Προδημοσίευση ενός διηγήματος, από τη νέα συλλογή διηγημάτων της Δήμητρας Λουκά «Η Περσεφόνη στο στόμα του λύκου» (εικαστική σύνθεση εξωφύλλου Daniel Egnéus), η οποία θα κυκλοφορήσει στις 23 Σεπτεμβρίου από τις εκδόσεις Κίχλη. Φωτογραφία: Κασσιανή Γιούργα Ζούλα
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Τὸ ἀφορισμένο δάσος
Ἔφταιξε ποὺ δὲν ἄκουσε κανέναν. Τὸν πατέρα του, τὴ γυναίκα του, τὸν γαμπρό του. Ὅλοι, στοιχειωμένοι ἀπὸ τὴν ἰδέα ὅτι θὰ τοὺς βλάψουν οἱ δαίμονες, δὲν περνοῦσαν ποτὲ τὴ βόρεια ἄκρη τοῦ ξέφωτου ποὺ ἁπλωνόταν μετὰ τὰ τελευταῖα σπίτια. Ἀπὸ κεῖ ξεκινοῦσε ἕνας δύσβατος λόγγος μὲ φτέρες, βάτους καὶ σχίνα, καὶ ἀμέσως μετὰ ἔμπαινες στὸ Νταλαγάνι, τὸ δάσος τὸ ἀφορισμένο. Ἔλεγαν ὅτι, ἂν ἔκοβες δέντρο ἢ κλαρί, σὲ ἔπνιγε τὸ αἷμα ποὺ ἔτρεχε ποτάμι ἀπὸ τὴν πληγή του. Κι ἔμενες τ’ ἀνάσκελα σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες, μὲ τὸ στόμα νὰ χάσκει καὶ νὰ βγάζει ἕναν βορβορυγμὸ καὶ κόκκινες φυσαλίδες, ποὺ ἁπλώνονταν σιγὰ σιγὰ πάνω στὰ μοῦτρα σου καὶ στὸ κορμί σου ὁλόκληρο. Καὶ δὲν προλάβαινες οὔτε στὸ σπίτι σου νὰ γυρίσεις μιὰ στάλα, ἴσα γιὰ νὰ φορέσεις τὰ ροῦχα τὰ γαμπριάτικα. Στεκόσουνα ἐκεῖ, ἀκίνητος σὰν πεθαμένος, μέχρι νὰ ἀρχίσουν νὰ σοῦ ροκανίζουν τὴ σάρκα καὶ τὰ κόκαλα τὰ σκουλήκια. Ἀλλά, ἀκόμα καὶ ἂν δὲν πείραζες δέντρο ἢ κλαρί, δὲν εἶχες γλιτωμό. Γιατὶ μέσα στὸν λόγγο καὶ τὶς φυλλωσιὲς παραφύλαγαν λύκοι πεινασμένοι, ποὺ μποροῦσαν νὰ σοῦ χυμήξουν κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ καὶ νὰ σὲ ἁρπάξουν μὲ τὰ δόντια τους τὰ σουβλερὰ ἀπὸ τὸ λαρύγγι. Καὶ στὸ πέτρινο πεζούλι ποὺ ἔζωνε ἕνα γύρο τὸ ξωκλήσι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τὸ ὁποῖο εἶχε πάψει ἐδῶ καὶ χρόνια νὰ λειτουργιέται, δὲν καθόταν πιὰ ἡ ἁγία ἕτοιμη νὰ ἁπλώσει τὸ θαυματουργό της χέρι στοὺς γκαβούς. Καθόταν μιὰ δαιμόνισσα μὲ μαλλιὰ σὰν δαχτυλίδια ποὺ χοροπηδοῦσαν σὲ κάθε της ἀλαφροπάτημα, μάτια πορτοκαλιὰ σὰν τ’ ἄγρια κούμαρα καὶ ρύγχος κοντὸ καὶ χοντρὸ σὰν τοῦ ἀρουραίου. Αὐτὴ σ’ ἔπαιρνε ἀπὸ πίσω καὶ σὲ τσίγκλαγε νὰ τῆς μιλήσεις. «Ἄχ, γύρνα νὰ σὲ δῶ, μιὰ φορὰ μόνο, κι ἐγὼ σοῦ δίνω ὅ,τι θέλεις», σοῦ ἔλεγε. Ἂν ἔμπαινες στὸν πειρασμὸ κι ἔστριβες νὰ τὴν κοιτάξεις, ἐκείνη ἔπεφτε πάνω σου καί, πρὶν προλάβεις νὰ κάνεις κίχ, ἔχωνε τὸ ρύγχος της στὴν κοιλιά σου καὶ σοῦ ρούφαγε τὰ σπλάχνα μέχρι ποὺ ἔμενες ἄδειο σακί.
Ὁ Χρῆστος γέλαγε ἀπὸ παιδὶ μὲ ὅλα τοῦτα. Δὲν πίστεψε ποτὲ οὔτε σὲ θεοὺς οὔτε σὲ δαίμονες. Τέτοια πράγματα δὲν κόλλαγαν στὸν νοῦ του οὔτε ἦταν ἱκανὰ νὰ τὸν τρομάξουν, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν τὰ ἔβλεπε νὰ γίνονται μπροστά του. «Ἐγὼ θὰ πάω μιὰ μέρα στὸ Νταλαγάνι γιὰ κυνήγι, γιατὶ δὲν εἶμαι φοβητσιάρης», ἔλεγε καὶ ξανάλεγε μὲ πεῖσμα. Ἕνα πρωινὸ τοῦ Ὀκτώβρη, ἀχάραγα, κρέμασε τὸ τουφέκι στὸν ὦμο καὶ ξεκίνησε. Τὸ φεγγάρι ἔβαφε κόκκινα τὰ περάσματα καθὼς ἀνέβαινε στὸ φρύδι τοῦ βουνοῦ. Ἀνέβαινε κι ἀνέβαινε, ὥσπου ἔφτασε στὴν κορυφή, ἐκεῖ πού, ἂν στήσεις αὐτί, ἀκοῦς τὸ βουητὸ τοῦ ποταμοῦ νὰ ἀντηχεῖ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς χαράδρας. Τὴν εἶδε ἄξαφνα. Καθόταν στὸ πεζούλι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς καὶ κρατοῦσε δεμένο μὲ χοντρὴ ἁλυσίδα ἕνα θεόρατο σκυλί, ποὺ τῆς ἔγλειφε ἀχόρταγα τοὺς λεπτοκαμωμένους της ἀστραγάλους. Τὰ μάτια της λαμπύριζαν σὰν τῆς γάτας καὶ τὰ μαλλιά της στραφτάλιζαν λὲς καὶ ἦταν καμωμένα ἀπὸ ἀσημοκλωστή. Δὲν ἤξερε ἂν ἦταν δαιμόνισσα ποὺ ἔκανε τὴ γυναίκα ἢ γυναίκα ποὺ ἔκανε τὴ δαιμόνισσα. «Τί γυρεύεις ἐδῶ; Δὲν εἶναι τόπος τοῦτος γιὰ σένα», θέλησε νὰ τῆς πεῖ, ἀλλὰ λέξη δὲν βγῆκε ἀπὸ τὸ λαρύγγι του. Τοῦ μίλησε ἐκείνη μὲ λόγια ποὺ δὲν ἀκούγονταν κανονικά, ἀλλὰ ἔνιωθε τὸν ἦχο τους: «Προσπαθῶ νὰ εὐχαριστηθῶ τούτην τὴν ὀμορφιά. Σὲ λίγο ξημερώνει καὶ θὰ τὴν ἀποχωριστῶ». Ὁ Χρῆστος ἔκανε ἕνα βῆμα πίσω, ἀκούμπησε τὴν πλάτη του σ’ ἕναν κορμὸ καὶ οὔτε ποὺ σάλεψε. Ἐκείνη σηκώθηκε ἀπὸ τὸ πεζούλι, ἔκανε νόημα στὸ σκυλὶ νὰ μείνει ἀκίνητο καὶ τὸν ζύγωσε κουνώντας μὲ χάρη τοὺς γοφούς της. Στὴν ἀρχὴ ψηλάφισε μὲ τ’ ἀκροδάχτυλά της τὸ πρόσωπό του, σὰν τὸν τυφλὸ ποὺ γνωρίζει μόνο μὲ τὸ ἄγγιγμα, καὶ μετὰ ἔχωσε τὰ ρουθούνια της στὴ γούρνα τοῦ λαιμοῦ του. Ὁ Χρῆστος ἔνιωσε ἕνα ἀπόκοσμο ρίγος νὰ τοῦ σαρώνει τὴ ραχοκοκαλιά. Τρελαμένη ἀπὸ τὴ μυρωδιὰ τοῦ ἀντρικοῦ κορμιοῦ, ξεφορτώθηκε μὲ μιὰ ἐπιδέξια κίνηση τὸ ἄσπρο ροῦχο ποὺ φοροῦσε καὶ στάθηκε μπροστά του ὁλοτσίτσιδη. Ὁ Χρῆστος ἀνοιγόκλεισε τὰ μάτια γιὰ νὰ σιγουρευτεῖ ὅτι ἡ ὀμορφιά της δὲν ἦταν παιχνίδι τοῦ σαλεμένου του μυαλοῦ. Τοῦ ζήτησε νὰ κατεβάσει ἀπὸ τὸν ὦμο τὸ τουφέκι, ἅπλωσε τὰ ἁρπακτικά της χέρια καὶ τοῦ ἔσκισε τὸ πουκάμισο. Ἔπειτα τοῦ ἔδειξε νὰ ξαπλώσει πάνω στὰ κιτρινισμένα φύλλα καὶ τὶς πευκοβελόνες. Ἐκεῖνος ὑπάκουσε σὰν πιστὸ σκυλί. Ἔπεσε πάνω του μὲ τὴν ὁρμὴ ἄγριας φοράδας. Τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ μαλλιὰ κι ἔσυρε τὸ κεφάλι του ἀνάμεσα στὰ στήθια της. Ὁ Χρῆστος λαμπάδιασε σὰν ξερόχορτο καὶ ἄρχισε νὰ βυζαίνει λαίμαργα τὴ γλύκα ποὺ κύλαγε στάλα τὴ στάλα ἀπὸ τὶς βυσσινιές της ρῶγες. Ἐκείνη ἄρχισε νὰ βογκάει σὰν κανονικὴ γυναίκα ποὺ τῆς εἶχαν ἀνάψει τὰ αἵματα. Ἂν τοὺς κοίταγες, νόμιζες ὅτι αὐτοὶ ποὺ κυλιοῦνταν στὸ χῶμα ἦταν ἁπλῶς δύο κορμιὰ ποὺ ἤθελαν νὰ τὸ εὐχαριστηθοῦν.
Μὲ τὶς σάρκες δαγκωμένες νὰ κρέμονται σὰν κουρέλια καὶ τὸ παντελόνι ξεκούμπωτο, παραπατώντας κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ μισεροῦ κορμιοῦ του, μπῆκε στὸ σπίτι τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἥλιος εἶχε ἀνέβει στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ. Κανένας δὲν τόλμησε νὰ τὸν ρωτήσει τί εἶχε συμβεῖ.
Τὸ σκυλί, ποὺ ὣς ἐκείνη τὴ στιγμὴ καθόταν ἀκίνητο στὰ πίσω πόδια, ἄρχισε νὰ ὀσφραίνεται τὸν ἀέρα ἀνήσυχο. Ἀφιονισμένο ἀπὸ τὴ μυρωδιὰ τῶν γενετήσιων ὑγρῶν ποὺ ἀνάδιναν τὰ κορμιά τους, τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ὁ Χρῆστος αἰσθανόταν τὰ ἀχαμνά του νὰ ἀδειάζουν ἀπὸ τὴν πίεση, τοῦ χύμηξε. Ἐκεῖ, πάνω στὴ μεγάλη γλύκα. Τὸν ἅρπαξε μὲ λύσσα ἀπὸ τὸ ἀριστερό του μπράτσο καὶ τὸν τίναξε δεξιὰ ἀριστερὰ κάμποσες φορές. Ἐκείνη δὲν τὸ κούνησε ρούπι, σὰν νὰ ἤτανε μαθημένη σὲ αὐτὴ τὴν ἀγριότητα.
Μὲ τὶς σάρκες δαγκωμένες νὰ κρέμονται σὰν κουρέλια καὶ τὸ παντελόνι ξεκούμπωτο, παραπατώντας κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ μισεροῦ κορμιοῦ του, μπῆκε στὸ σπίτι τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἥλιος εἶχε ἀνέβει στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ. Κανένας δὲν τόλμησε νὰ τὸν ρωτήσει τί εἶχε συμβεῖ. Οὔτε ἡ ἴδια του ἡ γυναίκα, ποὺ ἔλεγε καὶ ξανάλεγε κλαίγοντας: «Σακατεύτηκες γιὰ ἕνα καπρίτσιο, Χρῆστο μου». Μὲ μάτια γουρλωμένα ἀπὸ τὸν φόβο, οἱ κάτοικοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν παπὰ νὰ ἱερουργήσει στὸ ξέφωτο δίπλα στὸ Νταλαγάνι, γιὰ νὰ ἐμποδίσει τὰ στοιχειὰ νὰ μποῦν στὸ χωριό.
Γρήγορα κατάλαβαν ὅτι ἕνας δαίμονας σεργιάναγε ἤδη ἀνάμεσά τους. Νωρὶς τὸ πρωὶ ἔπιανε τὴν καρέκλα στὸ καφενεῖο. Καθόταν ἀκίνητος, σὰν τὴν ἀλεποὺ ποὺ ἔστεκε ταριχευμένη πάνω στὸν πάγκο μὲ τὶς νταμιτζάνες τοῦ οὔζου. Τὰ μάτια του ἦταν γεμάτα μυστικά, τὸ ἀριστερό του χέρι κρεμόταν ἀπὸ τὸν ὦμο του ἄχρηστο, τὸ κεφάλι του βούιζε ἀπὸ λαχανιασμένες ἀνάσες καὶ γαβγίσματα. Μόλις ἔπιαναν τὰ πρωτοβρόχια, δὲν ἔβρισκε ἡσυχία στὴν καρέκλα ἀπὸ τὸν πόνο. Ἅρπαζε τὸ ἀριστερὸ μὲ τὸ δεξί του χέρι, ἔφερνε στὸ στόμα τὸ μπράτσο ποὺ τοῦ εἶχε ἀπομείνει κι ἔπνιγε ἐκεῖ, μὲς στὴ λειψή του σάρκα, τὰ πονεμένα του βογκητά. Τὸ καλοκαίρι, ἀξημέρωτα, ἄκουγες τὰ ἀγκομαχητά του νὰ ταξιδεύουν ἀπὸ τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο τῆς κάμαράς του. Βαθιά, σπασμωδικά, ζωώδη. Ἔτρεχε τότε ἡ γυναίκα του νὰ κλείσει τὰ παραθυρόφυλλα, γιατὶ, ὅταν τὴν ἔβλεπαν τὰ ἀνύπαντρα κορίτσια στὸν δρόμο, ἄρχιζαν τὰ χαχανητά. Σπάνιες ἦταν ὡστόσο οἱ φορὲς ποὺ ἔκανε νὰ τὴν ἀκουμπήσει, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τότε τὴν παρατοῦσε ἀηδιασμένος ἀπὸ τὴν κακοσμία τοῦ χνότου καὶ τὴ μυρωδιὰ ποὺ ξεχυνόταν μέσ’ ἀπ’ τὰ σκέλια της. Τῆς ἔλεγε γιὰ κεῖνο τὸ θηλυκὸ ποὺ ἡ μοσχοβολιὰ τοῦ κορμιοῦ του εἶχε ἁπλωθεῖ πάνω του σὰν γάγγραινα καὶ τῆς ἀποκάλυπτε τόσες χυδαῖες λεπτομέρειες ἀπὸ τὸ ζευγάρωμά τους, ποὺ ἡ γυναίκα του ἔβαζε τὶς παλάμες στ’ αὐτιά της καὶ τὰ ἔκλεινε σφιχτὰ γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀκούει.
Σὲ λίγο καιρό, ὁ Χρῆστος ἄρχισε νὰ προκαλεῖ μὲ τὰ καμώματά του. Στὴν ἀρχὴ περπατοῦσε στοὺς δρόμους φορώντας μιὰ ἀμάνικη φανέλα κι ἐπιδείκνυε μὲ μιὰ διαστροφικὴ σχεδὸν εὐφορία τὸ λειψό του χέρι στοὺς περαστικούς. Μετὰ ἄρχισε νὰ ἐπιδεικνύει, μὲ τὴν ἴδια εὐφορία, καὶ τὰ ἀχαμνά του. Οἱ ἄντρες ἀντέδρασαν. Ἔφεραν τὴν ἀστυνομία. Θέλησαν νὰ τὸν κλείσουν σὲ τρελάδικο. Δὲν θέλησε ἡ γυναίκα του. Πνιγμένη στὰ δάκρυα, ζήτησε νὰ λυπηθοῦν τὸν ἄντρα της, ποὺ ἦταν διπλὰ χτυπημένος, σακάτης καὶ σαλός. Ὑποσχέθηκε ὅτι δὲν θὰ τὸν ἄφηνε νὰ ξαναβγεῖ στὸν δρόμο. Καὶ δὲν ξαναβγῆκε. Τοὺς βρῆκαν ἕνα πρωὶ οἱ γείτονες ξαπλωμένους τ’ ἀνάσκελα στὸ κρεβάτι: τὴ γυναίκα του γερμένη πάνω στὸ φαγωμένο του μπράτσο κι ἐκεῖνον μὲ τὰ νεκρά του μάτια καρφωμένα στὸ παράθυρο ποὺ ἔβλεπε στὸ βουνό. Οἱ σάρκες τους εἶχαν ἀρχίσει νὰ σαπίζουν πάνω στὸ λευκὸ νυφικὸ σεντόνι.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Η Περσεφόνη ανασύρεται από τον αρχαίο ελληνικό μύθο και, μέσα από μια σειρά παρεκκλίσεων, παραλλαγών και συμβολισμών, μεταφέρεται στον χώρο και τον χρόνο και αλλάζει πρόσωπα: ονειρεύεται να το σκάσει από το ανήλιαγο βασίλειο του συζύγου της, ταξιδεύει στον ευρωπαϊκό Βορρά, φτάνει στη χώρα των Ιροκουά και κατακτά τον τίτλο της σαμάνας της φυλής, διαβάζει τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, γίνεται μητροκτόνος, μεταμορφώνεται σε δαιμόνισσα που παρασύρει τους άντρες στην καταστροφή.
Η σχέση μάνας και κόρης βρίσκεται στο επίκεντρο των περισσότερων ιστοριών της συλλογής, ενώ η αρπαγή της Περσεφόνης-κόρης αξιοποιείται ως θεματικό μοτίβο προκειμένου να αναδειχθούν οι αμείλικτοι κανόνες της πατριαρχίας σε όλες τις κοινωνίες και τις εποχές.
Η Δήμητρα Λουκά, προσεγγίζοντας με ανατρεπτική ματιά τον μύθο, το παραμύθι και προγενέστερα λογοτεχνικά κείμενα, μπολιάζοντας το πρωτογενές υλικό των ιστοριών της με χιούμορ και παιγνιώδη στοιχεία, παίζοντας με το πραγματικό και το επινοημένο, δημιουργεί μια παλίμψηστη γραφή, στην οποία διαπλέκεται με μαστοριά το παραδοσιακό με το μοντέρνο.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Δήμητρα Λουκά γεννήθηκε στην Πρέβεζα. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων Κόμπο τον κόμπο (Κίχλη 2019), για την οποία τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ο Αναγνώστης». Η εν λόγω συλλογή ήταν υποψήφια για το Βραβείο Μένη Κουμανταρέα της Εταιρείας Συγγραφέων. Τον Ιούνιο του 2021 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων της Η Μούτα και άλλες ιστορίες, επίσης από τις εκδόσεις Κίχλη. Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά καθώς και σε συλλογικούς τόμους. Έχουν, επίσης, μεταφραστεί στα γαλλικά και τα εβραϊκά.