό, φιλτραρισμένο στη γάζα που κάλυπτε το παράθυρο. Έβγαλε το φουστάνι κι έπεσε στο κρεβάτι αναζητώντας ανακούφιση στην ίδια της τη γύμνια. Ρουφούσε τη δροσιά τού ασβεστωμένου τοίχου με τα πέλματα. Ύστερα γύρισε μπροστά. Ανέβασε το χέρι και το λύγισε, κλείνοντας το κεφάλι της σε γωνία ορθή. Σαν να είχε ανοίξει ο εγκέφαλος στα δύο κι ήθελε να τον κρατήσει ενωμένο.
Πέντ’ έξι άντρες όρθιοι. Ο ένας πλάι στον άλλον. Φορούσαν μαύρα σταυρωτά κουστούμια με μεγάλα πέτα. Για μια στιγμή άνοιξαν τα χέρια τους ως την έκταση. Δοκίμασαν να πετάξουν και τα κατέβασαν γρήγορα. Τα σταύρωσαν μπροστά στο στήθος. Τα νύχια τους κίτρινα. Γαμψά. Η ρίζα τους μπλε, σχεδόν μαύρη. Είχαν πιαστεί τα δάχτυλά τους στην πόρτα του παραδείσου, καθώς έμπαιναν ένας ένας και προσπαθούσαν να την κλείσουν. Μαύριζε τώρα εκεί το σκοτωμένο αιματάκι.
Την πήρε ο ύπνος και τον ονειρεύτηκε.
Πέντ’ έξι άντρες όρθιοι. Ο ένας πλάι στον άλλον. Φορούσαν μαύρα σταυρωτά κουστούμια με μεγάλα πέτα. Για μια στιγμή άνοιξαν τα χέρια τους ως την έκταση. Δοκίμασαν να πετάξουν και τα κατέβασαν γρήγορα. Τα σταύρωσαν μπροστά στο στήθος. Τα νύχια τους κίτρινα. Γαμψά. Η ρίζα τους μπλε, σχεδόν μαύρη. Είχαν πιαστεί τα δάχτυλά τους στην πόρτα του παραδείσου, καθώς έμπαιναν ένας ένας και προσπαθούσαν να την κλείσουν. Μαύριζε τώρα εκεί το σκοτωμένο αιματάκι.
Τα μαλλιά τους χτενισμένα όλα πάνω, στρωμένα με μπριγιόλ. Κίτρινη και η μύτη τους. Κεχριμπαρένια.
Έμοιαζαν με υπερμεγέθη κοτσύφια. Κοίταζαν κατευθείαν στον φακό. Τεράστιοι κερομύτες στο δωμάτιο του ουρανού. Κερομύτες – ψάλτες σε γαλάζιο φόντο. Πότε έψελναν τον ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας… και πότε έλεγαν τον ύμνο διαβαστά… δος μοι τούτον τον ξένον ίνα κρύψω εν τάφω…
Δεξιά αριστερά, άνθη, δέντρα και νερά. Μπροστά στα πόδια τους, παγόνια με ορθωμένο τον μακρύ λαιμό. Παγόνια με τη βεντάλια των φτερών τους ανοιγμένη.
Παρότι δεν τον ήξερε, ποτέ της δεν τον είχε δει ούτε καν σε φωτογραφία αποτυπωμένο, τον αναγνώρισε αμέσως, απ’ το χαμόγελο. Ο τελευταίος στη σειρά. Χαμογελούσε όπως χαμογελούν οι πατεράδες στα παιδιά τους. Εξ ου η μακάρια έκφραση, η ευδαιμονία, το φως αυτό στο πρόσωπό της.
Ιδού η έλαφος. Ιδού η τρυφερή δορκάς, έτοιμη για το με γάλο της ζωής σφαγείο.
Όταν ξύπνησε, φόρεσε ξανά το κίτρινο τσιτάκι. Κοίταξε τα απλωμένα ρούχα από το παράθυρο. Τα τρία πουκάμισα ψυχορραγούσαν. Ο πατέρας της, κρεμασμένος ανάποδα, ψυχορραγούσε. Ψυχορραγούσαν τρεις πατεράδες στη σειρά. Τρεις φορές νεκρός.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Οι άγνωστες πληροφορίες από τον ιατρικό φάκελο του πεθαμένου πατέρα της και τα έργα τέχνης στους επτά σταθμούς του μετρό πυροδοτούν τη μνήμη της ηρωίδας και την κατεβάζουν στα υπόγεια του εαυτού της. Διατρέχει τη ζωή της ανάποδα και θυμάται ό,τι μέχρι τώρα προσπαθούσε να ξεχάσει. Η «γάμπαρη Αμβρακικού» εκδόθηκε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης το 2019 και επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Γεωργία Τάτση γεννήθηκε το 1952 στο Κλειστό Άρτας. Από το 1965 ζει στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία στη Σχολή Κινηματογράφου - Τηλεόρασης Ευγενίας Χατζίκου και εργάστηκε στην ΕΡΤ από το 1976 έως το 2003. Έχει εκδώσει τη νουβέλα Πίσω από τον ήχο του νερού (εκδόσεις Βακχικόν 2022) και τον Χορό στα ποτήρια (εκδόσεις Βακχικόν 2023, πρώτη κυκλοφορία από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013) που συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας, στην κατηγορία Διήγημα - Νουβέλα. Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί στους συλλογικούς τόμους Είμαστε όλοι μετανάστες (εκδόσεις Πατάκη 2007), Υπό σκιάν (Εκδόσεις των Συναδέλφων 2014, σε συνεργασία με την Εφημερίδα των Συντακτών) και Κάτοπτρα της γλυκείας χώρας Κύπρου (Ελληνοεκδοτική 2024), καθώς και στα ηλεκτρονικά περιοδικά Ο Αναγνώστης, Χάρτης και Culture Book.