Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή αφηγημάτων της Μαρίας Αμανατίδου «My HERoines – Μικρές ιστορίες, μεγάλες ηρωίδες», η οποία θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Μηκραίνεις»
Στην κηδεία της θείας Λαμπρινής μαζεύτηκαν όλες οι ξαδέρφες για να την αποχαιρετήσουν. Πιο πολύ βέβαια για να κουτσομπολέψουν, να κρίνουν ή να «κραίνουν», όπως έλεγε η γιαγιά μου η Γιάννω, που με τον τρόπο της ήταν κι αυτή κάπως σοφή. Άλλωστε είχε αρραβωνιαστεί τρεις φορές πριν πάρει τον παππού μου, που ήταν ψηλός, με γελαστά μάτια και είχε και χωρίστρα το μαλλί. Η φωτογραφία του παππού μου, που ήταν ομορφάντρας, δέσποζε στο σαλόνι. Ασπρόμαυρο πορτρέτο σε χρυσή, ξύλινη κορνίζα. Ωραία φωτογραφία, αληθινή. Ήταν σαν να μας κοιτούσε ο παππούς πάντα με τα γελαστά του μάτια.
Η γιαγιά μου λοιπόν, που είχε πάντα στην τσέπη της ρόμπας της δυο τρεις καυτερές πιπερίτσες κι ένα μπουκάλι τσίπουρο κάτω από το σιδερένιο της κρεβάτι, ήξερε τι πά’ να πει να μένει μόνη μια γυναίκα πάνω στα ντουζένια της.
Η γιαγιά έλεγε: «Μην κραίνεις» δουλεύοντας το τσιγκελάκι της με μια απίστευτη δεξιοτεχνία και λεπτές κινήσεις, παρ’ όλα τα χοντρά της δάχτυλα και τα ακόμα πιο χοντρά και πρησμένα της χέρια. Έστριβε το βελονάκι με τόση ευκολία, ακούγοντας τις άλλες γυναίκες να κρίνουν. Κυρίως άλλες γυναίκες.
Κρίνουν το φαγητό γιατί είναι: πολύ αλμυρό, πολύ άνοστο, πολύ λίγο, δεν θα φτάσει, πάρα πολύ, θα το πετάξουμε, πολύ καρυκευμένο, πολύ μοντέρνα συνταγή, λίγα και καλά υλικά παραδοσιακά, απλά σαν να τρώω στη μάνα μου, ε δοκίμασε και καμία καινούργια συνταγή, τόσες βγαίνουν στην τηλεόραση.
Κρίνουν το ντύσιμο: πολύ απλό, πολύ φορτωμένο, πολύ στημένο, πολύ κουμπάρα καλέ, πολύ δεύτερη, πολύ πρώτη κυρία, ποια νομίζει ότι είναι, πολύ ξέκωλο, πολύ τσουλέ, πολύ μπουζούκι, πολύ χοντρή για να φοράει κολάν, πολύ κοντή για φλατ παπούτσια, πολύ ψηλή για μίνι, πολλή κυτταρίτιδα για κοφτό μαγιό, πολύ χοντρή για να το παίζει γκόμενα, πολλά δείχνει, λίγα μας δείχνει, ντρέπεται.
Η γιαγιά έλεγε: «Μην κραίνεις, κορίτσ’!» Και δώσ’ του τσιγκελάκι και εργόχειρα. Τα ονομάτιζε κιόλας τα εργόχειρα.
Αυτό για τη Μαρία, αν βρεθεί κανείς να την πάρει.
Αυτό για τη Γεωργία, μετά το πανεπιστήμιο.
Αυτό για τη Γιώτα, θα έρθει η ώρα.
Αυτό για την ξαδέρφη σας την Αλίκη, που η μάνα της έφυγε στα ξένα.
«Έφυγε κι άφησε τα παιδιά της πίσω, βρε θειά, πώς μπόρεσε;»
«Αυτή ξέρει. Μην κραίνεις. Το φυλλοκάρδι της το ξέρει».
Οι γυναίκες κρίνουν, επικρίνουν, διακρίνουν, ανακρίνουν, κατακρίνουν. Κυρίως άλλες γυναίκες. Κρίνουν το πώς μεγαλώνουν τα παιδιά τους. Υπάρχουν καλές μάνες, κακές μάνες, αδιάφορες μάνες, τούρκα μάνες, τοξικές μάνες, τι σόι μάνα είναι αυτή μάνες, μάνες που θηλάζουν λίγο ή πολύ ή καθόλου, που είναι τεμπέλες, αδιάφορες, ακαμάτρες, που έχουν του μουνιού τους τον χαβά, μάνες που τσακώνονται με άλλες μάνες στα προαύλια σχολείων για το ποιανής μάνας το παιδί θα κρατήσει τη σημαία...
Οι γυναίκες κρίνουν, επικρίνουν, διακρίνουν, ανακρίνουν, κατακρίνουν. Κυρίως άλλες γυναίκες. Κρίνουν το πώς μεγαλώνουν τα παιδιά τους. Υπάρχουν καλές μάνες, κακές μάνες, αδιάφορες μάνες, τούρκα μάνες, τοξικές μάνες, τι σόι μάνα είναι αυτή μάνες, μάνες που θηλάζουν λίγο ή πολύ ή καθόλου, που είναι τεμπέλες, αδιάφορες, ακαμάτρες, που έχουν του μουνιού τους τον χαβά, μάνες που τσακώνονται με άλλες μάνες στα προαύλια σχολείων για το ποιανής μάνας το παιδί θα κρατήσει τη σημαία, μάνες που καρφώνουν τη δασκάλα στη διευθύντρια του σχολείου ότι την έπιασαν να φιλιέται στο στόμα στο σινεμά με μια άλλη δασκάλα. Μάνες που αγαπούν πιο πολύ το γκριφόν τους από τα παιδιά τους. Μάνες που ουρλιάζουν στην παραλία. Μάνες που αφήνουν τα παιδιά τους να ουρλιάζουν με τις ώρες στην παραλία. Μάνες που πίνουν, καπνίζουν, τους αρέσει το σεξ, άλλες που δεν θέλουν ούτε να ακούνε για σεξ.
Η γιαγιά μου έλεγε: «Μην κραίνεις, κορίτσ’» και με τα χέρια της έφτιαχνε εργόχειρα, πίτες, άνοστα φαγητά, αλμυρά φαγητά λύσσα, κεφτέδες χοντρούς με κόκκινη υπέροχη σάλτσα, πλεξούδες μακριές ώς χαμηλά στη μέση. Με τα χέρια της σκότωνε κοκόρια, αποκεφάλιζε φασιανούς, χτακ!, με ένα μικρό τσεκουράκι που είχε μέσα στην αποθήκη. Με τα χέρια της στίβιαζε τα ξύλα του χειμώνα, τάιζε τις κότες της, λέγοντας λέξεις που μόνο αυτές καταλάβαιναν, έπλαθε τσουρέκια για το Πάσχα, έκανε τον σταυρό της και χάιδευε τα κεφαλάκια μας.
Με τα χέρια της σφάλισε τα μάτια του παππού και τώρα της θειάς Λαμπρινής. Γύρω γύρω μαζεύτηκαν όλες οι ξαδέρφες και οι γειτόνισσες, να κρίνουν.
«Μην κραίνεις, κόρη» είπε η γιαγιά μου, όλες μια μέρα εδώ θα έρθουμε.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Γυναίκες που γνωρίζεις ή που νομίζεις ότι γνωρίζεις. Η μαμά σου, η αδερφή σου, η κολλητή σου, η γυναίκα σου. Μπορεί και ο ίδιος σου ο εαυτός. Ή και γυναίκες που συναντάς για πρώτη φορά. Ηρωίδες της διπλανής πόρτας που αψηφούν τα στερεότυπα. Ηρωίδες που επαναστατούν, που δοκιμάζονται, που εξερευνούν τη δύναμη της γυναικείας τους φύσης. Καμιά τους δεν είναι αληθινή αλλά και καμία δεν είναι ψεύτικη. Είναι απλά οι My HERoines
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Μαρία Αμανατίδου είναι δημοσιογράφος και ραδιοφωνική παραγωγός. Ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι δημιουργός του podcast «Μy HERoines - Οι ηρωίδες μου». Έχει εκδώσει τα βιβλία: «19 Νέα Βήματα» (Συλλογικό, 2009), «Το Happy της μαμάς» (2015), «Ημερολόγια καραντίνας» (Συλλογικό, 2020), «Ambassador» (2022), «Ιστορίες για τα μπάζα» (2023).