Απόσπασμα από το λογοτεχνικό έργο του Κωνσταντίνου Βλαχογιάννη «Επικράτειες» που κυκλοφορεί στις 23 Μαΐου από τις εκδόσεις Περικείμενο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
[Κάθε μεμονωμένη επικράτεια]
Εγώ σωπαίνω επειδή δεν έχω τίποτα να πω, μερικές φορές αυτό, θαρρώ, είναι προτιμότερο όταν διαπιστώνω πως μιλώ μια άλλη γλώσσα, πως δεν υπάρχει κοινός τόπος, κάποιος τρόπος να γίνω κατανοητός. Και τι ειρωνεία να είμαστε στο ίδιο μέρος αλλά σε διαφορετικούς τόπους την ίδια στιγμή, εδώ αλλά συνάμα αλλού, τι παραδοξότητα κρύβει αυτή η συνθήκη του τόπου και του χώρου, της ταυτότητας και της σχέσης με τον άλλον! Σκέφτομαι πως εδώ, τώρα, σε αυτό το αεροδρόμιο, όπου όλοι οι τόποι απλώνονται σε ένα αχανές δίκτυο μπροστά μας, ουσιαστικά προϋποθέτουν μια εύθραυστη, πολλαπλά διαμεσολαβούμενη σχέση με τα πρόσωπα που τους συνδέουν ή με τους μηχανισμούς που θέτουν σε λειτουργία τα μέσα να τους προσεγγίσεις και πολλές φορές συμβαίνει αυτοί οι τόποι να είναι φασματικοί, να είναι τελικά μη τόποι. Τείνω να πιστέψω, γιατρέ, πως μια ατοπία κυβερνά τον δικτυοκεντρικό μας κόσμο και όποιος εσωτερικός μονόλογος ―όπως ο δικός μου εν προκειμένω― καταντά να γίνεται σχεδόν απρόσωπος, σαν αυτή την άχρωμη αναμονή του ταξιδιού που είναι γεμάτη φρούδες ελπίδες και μάταιες προσμονές, κοινή για όλους τους αταξίδευτους ταξιδιώτες, ίδια και απαράλλακτη για όλα τα ίδια και απαράλλακτα, απρόσωπα πρόσωπα. Τι θα μπορούσα όμως να σου πω; Κι αναρωτιέμαι αν υπάρχει τρόπος να προσεγγίσω τον άνθρωπο που είσαι, μία γλώσσα για να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, ένα φάρμακο για την ασθένεια του ψεύδους που σε κατατρώει, που μας κατατρώει και τους δύο (και να ο κοινός τόπος μας, γιατρέ: η ασθένεια!). Κάθομαι, λοιπόν, αμίλητος και σε παρατηρώ να στέκεσαι με μάτια κλειστά, προσπαθώντας να συγκεντρωθείς, επιδιώκοντας να παρασυρθείς από αυτόν το ρυθμό κατευνασμού που «μεταστρέφει τα ανήσυχα νερά», όπως λες, ενώ στην οθόνη αριστερά μας βγαίνει νέο έκτακτο δελτίο ειδήσεων (αλήθεια, κόπτεσαι για ποιον λόγο αυτές οι εικόνες;)· βία και αίματα παντού, άνθρωποι φωνάζουν, διαμαρτύρονται, και αναρωτιέμαι αν μπορείς πραγματικά να τους δεις ή αν για σένα είναι απλώς μορφές στην οθόνη, αμφίβολα φάσματα, τόποι μη τόποι. Ίσως να μην έχουν όλοι αυτοί εκπαιδευμένα αυτιά σαν τα δικά σου, για να συγκεντρωθούν στη μουσική που επιφέρει την «καθησυχαστική κανονικότητα» και ίσως να μπορούσες να ισχυριστείς πως το όλο θέμα αφορά το αισθητικό υπόβαθρο, ενώ αντιλαμβάνεσαι πως μία είναι η μοναδική αλήθεια: δεν έχει το προνόμιο ο καθένας να κάθεται σε αυτό το σαλόνι, εδώ όπου η αναμονή είναι τόσο διασκεδαστική και δεν υπάρχει θόρυβος και ταραχές παρά μόνο η ναρκωτική μουσική του αεροδρομίου. Όπως και το ότι δεν θα βρισκόμασταν εδώ, αν δεν ήταν δυνατό να στοιβαχτεί με κάποιον τρόπο το μεγάλο πλήθος κάπου αλλού, πράγμα που σημαίνει, αγαπητέ μου, πως οι ταραχές είναι το τίμημα για τη χλιδή και την πολυτέλεια που απολαμβάνουμε. Υπάρχει τόσος εξευγενισμός εδώ ―έστω και κατ’ επίφασιν―, οι μπουφέδες ξεχειλίζουν από φαγητά και το κρασί είναι πραγματικά υπέροχο (πόσο εντυπωσιακά λάμπει η υγεία μέσα σε αυτόν τον εκφυλισμό!) και θα πρέπει να μην ξεχάσω να σε ευχαριστήσω για όλα αυτά κι επιπλέον επειδή ξέρεις πώς να εκμεταλλεύεσαι τις ευκαιρίες, ξέρεις πώς να ελίσσεσαι μέσα στα προγράμματα των συμβεβλημένων εταιρειών, συγκεντρώνεις άλλωστε τόσα μίλια με τα ταξίδια σου, μίλια για να περνάς τον χρόνο σου χαμογελαστός, τριγυρνώντας στις κλινικές ανάμεσα σε τόσους αρρώστους, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι είσαι υγιής· την ίδια ψευδαίσθηση έχω κι εγώ, φαντάζομαι μάλιστα ότι βρίσκομαι σε ένα αεροδρόμιο ή ότι είμαι ο ήρωας ενός διηγήματος ―ναι, το αναγνωρίζω― και τώρα θαρρώ πως σου μιλάω, ενώ κάθομαι και σε κοιτάζω με κλειστό το στόμα. Να μιλήσουμε για τις ψευδαισθήσεις, γιατρέ; Το ψέμα κάνει μεταστάσεις, γεννά κι άλλα ψέματα, εξαπλώνεται, κυριεύει και κυριαρχεί, έτσι ώστε να γίνεται η αλήθεια. Όλα γύρω μας είναι μια εικονική πραγματικότητα φτιαγμένη εξολοκλήρου από τις μυθοπλασίες μας, τα μυθεύματά μας, είτε είναι χρήματα, είτε έθνη, είτε θρησκευτικές μυθολογίες, και τον περισσότερο χρόνο αυτά που βλέπουμε και μας κινητοποιούν είναι τα ίδια μας τα ψέματα, ας το παραδεχτούμε. Διότι τα ψέματα γεννούν ψέματα, αγαπητέ μου, κι εσύ έχεις την εντύπωση ότι ταξιδεύεις, ότι πηγαίνεις από τη μία πόλη του κόσμου στην άλλη, ενώ δεν έχεις επισκεφτεί κανέναν τόπο, απλώς περιφέρεις το σαρκίο σου από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο, περιοδεύεις σε όλο τον κόσμο, όπως θέλεις να πιστεύεις πως κάνεις, όμως στην ουσία δεν πηγαίνεις πουθενά παρά από το ένα Lounge στο άλλο, ακούγοντας αυτή την απαλή, ψυχοθεραπευτική, κατ’ εσέ, μουσική, νιώθοντας ήσυχος με τη συνείδησή σου, συναισθηματικά υγιής μες στην ψευδαίσθησή σου· μα εκεί ακριβώς κρύβεται η αρρώστια, καλέ μου γιατρέ, μες στο ψεύδος. Η ασθένεια κοιμάται μες στην υγεία, στην επίφαση της κανονικότητας κι έτσι, αντί να αντιμετωπίζεται, ισχυροποιείται, υπονομεύοντας τον οργανισμό, καθησυχάζοντάς τον, ηρεμώντας τον, όπως ακριβώς αυτή η μουσική, αυτό το μελωδικό ναρκωτικό. Είναι ύπουλη η νόσος σου, σε κάνει να νιώθεις όμορφα, αρμονικά με την ύπαρξη σου, τη ζωή σου, τον εαυτό σου, αδιαφορώντας για τους άλλους, λες και είσαι ένα απομονωμένο νησί με καμία διασύνδεση με τη στεριά, ένα νησί στη μέση του πουθενά, που περιστοιχίζεται από θάλασσα, όμως δεν υπάρχουν άνθρωποι-νησιά, γιατρέ, γιατί κάθε μεμονωμένη επικράτεια είναι μέρος μιας ευρύτερης επικράτειας, τμήμα ενιαίας έκτασης με πολλούς, διαφορετικούς τόπους. Είναι, το ομολογώ, παράξενο που κάνω αυτή τη σκέψη, εγώ που γύρω από τη δική μου επικράτεια έχω ανοίξει τάφρους, για ν’ αποτρέψω την πρόσβαση στο φρούριο του εαυτού μου, έτσι που μοιάζω κάπως με απόρθητο νησί, και μερικές φορές κοιτάζω πάνω από τις επάλξεις προς την άλλη μεριά ή πάλι επιχειρώ να υπερκεράσω τα εμπόδια που έχω ο ίδιος στήσει (τι παραλογισμός, αλήθεια!). Ρίχνω πρόχειρα γεφύρια στο νερό ή ακόμα προσπαθώ να περάσω απέναντι κολυμπώντας και ενίοτε, με κόπο πολύ, το καταφέρνω, όμως γρήγορα θέλω να επιστρέψω πάλι πίσω στη δική μου περιοχή που είναι ένα μικρό, απειροελάχιστο κομμάτι ενός αδιαίρετου, ομοούσιου τόπου· αλήθεια, πόσο εγωιστής είμαι που οριοθετώ τα πράγματα, για να τα έχω υπό τον έλεγχό μου, επειδή έτσι αισθάνομαι ασφαλής και δυνατός ―να ακόμα μια ψευδαίσθηση, γιατρέ― και το πιο φρικτό απ’ όλα είναι ότι έχω συνειδητοποιήσει τις ψευδαισθήσεις μου κι όμως είναι σχεδόν ακατόρθωτο να ζω χωρίς αυτές. Το μετανιώνω, προσπαθώ να απομακρυνθώ από τα ψέματα που λέω στον εαυτό μου όμως δεν τα καταφέρνω και εκ των υστέρων ισχυρίζομαι ότι είναι αναγκαία για να δημιουργηθεί ο άνθρωπος που έχω γίνει και καταλήγω ακόμα και να τ’ αγαπώ, γιατί εγώ είμαι πλέον αξεχώριστος από εκείνα και γιατί εκείνα συγκροτούν την πεποίθηση που έχω για εμένα, ότι δηλαδή είμαι ένα ον του αναστοχασμού και της περίσκεψης. Αλλά όλη η ανασκόπηση τελικά έρχεται αντιμέτωπη με τα ψέματα που δημιουργώ, που φυσικά δεν μπορώ να τα αντιμετωπίσω, αν και πάλι, πού και πού φαίνεται να, υπάρχουν ψεύδη τόσο ανθεκτικά (σαν βακτήρια) στην αναθεωρητική μου παρόρμηση, που μένω με την απορία. Και περνάνε τα χρόνια, περνάνε, κι εγώ αναρωτιέμαι τι είναι πιο δύσκολο: να παραμένω στην επικράτειά μου ή να φτιάχνω γέφυρες μια ζωή (Τι παραλογισμός! Τι ψευδοερώτημα!). Η αλήθεια πάντως είναι πως, όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε ανθρώπους, το χέρι μου γράφει ασυναίσθητα στίχους ανησυχίας· δεν ξέρω, ακόμα κι όταν περιδιάβαζα στις επικράτειες της Μ. ένιωθα μόνος, όχι πάντα αλλά μερικές φορές, της το είχα εξομολογηθεί, κι εκείνη μου είχε πει πως είμαι από το είδος των ανθρώπων που έχουν την ικανότητα να κλείνονται στον εαυτό τους, υπομένοντας τη δυστυχία αντί για τον συμβιβασμό, που τους αρέσει η μελαγχολία, η ευτυχία του να είναι λυπημένοι, έτσι μου είχε πει. Και τώρα που το σκέφτομαι δεν υπάρχει καμία ηχογλυπτική να λειάνει τις τραχιές επιφάνειες της ύπαρξης, δεν υπάρχει μουσική να λαξεύσει τις αγωνίες και τις θλίψεις μου, μόνο εγώ μπορώ να το κάνω, αντανακλαστικά, χρησιμοποιώντας τη λαθρόβια τεχνική της αυτοπάθειας, όμως και πάλι δεν το αποφεύγω να σκαλώνω πάνω στον εαυτό μου και αυτό το σκάλωμα μου δίνει μια ιδέα για το ποιος πραγματικά είμαι, πράγμα που με κάνει να σκέφτομαι πως ίσως οι άνθρωποι μερικές φορές θα πρέπει να συγχωρούμε τον εαυτό μας, τις αθεράπευτες μικρότητές μας, αυτά τα μαραμένα άνθη της προσωπικότητας με τα οποία φτιάχνουμε θλιβερά στεφάνια. Η πτήση ανακοινώνεται, γιατρέ, και πόσο θα ήθελα να φωνάξω πως επιτέλους θα ανυψωθούμε κόντρα στη βαρύτητα, όμως, αντιθέτως, θαρρώ θα μας καταπιεί η μεταλλική φάλαινα και είθε εκεί μέσα στο τεράστιο χωνευτήρι του χρόνου να μπορέσουμε να φτάσουμε στην πραγματική άρση, η οποία είναι μια άσκηση βαθιάς κατανόησης, είναι απαλλαγή και άφεση, μια πράξη ακέραια και μοναδική που ιριδίζει σαν αλήθεια μέσα στα σκοτεινά σωθικά του ψεύδους.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ένα βιβλίο μέσα σε ένα βιβλίο, ένα βιβλίο σχισμένο στα δύο. Οι μεγαφωνικές ριπές οικογενειακών καυγάδων και μια πόλη που αργά και βασανιστικά συρρικνώνεται, όπως ένα άρρωστο σώμα. Ένα μυστηριώδες σημείο στον χάρτη, ένα αινιγματικό νησί που μπορεί και να μην υπάρχει. Αεροπλάνα που δεν πετούν για μήνες και στις μηχανές τους φωλιάζουν πουλιά. Μια μπαλκονόπορτα που ανοίγει και βγάζει στο κατάστρωμα ενός πλοίου. Ένα ατέρμονο ταξίδι με ένα τρένο που διασχίζει τη μία σήραγγα μετά την άλλη.
Συγγραφέας και αναγνώστης ξεκινούν παράλληλα ταξίδια, πραγματοποιώντας μια κατάβαση στο παράδοξο της αέναης αναχώρησης και των απρόσιτων στο διηνεκές προορισμών. Σε αυτή τη διαδρομή η λογοτεχνία χαιρετίζεται ως η μόνη προσβάσιμη επικράτεια, έστω και αν αποτελεί έναν τόπο που υφίσταται αποκλειστικά και μόνο στο μυαλό των ταξιδιωτών-συνεπιβατών.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975. Σπούδασε Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ. Τα δύο πρώτα λογοτεχνικά του έργο φιλοξενήθηκαν από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα. Έχει επίσης εκδώσει τη μελέτη Το Μαμούθ και ο Αναβάτης (Περικείμενο Βιβλία, 2024), μια Δομική ανάλυση της γερμανικής γλώσσας για ελληνόφωνους μελετητές, καθώς επίσης και τη συλλογή πεζών Είδωλα (Περικείμενο, 2021).