
Προδημοσίευση αποσπασμάτων από το μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου «Απάρνηση», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 24 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Τόπος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Επιφάνεια Ι
(Ο Νικόλας δεν είναι πια εδώ)
Κοντά δυο μήνες μετά τον θάνατο του Θωμά Παλατάκη ο δάσκαλος βλέπει τον Νικόλα Άσιμο να πουλάει τη λιγοστή πραμάτεια του σ’ ένα τραπεζάκι έξω από το Πολυτεχνείο, λόγω της επετείου. Ο ήλιος τον χτυπάει κατακέφαλα εκεί που κάθεται, αλλά δεν δείχνει να τον πολυνοιάζει. Πού και πού βγάζει ένα μαντίλι και σκουπίζει τον ιδρώτα. Ο δάσκαλος είναι σαράντα χρόνια νεότερος και του πηγαίνει μια δέσμη από το καινούργιο τεύχος του Προοδευτικού Κινηματογράφου.
Αυτός κι οι σύντροφοί του στο περιοδικό υπήρξαν εκείνα τα παλιά χρόνια πολύ αθώοι, πολύ μαρξιστές, πολύ εύπιστοι, πολύ φτωχοί. Δεκαετία του ογδόντα. Το περιοδικό ενοχλεί ακόμα και συντρόφους στην εξωκοινοβουλευτική οργάνωση, ενώ οι πασόκοι γνωστοί του το ειρωνεύονται κατά κόρον με την αποτροπαϊκή λέξη της μόδας που έχουν επινοήσει για να απωθούν ό,τι δυσκολεύονται (ή αδιαφορούν ή μισούν) να καταλάβουν: «κουλτουριάρικο».
Λίγοι τότε διέκριναν τη σημασία αυτής της ιεραποστολικής δουλειάς. Εντάξει, στο συστημικό Σύγχρονος Κινηματογράφος τους ειρωνεύονται επίσης. Αυτοί, όμως, προσεκτικά, σκιωδώς, πίσω από την πλάτη τους. Στην πραγματικότητα τους φοβούνται. (Επειδή, μάλλον, λένε ενοχλητικές αλήθειες. Κατά το παράδειγμα του Κεν Λόουτς ή του Κρις Μαρκέρ). Στις παρέες των σινεφίλ διαχέουν ένα συνομωτικό «αυτοί είναι μαοϊκοί» (την ταραγμένη εποχή που Γκοντάρ και Αντονιόνι δηλώνουν ανοιχτά μαοϊκοί…) και έτσι ξεμπερδεύουν εύκολα, αφού ύψιστο αισθητικό τους κριτήριο είναι εκείνο το ερεθιστικό (αποκλειστικά για τα αγάμητα μάτια τους) Γόνατο της Κλαίρης.
[…]
Ο Νικόλας κοιτούσε ολόισια μπροστά, σαν να παρατηρούσε κάτι απέναντι, στο Ιταλικό Ινστιτούτο, δεν τον είχε πάρει είδηση. Εγώ είμαι, ρε συ, ο Φώντας! του φωνάζει ο δάσκαλος. Τα μάτια του άλλου απλανή. Τι του φωνάζεις, ρε φίλε, του ανθρώπου του σφυρίζει στ’ αυτί ένας φοιτητής που εκείνη την ώρα δρασκελίζει τη νεκραναστημένη πύλη του Πολυτεχνείου. Είναι φτυστός ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ίδιο φυματικό σκαρί, ίδια πατομπούκαλα γυαλιά, ίδια πεταχτά δόντια, αλλά λίγο πιο άχρωμος. Δεν τα ’μαθες; συνεχίζει ο άλλος, ο Νικόλας τυφλώθηκε!
Το περιοδικό ενοχλεί ακόμα και συντρόφους στην εξωκοινοβουλευτική οργάνωση, ενώ οι πασόκοι γνωστοί του το ειρωνεύονται κατά κόρον με την αποτροπαϊκή λέξη της μόδας που έχουν επινοήσει για να απωθούν ό,τι δυσκολεύονται (ή αδιαφορούν ή μισούν) να καταλάβουν: «κουλτουριάρικο».
Ο δάσκαλος πλησιάζει κοντύτερα. Προσέχει τότε το λευκό πτυσσόμενο μπαστουνάκι που ο Νικόλας ταχταρίζει νευρικά στα γόνατά του. Την ίδια στιγμή νιώθει να ζαλίζεται. Τυφλώνεται απ’ τον ήλιο. Σκοτοδίνη. Η απομίμηση Χρήστου Βακαλόπουλου τον πιάνει γερά απ' τη μέση για να μη σωριαστεί (προλαβαίνει να σκεφτεί: ο καημένος Χρήστος δεν είχε τόση δύναμη). Όταν ξανανοίγει τα μάτια του, ο Νικόλας δεν είναι πια εκεί. Η δεκαετία του ογδόντα δεν είναι πια εκεί.
Ντάρια και Άρτσι
(Νew York, New York)
Πρώτες μέρες στη Νέα Υόρκη. Βγαίνουν από το subway. Astoria, Queens. Κλείνει για λίγο τα μάτια. Του αρέσει. Ή δεν θέλει να βλέπει. Ή φοβάται τον τόπο που η χώρα του ανέκαθεν λατρεύει και μισεί από τότε που γεννήθηκε. Η Ντάρια φοράει ένα προκλητικό λεοπάρ καλσόν κι ένα κοντό hot pant από πάνω. Ξαφνικά χουφτώνει με το χέρι του τον κώλο της. Βυθίζει χαλαρά το χέρι του στην κωλότσεπη. Θα κρατήσω έτσι για λίγο κλειστά τα μάτια, με οδηγείς εσύ, ζητάει αυτός. Με το χέρι στον κώλο μου; Ναι, έτσι, λέει αυτός, χωρίς διάθεση να το κουβεντιάσει περισσότερο.
Θόρυβοι, φωνασκίες, εξατμίσεις. Χλαλοή ασταμάτητη, σαν να γκρεμίζεται ένας καταρράκτης κάπου στην άκρη της πόλης. Κάθε λίγα δευτερόλεπτα σειρήνες. Νοσοκομειακά, πυροσβεστικές, περιπολικά, λεωφορεία. Κλάξον κάθε είδους. Διαδοχικά κύματα ήχων που φτάνουν στα αυτιά αφού εξοστρακιστούν σε τσιμέντο, μέταλλο, γυαλί, πλαστικό, σκληρό πλαστικό, λάστιχο και λαμαρίνα. Σπατάλη αδρεναλίνης. Βαρύτονες νέγρικες και τσιριχτές κινέζικες φωνές κόντρα στις άλλες. Βαβέλ. Ωχ! Χτύπησα, κάποιον χτύπησα. Πώς γίνεται; Με βρίζει, αυτό είναι σίγουρα βρισιά, έπεσες πάνω σ' έναν fucking homeless, ψιθυρίζει η Ντάρια ελαφρώς τσαντισμένη, με σέρνει πιο κει με γρήγορο βήμα. You are not to blame, ξαναλέει η Ντάρια πιο ήρεμα. Καλό κορίτσι. Φρένα που στριγκλίζουν. Κάτι σκάβουν εδώ, κάτι μυρίζει άσκημα. Ισπανικά, μιλάνε ισπανικά. Εργάτες; Γέλια. Παλαμάκια. Στριγκές μουσικές στο βάθος. Σφυρίγματα. Παρατεταμένα υστερικά γέλια. Πούρο, βρομάει πούρο. Η αμερικάνικη προφορά της αμόρφωτης middle class, η πιο αυθάδης προφορά στον κόσμο, έλεγε ο δάσκαλος. Κάποια χαζοβιόλα μασάει τσίχλα ενώ μιλάει αυθάδικα στο κινητό. Κι άλλοι στο κινητό. Πολλοί. Αυτός που μόλις πέρασε, έτσι που μιλάει ξεροκαταπίνοντας, έτσι παρφουμαρισμένος, πάω στοίχημα πως φλώρος δικηγόρος κάτι. Άγριο στρίγκλισμα φρένων: μεγάλο φορτηγό. Μεγάλοι δρόμοι. Κι άλλο. Απόμακρα ουρλιαχτά. Σκυλί. Αδέσποτο σκυλί στη Νέα Βαβέλ: εγώ. Ακατανόητα αγγλικά. Ποιος μιλάει σωστά αυτή την υπεργλώσσα, αυτόν τον μετρητή δολαρίων; Σκάρες αερισμού. Μετρό. Σκουπιδοτενεκέδες. Τακούνια, μπότες, παιδικά καρότσια. Χλαλοή ασταμάτητη σαν να κατρακυλάει ένας καταρράκτης σε κάποια απόμακρη γειτονιά ή σαν να αποτολμάει ασυλλόγιστη έφοδο στην πόλη μια ζόμπι ταξιαρχία ιππικού της πάλαι ποτέ κραταιάς βρετανικής αυτοκρατορίας.
Τον παρακολουθεί με την άκρη του ματιού της που σέρνει άτσαλα πόδια παριστάνοντας τον τυφλό. Που σκοντάφτει πάνω στο χαρτόκουτο του άστεγου Λουίτζι. Που σκουντάει διάφορους περαστικούς (το κάνει επίτηδες;). Που μορφάζει ανάλογα με το τι φτάνει στ' αυτιά του. Που φουσκώνει τα ρουθούνια του σαν σκύλος. Δουλεύει το μυαλό του. Ακατάπαυστα. Του αρέσει αυτό το παιχνίδι, σκέφτεται η Ντάρια. Αλλά κάτι δεν τον βολεύει ακόμα εδώ. Σίγουρα. Κρύβεται. Στρουθοκάμηλος.
Αρέσει και σ’ εκείνη αυτό το ξαφνικό παιχνίδι. To the end of love. Το χέρι του γαντζωμένο στο κορμί της. Υπάρχουν ακόμα άγνωστα μέρη στο κορμί μου που ανακαλύπτω, ομολόγησε τις προάλλες στον Ψ της. Μέρη της ψυχής σου, διόρθωσε εκείνος.
Αρέσει και σ’ εκείνη αυτό το ξαφνικό παιχνίδι. To the end of love. Το χέρι του γαντζωμένο στο κορμί της. Υπάρχουν ακόμα άγνωστα μέρη στο κορμί μου που ανακαλύπτω, ομολόγησε τις προάλλες στον Ψ της. Μέρη της ψυχής σου, διόρθωσε εκείνος. Αχ! Αυτό το τυφλό, ανέμελο αγόρι, οι ορμές του τρομάζουν λίγο… Επειδή τον χάνω, τον χάνω όταν. Ένας άλλος Άρτσι. Ένα μελαγχολικό αγρίμι. Όπως τώρα που περπατάει δίπλα μου στα τυφλά με το χέρι του εκεί. Γίνομαι κι εγώ κάτι απ’ αυτό… Like a burning violin… Αν μου το ζητούσε τώρα, ναι, θα μπορούσα να το κάνω ακόμα και μέσα σ’ εκείνα τα μπιλιάρδα απέναντι, στη βρομερή, πορτορικάνικη τουαλέτα τους.
Ιnsta ΙΙΙ
(Α little help from my friends)
Στριμώχτηκα πολύ το περασμένο διάστημα. Γι’ αυτό δεν ανέβασα τίποτε. Άγγιξα τα όριά μου. Εξοντώθηκε το μέσα μου. Παραλίγο και το έξω μου. Έβγαλα κάτι ξέρω-γω-σπυριά. Εξακολουθώ όμως να αναπνέω όπως και πριν, χάρη σ’ εσάς, που μου σταθήκατε όλο αυτόν τον καιρό με τα μηνύματά σας εδώ και στο inbox.
Σκοπεύω, μόλις ησυχάσω, να απαντήσω στον καθέναν ξεχωριστά. Ό,τι και να πω είναι λίγο. Τώρα ξέρω καλύτερα τους άντρες. Πολύ καλύτερα. Στο εξής θα προσέχω περισσότερο. Εννοείται.
Tεράστια ευγνωμοσύνη από τα βάθη της ψυχής μου, guys, για όλα τα αγαπησιάρικα σχόλια, τα likes και τις καρδούλες που μου χαρίσατε αυτό το διάστημα. Θέλω να το ξέρετε, αυτά και μόνο αυτά τα μικρά δώρα κράτησαν όρθια την Ανδριανή σας αυτές τις δύσκολες μέρες.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Τέσσερις Έλληνες και τέσσερις Νορβηγοί διασταυρώνονται με απρόσμενα εχθρικές διαθέσεις στο νησί της Δήλου. Ένας από τους πρώτους ακολουθεί μια Αμερικανίδα φωτογράφο μόδας (και παγετώνων) στη Νέα Υόρκη όπου, εκ παραλλήλου με τον θυελλώδη έρωτα, βιώνει μια ανυπόφορη μοναξιά. Φωτογραφίες της φωτογράφου «διαβάζει» σε περιοδικό με το ίδιο τρομερό ενδιαφέρον ένας μανάβης λαϊκής αγοράς αλλά κι ένας συνταξιούχος δάσκαλος, χειμερινός κολυμβητής. Όλοι οι παραπάνω, συν κάποιοι Αιγύπτιοι ναυπηγοί, ένας διανοούμενος αρχιτέκτονας, μια Τουρκάλα πολιτική πρόσφυγας, ένας μετανάστης από το Σουδάν, μια προσφάτως δραπέτης σεξεργάτρια μοιράζονται τη ζωή τους σ’ ένα ιδιόρρυθμο κοινόβιο. Γύρω τους ο κόσμος καίγεται, γκρεμίζεται, διαψεύδεται, ανδραποδίζεται. Ωστόσο η καθημερινότητα συνεχίζει ανελέητη την κανονικότητά της με μικρο-βάσανα, μικρο-έρωτες, μικρο-διεκδικήσεις.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Άρης Μαραγκόπουλος (γενν.: Αθήνα 1948) έχει εκδώσει περισσότερα από είκοσι βιβλία πεζογραφίας, κριτικής και τέχνης, και ικανό αριθμό μεταφράσεων. Ιδρυτικό στέλεχος των εκδόσεων Τόπος, ασκεί κριτική σε θέματα κουλτούρας, ιδεών και πολιτισμού. Όλα τα βιβλία του συγγραφέα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Τόπος. Περισσότερες πληροφορίες για τον ίδιο και το έργο του στις ιστοσελίδες: http://www.arisgrandmangr.com και http://www.toposbooks.gr