
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη «Το παιδί και ο Άγγελος», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 13 Μαρτίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
1
Κάθε νύχτα, το χωριό χανόταν – και, κάθε πρωί, ξεπηδούσε και πάλι από τις ρίζες των ήχων του, λες και γεννιόταν από την αρχή.
Ένας σκύλος γάβγιζε λυπητερά, μια αγελάδα μουγκάνιζε βαριά, τα φύλλα σύρονταν στη γη, μιλώντας μια γλώσσα που δεν έμαθες ποτέ. Από μακριά, το κόασμα των βατράχων έσπαγε τη σιωπή, ενώ πιο κοντά ένα αόρατο έντομο κυνηγούσε τον ήχο ενός κρυμμένου κοριού. Μια πεταλούδα ξεγλιστρούσε από την πλαγγόνα της, τα φτερά της αναδύονταν αθόρυβα, και σφήγκες χόρευαν πάνω από το χορτάρι. Και τότε, εκείνα τα αλλόκοτα κρωξίματα γερανών, σαν ουρλιαχτά από έναν άλλον κόσμο, σκέπαζαν τα πάντα. Ο ουρανός έμοιαζε να ανοίγει για να τους χωρέσει.
Και στεκόσουν εκεί, ανάμεσα στα δέντρα, νιώθοντας τη μέρα να ξετυλίγεται μέσα από τον παλμό της γης – τα κλαδιά που έσπαγαν απαλά, τις πέτρες που κυλούσαν ακολουθώντας έναν κρυφό ρυθμό, τον ψίθυρο της φύσης που ένωνε κάθε ήχο, κάθε κίνηση. Ένα τοπίο ζωντανό, που σε τύλιγε με την αίσθηση ότι όλα βρίσκονταν σε αδιάκοπη κίνηση, ακατάπαυστα και αληθινά.
Αναρωτιέσαι, τώρα, αν μπορείς να ακούσεις. Όχι απλώς έναν ήχο, μα εκείνη τη φευγαλέα αρμονία που μοιάζει να υφαίνεται στον αέρα, ανεπαίσθητη σαν τον ψίθυρο ενός κρυμμένου πνεύματος. Αν ακούς μόνο έναν, ίσως η ψυχή σου να ταλαντεύεται στο κατώφλι κάποιας άγνωστης αβύσσου. Αν ακούς πολλούς, τότε η ύπαρξή σου ακόμη παραμένει δεμένη στο γνώριμο, καθησυχαστικό ρεύμα της πραγματικότητας.
Αλλά, αν ακούς όλους τους ήχους –το βουητό της σιωπής που γίνεται μια κραυγή απελπισμένη–, τότε πρέπει να αναρωτηθείς: μήπως η ίδια η ουσία της ύπαρξης σε καλεί; Μήπως αυτό που ονομάζουμε σιωπή δεν είναι παρά το σάβανο ενός κόσμου, μιας πραγματικότητας πιο τρομερής απ’ ό,τι μπορούμε να φανταστούμε;
Κι αν αυτό το ηχητικό τοπίο το αντιστρέψεις; Μια παγωμένη πυρκαγιά που δεν καίει, αλλά παγώνει την καρδιά. Ένας κεραυνός που δεν τρομάζει, αλλά σου χαϊδεύει τα αυτιά.
Το τοπίο, ακόμη και όταν δείχνει ήσυχο, είναι γεμάτο. Είναι μια ιστορία που δεν έχει ειπωθεί, ένα μυστήριο που περιμένει να αποκαλυφθεί. Κι εσύ βρίσκεσαι εκεί, στην άκρη του. Ένας μάρτυρας που δεν μπορεί να κάνει πίσω, που συμμετέχει, με την ελπίδα πως τα πράγματα δεν έχουν τελειώσει πριν καν αρχίσουν.
Όλα αυτά που ακούς είναι κομμάτια ενός κόσμου που δεν ξέρεις αν θέλεις να εξηγήσεις ή απλώς να ακολουθήσεις. Κι αυτό είναι, τελικά, το πιο μαγικό απ’ όλα.
2
Μια μοναχική αχτίδα πέρασε μέσα από τον φεγγίτη και φώτισε το ασβεστωμένο κελί. Η ψάθα, οι προσκεφαλίδες δίπλα στο τζάκι – όλα στη θέση τους, όπως πάντα. Οι τέσσερις τοίχοι ήταν λευκοί σαν σε σκηνή από παπαδιαμαντικό διήγημα. Ο μοναχός Γεώργιος ξύπνησε, όπως κάθε πρωί, αργά, χωρίς βιασύνη. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του, έφαγε δύο φέτες ψωμί, ήπιε μια κούπα γάλα. Στη συνέχεια, πλησίασε το εικονοστάσι: καθάρισε το φιτίλι, έβαλε λάδι στο καντήλι, το άναψε. Έκανε τρεις φορές τον σταυρό του κι ύστερα βγήκε.
Η μέρα ήταν λαμπρή, μία από εκείνες που κάνουν τον χρόνο να φαίνεται σταματημένος. Ο ουρανός απλωνόταν διάφανος, το φως τόνιζε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου γύρω του. Κατέβαινε την πλαγιά, ακολουθώντας το μεγάλο ρυάκι, με το κελάρυσμα του νερού να του κρατά συντροφιά. Οι πεταλούδες χόρευαν γύρω του, μικρές ανάσες χρώματος στον καθαρό αέρα.
Ήταν τότε που το είδε. Στην αρχή, από μακριά, δεν μπορούσε να διακρίνει τι ακριβώς ήταν. Έμοιαζε με ένα ύφασμα τυλιγμένο γύρω από μια μεγάλη πέτρα. Μα όσο πλησίαζε, οι αμφιβολίες του μεγάλωναν. Η όρασή του, ήδη θολή από το γλαύκωμα, έκανε την εικόνα ακόμη πιο ασαφή. Κι όμως, όσο πλησίαζε, κάτι μέσα του του έλεγε να μη σταματήσει.
Ήταν τότε που το είδε. Στην αρχή, από μακριά, δεν μπορούσε να διακρίνει τι ακριβώς ήταν. Έμοιαζε με ένα ύφασμα τυλιγμένο γύρω από μια μεγάλη πέτρα. Μα όσο πλησίαζε, οι αμφιβολίες του μεγάλωναν. Η όρασή του, ήδη θολή από το γλαύκωμα, έκανε την εικόνα ακόμη πιο ασαφή. Κι όμως, όσο πλησίαζε, κάτι μέσα του του έλεγε να μη σταματήσει.
Όταν έφτασε, είδε καθαρά: ήταν ένα παιδί. Τυλιγμένο σε μια μάλλινη κουβέρτα, ξαπλωμένο στη γη, λες και είχε παραδοθεί σε έναν ύπνο βαθύ, σχεδόν άυλο. Έσκυψε πάνω του. Η ανάσα του παιδιού ήταν ήρεμη, σταθερή. Κοιμόταν. Το πρόσωπό του, γαλήνιο και αθώο, είχε μια ομορφιά που φαινόταν σχεδόν απόκοσμη. Ο Γεώργιος αισθάνθηκε την καρδιά του να σφίγγεται, αλλά και να απλώνεται ταυτόχρονα.
Ήταν τόσο ελαφρύ, μα το βάρος που κουβαλούσε στα χέρια τού φαινόταν δυσβάσταχτο – όχι από κιλά, αλλά από την αίσθηση ότι κρατούσε κάτι πολύτιμο, κάτι εύθραυστο. Μια πρωτόγνωρη δύναμη τον έσπρωξε να το προστατέψει.
Όταν έφτασαν στο κελί του, το παιδί δεν είχε ξυπνήσει ακόμη. Το ξάπλωσε στο κρεβάτι του, ζέστανε γάλα και κάθισε δίπλα του, περιμένοντας. Το πρόσωπό του ήταν φωτισμένο από μια σπάνια τρυφερότητα.
Την επόμενη μέρα, το πήγε στον ηγούμενο. Το παιδί ήταν ζωηρό. Είχε ένα γαλάζιο και ένα καφέ μάτι, που έλαμπαν από περιέργεια. Μα κάτι δεν άλλαζε: τα χείλη του παρέμεναν σφραγισμένα. Δεν μιλούσε. Είχε έναν αέρα μυστηρίου, λες και κρατούσε μέσα του ένα μυστικό που κανείς δεν μπορούσε να αγγίξει. Ο μοναχός Γεώργιος αισθάνθηκε ότι η ζωή του είχε ήδη αλλάξει.
Το παιδί δεν ήταν μια τυχαία συνάντηση. Ήταν σαν να είχε έρθει με έναν σκοπό, σαν να κουβαλούσε κάτι που έπρεπε να αποκαλυφθεί με τον χρόνο. Αυτό ήταν μόνο η αρχή.
3
Η πινακίδα στην είσοδο του χωριού στεκόταν εκεί για χρόνια, ξεχασμένη, με τα γράμματά της μισοσβησμένα από τον καιρό. Το μπλε είχε σχεδόν ξεθωριάσει, φαγωμένο από τη σκουριά και τη σκόνη. Μόνο μια φράση διακρινόταν, αλλά όχι ολόκληρη: «Η ζωή είναι μικρή. Ζεις...». Και μετά, τίποτα. Ένας κενός χώρος, λες και περίμενε κάποιον να τον συμπληρώσει. Ή μήπως η φράση είχε γραφτεί εξαρχής πλήρης, και ήταν ο χρόνος που την είχε σβήσει;
«Ζεις μονάχα μία φορά;» Ίσως. Ή μήπως ήταν κάτι άλλο; Ποιος είχε γράψει αυτό το μήνυμα; Και γιατί; Ήταν μια φιλοσοφική σκέψη κάποιου, μια απελπισμένη προτροπή του ή απλώς μια προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή; Κανείς δεν ήξερε. Όμως, η πινακίδα παρέμενε εκεί, πεισματικά, παρά την εγκατάλειψη.
Κανείς δεν την είχε κατεβάσει, δεν την είχε επιδιορθώσει, δεν την είχε αντικαταστήσει. Είχε γίνει μέρος του τοπίου, ένα κομμάτι της ζωής του χωριού, που όλοι πια προσπερνούσαν χωρίς να το βλέπουν.
Κοντά της, ένα δέντρο στεκόταν σκυφτό. Οι ρίζες του είχαν αρχίσει να ξεπροβάλλουν από τη γη, σαν να ήθελαν να ξεφύγουν, μα ο κορμός του έμοιαζε εγκλωβισμένος, πληγωμένος. Ήταν μια παραφωνία, μια εξαίρεση, καθώς τα υπόλοιπα δέντρα ορθώνονταν γύρω του, γεμάτα ζωή, με τους κορμούς τους λείους και τα κλαδιά τους να απλώνονται ελεύθερα. Οι χυμοί τους κυλούσαν ήσυχα, επιβεβαιώνοντας ότι η ζωή συνεχιζόταν, αδιάφορη για τις παλιές πληγές.
Κι όμως, η φύση δεν βιαζόταν να αποκαλύψει τα μυστικά της. Το τοπίο γύρω από την πινακίδα φαινόταν αιώνιο και ευμετάβλητο ταυτόχρονα, περιέχοντας όλες τις πιθανότητες. Τα πάντα συνυπήρχαν, χωρίς αποκλεισμούς, λες και ανήκαν σε ένα αόρατο πλέγμα, όπου κάθε στοιχείο, όσο μικρό ή φθαρμένο κι αν ήταν, είχε τη θέση του.
4
Τα σπίτια στο χωριό ήταν χαμηλά, σχεδόν εξαφανισμένα μέσα στη βλάστηση, που τα κάλυπτε σαν προστατευτικός μανδύας. Μόνο μερικές στέγες ξεπρόβαλλαν, κόκκινα ίχνη στο καταπράσινο τοπίο, ενώ από πίσω το βουνό στεκόταν αγέρωχο, μια αδιατάρακτη παρουσία που φρουρούσε τον τόπο. Ο ουρανός άλλαζε διάθεση, πότε γαλανός και πότε γκρίζος, καθρεφτίζοντας τη φύση γύρω του – ή τη δική σου, αν στεκόσουν εκεί.
Ένα χωριό είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Κάθε πρωί, ξυπνά μαζί με τη φύση. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου γλιστρούν πάνω στις κεραμοσκεπές, διαπερνούν τα φύλλα, γεμίζουν το χωριό με φως. Οι ήχοι της φύσης ξεκινούν αργά: το νερό που κυλάει στις άκρες των καλντεριμιών, τα έντομα που βουίζουν ακατάπαυστα, τα πουλιά που μοιράζονται τα πρώτα τους τραγούδια. Είναι ένας ρυθμός που μοιάζει να επαναλαμβάνεται εδώ και αιώνες.
Ο έξω κόσμος αλλάζει. Οι πάγοι λιώνουν, τα είδη εξαφανίζονται, οι πόλεις βουλιάζουν στη φθορά τους. Μα το χωριό μένει σταθερό, λες και ανήκει σε έναν διαφορετικό χρόνο. Οι κάτοικοι παρακολουθούν τις αλλαγές από τα κινητά και τις τηλεοράσεις τους, αλλά δεν επηρεάζονται πραγματικά.
Ο έξω κόσμος αλλάζει. Οι πάγοι λιώνουν, τα είδη εξαφανίζονται, οι πόλεις βουλιάζουν στη φθορά τους. Μα το χωριό μένει σταθερό, λες και ανήκει σε έναν διαφορετικό χρόνο. Οι κάτοικοι παρακολουθούν τις αλλαγές από τα κινητά και τις τηλεοράσεις τους, αλλά δεν επηρεάζονται πραγματικά. Η σχέση τους με τον έξω κόσμο είναι απόμακρη, σχεδόν αφηρημένη. Τα όρια του χωριού είναι σαφή: δύο πινακίδες σηματοδοτούν την είσοδο και την έξοδο. Η μία αφήνει αναπάντητα ερωτήματα. Η άλλη γράφει απλώς «ΤΕΛΟΣ». Ανάμεσά τους απλώνεται η ψυχή του.
Το χωριό κουβαλά τριακόσια χρόνια Ιστορίας. Οι Τούρκοι το άφησαν άθικτο, αλλά οι Γερμανοί το κατέκαψαν. Τον 18ο αιώνα, μια ομάδα μορφωμένων φίλων ίδρυσε μια Σχολή που έφερε γνώση και φως σε έναν απομονωμένο τόπο. Αργότερα, μετά την καταστροφή που έφερε ο πόλεμος, το χωριό πέρασε δεκαετίες φτώχειας, μέχρι που ο τουρισμός τού έδωσε νέα πνοή. Και πάλι, όμως, η ζωή δεν άλλαξε θεαματικά. Οι οικογένειες έμειναν δεμένες, τα νέα παιδιά κατέβαιναν στην πόλη, ενώ το χωριό διατηρούσε το σφρίγος του. Ένα μέρος ήσυχο, χωρίς ιδιαίτερα επεισόδια, εκτός από ένα: μια πυρκαγιά που κατέστρεψε ένα μεγάλο σπίτι και έκαψε ζωντανούς τους δύο ενοίκους του. Ο γιος τους επέζησε, μα η ζωή του άλλαξε για πάντα. Από τότε, περιφερόταν στην πλατεία, χαμένος, με το βλέμμα ενός ανθρώπου που έμεινε πίσω, όταν όλοι οι υπόλοιποι είχαν φύγει.
Οι καμπάνες του χωριού, μικρές και μεγάλες, με τις περίτεχνες φρίζες τους, χτυπούσαν με έναν ήχο ξεχωριστό. Ένα μικρό ελάττωμα στη χύτευσή τους τις έκανε μοναδικές, αναγνωρίσιμες. Όπως και το ίδιο το χωριό: ένα μέρος όπου οι ιστορίες μπλέκονται με τις μνήμες, αφήνοντας πίσω τους σημάδια που τα νιώθεις πριν καν τα δεις.
5
Το μοναστήρι ήταν σκαρφαλωμένο ψηλά, στα οκτακόσια μέτρα, με πέτρινους τοίχους, που έμοιαζαν άτρωτοι στον χρόνο. Εκεί, καλά φυλαγμένη, υπήρχε η θαυματουργή εικόνα του Αγίου Δημητρίου, δώρο ενός Σέρβου βασιλιά. Ο βασιλιάς την είχε φέρει ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, όταν ο γιος του θεραπεύτηκε από μια βαριά ασθένεια. Οι ιστορίες για την εικόνα ήταν πολλές: προστάτευε από το κακό, θεράπευε, έδινε ελπίδα. Η ονομασία της μονής, που στα σέρβικα σήμαινε «μικρό παιδί», θύμιζε την αρχαία ευλογία της.
Το παιδί περιφερόταν έξω από το μοναστήρι, μόνο του. Εδώ και καιρό είχε φύγει από τη μονή του μοναχού Γεωργίου. Δεν μιλούσε, δεν ζητούσε τίποτα. Μόνο περιπλανιόταν, σαν να περίμενε κάτι. Ένας μοναχός το είδε, του άνοιξε την πόρτα και το πήρε μέσα. Κανείς δεν ρώτησε πώς βρέθηκε εκεί. Του έδωσαν ένα κελί με θολωτή οροφή και το δέχτηκαν, σαν να ήταν μέρος του τόπου από πάντα. Η μονή είχε περάσει δύσκολες εποχές. Κάποτε, έμεναν μόνο τρεις μοναχοί. Τώρα, είχαν ξαναγίνει δέκα. Το μέρος ήταν σκληρό, αλλά πανέμορφο. Μια απόκοσμη, σχεδόν μυστηριώδης γαλήνη τύλιγε τα πάντα.
Κάθε μέρα το παιδί έβγαινε για μεγάλους περιπάτους στα βουνά. Εξαφανιζόταν για ώρες, αλλά πάντα γύριζε. Οι μοναχοί το λάτρευαν, χωρίς να ρωτούν τίποτα. Αισθάνονταν ότι η παρουσία του είχε έναν σκοπό.
Ο Άγγελος είχε πάει σαν επισκέπτης. Οι μοναχοί τον είχαν υποδεχτεί ζεστά, όπως υποδέχονται έναν προσκυνητή. Του έδειξαν τη μονή, του μίλησαν για την ιστορία της. Κάποτε, η μονή ήταν γεμάτη ζώα, κτήματα και μοναχούς, που έφτιαχναν μαρμελάδες από άγρια μούρα και έψηναν καρβέλια ψωμί. Τον χειμώνα τον θεωρούσαν την πιο δύσκολη εποχή. Ο Άγγελος τους άκουγε σιωπηλά, αλλά μέσα του ήθελε να τους πει ότι είχε ζήσει κάτι πιο δύσκολο από τον χειμώνα. Σκέφτηκε να βγάλει το πουκάμισό του και να τους δείξει την ουλή που διέσχιζε τη σπονδυλική του στήλη, αλλά δεν το έκανε.
Καθώς περπατούσε μόνος του στην αυλή, έσκυψε να μυρίσει τις ορτανσίες. Τότε ένιωσε ένα απαλό άγγιγμα στο κεφάλι. Ένα παιδί τον κοίταζε. Το βλέμμα του είχε μια δύναμη που ο Άγγελος θυμόταν να την είχε ξαναζήσει. Πήγε να του μιλήσει, αλλά το παιδί δεν είπε τίποτα. Τότε, το έπιασε από το χέρι και το οδήγησε έξω από το μοναστήρι, εκεί όπου είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του.
Το παιδί στάθηκε μπροστά στην πόρτα του συνοδηγού· ο Άγγελος το κοίταξε στα μάτια και, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, το ρώτησε: «Τι θέλεις;». Το παιδί δεν απάντησε. Τον κοίταζε μόνο, σιωπηλό, σαν να περίμενε κάτι. Ξανά.
Το απόγευμα, έφυγαν μαζί.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ένα απομονωμένο χωριό, όπου τίποτα δεν αλλάζει. Οι άνθρωποι ζουν όπως έζησαν οι γονείς τους, όπως θα ζήσουν τα παιδιά τους. Ή έτσι νομίζουν. Μέχρι που εμφανίζονται δύο ξένοι: ένας άντρας που προσφέρει τα πάντα χωρίς να ζητά αντάλλαγμα και ένα παιδί που δεν μιλά. Ποιοι είναι; Τι θέλουν; Τι είναι ο Άγγελος; Ευεργέτης ή εισβολέας; Γιατί το παιδί μοιάζει να κουβαλά ένα μυστικό που κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει;
Στην αρχή, τους παρατηρούν. Μετά, τους αμφισβητούν. Και ύστερα, η καχυποψία μετατρέπεται σε φόβο. Το χωριό αρχίζει να καταρρέει – όχι μόνο τα σπίτια και οι δρόμοι του, αλλά και οι βεβαιότητες που το κρατούσαν όρθιο. Γιατί κάποιες αφίξεις δεν φέρνουν απλώς νέα πρόσωπα. Φέρνουν πράξεις επικίνδυνες και ερωτήματα που κανείς δεν θέλει να απαντήσει. Όταν η αλλαγή χτυπήσει την πόρτα, θα είναι πλέον αργά.
Τι είναι αυτό που φοβόμαστε περισσότερο; Το άγνωστο ή αυτά που αποκαλύπτει για εμάς;
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Αλέξης Σταμάτης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και έκανε μεταπτυχιακά Αρχιτεκτονικής και Κινηματογράφου στο Λονδίνο. Έχει γράψει συνολικά τριάντα πέντε βιβλία. Μεταξύ των έργων του χαρακτηριστικά είναι τα μυθιστορήματά του Μπαρ Φλωμπέρ, Βίλα Κομπρέ και το αυτοβιογραφικό του βιβλίο Υπήρξα τόσοι άλλοι. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε εννέα γλώσσες. Θεατρικά του έργα έχουν ανέβει σε πολλά θέατρα της Αθήνας, συμπεριλαμβανομένου του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης. Είναι τακτικός αρθρογράφος στο Βήμα από το 2017.