Προδημοσίευση αποσπάσματος από το αστυνομικό μυθιστόρημα του Μάρκου Κρητικού «Ο αναρχικός τραπεζικός», το οποίο κυκλοφορεί στις 14 Μαΐου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
1
Με την καυτή ανάσα μου κολλημένη στον σβέρκο του
Η πεθερά μου με εμφάνιση ανθρωπόμορφου τέρατος αναδύθηκε από τα έγκατα της Κόλασης και μ’ έναν σαρδόνιο μορφασμό μού ανακοίνωσε ότι η μετά θάνατον ζωή θα είναι ίδια με την τωρινή. Ξύπνησα τρομαγμένος και, προτού προλάβω να κάνω μια νηφάλια αποτίμηση της δυσοίωνης αιωνιότητάς μου, ένας κρότος ακούστηκε στην ησυχία της νύχτας. Η καρδιά μου έχασε δυο χτύπους και στο μυαλό μου σχηματίστηκε το ολόγραμμα ενός εισβολέα μπροστά στο παράθυρο του σαλονιού. Πετάχτηκα από το κρεβάτι και όρμησα σαν σίφουνας στον διάδρομο. Πήρα εντυπωσιακή αυτοσχέδια θέση μάχης, ικανή να τρέψει σε φυγή τον πιο αδίστακτο κλέφτη, και, ανάβοντας το φως, άρθρωσα αποτυχημένη πολεμική ιαχή, που πνίγηκε σαν γαργάρα στο λαρύγγι μου. Η παλιά καράφα της ελεεινής γριάς –που τελευταία εισβάλλει ακόμα και στα όνειρά μου με υπερκόσμιες απειλές– είχε γίνει χίλια κομμάτια και το περιεχόμενό της, ένα λικέρ βύσσινο απ’ τα χεράκια της, σκούρο και πηχτό σαν το στραγγισμένο αίμα μου, κυλούσε αργά στο παρκέ ευνοώντας μακάβριες σκέψεις. Το ανεπαίσθητο ανέμισμα της κουρτίνας αποκάλυψε τον δράστη. Η Ζουζού με τρεμάμενο νιαούρισμα έκανε δειλά την εμφάνισή της. Μια καλοκαιρινή νύχτα πριν από τρία χρόνια μπήκε απρόσκλητη από το ανοιχτό παράθυρο, αξιώνοντας το all inclusive πακέτο οικογενειακών προνομίων, το οποίο έκτοτε απολαμβάνει δίχως αξιοσημείωτα δείγματα ευγνωμοσύνης.
Επέστρεψα στο υπνοδωμάτιο χωρίς να αγγίξω τίποτα στον τόπο του εγκλήματος. Η Έλσα ως συνήθως κοιμόταν του καλού καιρού, προσόν απαραίτητο για μια σύζυγο ύστερα από δέκα χρόνια γάμου, τον οποίο, υπό την απειλή όπλου, θα χαρακτήριζα χωρίς δεύτερη σκέψη ευτυχισμένο. Έτσι, όταν έχω αϋπνίες, τροφοδοτώ ανενόχλητος την αισιοδοξία μου με καπνιστά αποστάγματα συνοδεία μουσικής, αναζητώ στο facebook πρώην ερωμένες των οποίων η τύχη αγνοείται, διασκεδάζω με τις άσχημες που παριστάνουν τις όμορφες σε αισθαντικές selfies και τρολάρω τους πεφωτισμένους ηλεκτρονικούς φίλους μου που κατέχουν την εξ αποκαλύψεως γνώση επί παντός επιστητού. Καμιά φορά, όταν η επόμενη μέρα βρυχάται αποβραδίς στο κεφάλι μου, της κλείνω το στόμα με έναν μεγαλοπρεπή μπάφο.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι και άναψα τσιγάρο. Τράβηξα μια χορταστική τζούρα και άφησα τον καπνό να ξεχυθεί απ’ τα ρουθούνια μου. Ώσπου να με πάρει ο ύπνος, πάσχιζα ν’ αποφύγω τη ζωή μου, που κάτι τέτοιες ώρες, η άτιμη, με ψάχνει για να λογαριαστούμε.
I look inside myself
and see my heart is black
Έτσι, όταν έχω αϋπνίες, τροφοδοτώ ανενόχλητος την αισιοδοξία μου με καπνιστά αποστάγματα συνοδεία μουσικής, αναζητώ στο facebook πρώην ερωμένες των οποίων η τύχη αγνοείται, διασκεδάζω με τις άσχημες που παριστάνουν τις όμορφες σε αισθαντικές selfies και τρολάρω τους πεφωτισμένους ηλεκτρονικούς φίλους μου που κατέχουν την εξ αποκαλύψεως γνώση επί παντός επιστητού.
Το ξυπνητήρι χτύπησε στις έξι και μισή. Το «Paint it, Black» των Rolling Stones απηχεί την πρωινή μου διάθεση εκτός Σαββάτου – ίσως και Κυριακής. Η ξαφνική παρόρμηση ν’ αλλάξω πλευρό κατατροπώθηκε στο άψε σβήσε από μικροαστικούς φόβους και ανασφάλειες. Έσυρα τα βήματά μου ως την κουζίνα και, αφού ευχαρίστησα νοερά όλους αυτούς που συνεργάστηκαν για να μπορείς να πίνεις έναν καφέ της προκοπής με το πάτημα ενός κουμπιού, έβαλα την κάψουλα στην καφετιέρα.
Είμαι τραπεζικός υπάλληλος. Είμαι, δηλαδή, ο τελευταίος τροχός της αμάξης σε μια εταιρεία νόμιμης τοκογλυφίας. Ο όρος «τραπεζικός» φέρνει αυτόματα στο μυαλό μου σοβαρές ψυχωτικές διαταραχές ως υπεύθυνος για πάσης φύσεως ιδεοληψίες και ψυχαναγκασμούς που αργά ή γρήγορα οδηγούν σε μείζονα κατάθλιψη. Έχει αποδεχτεί ότι είναι το πιο βαρύ φορτίο που πρέπει να κουβαλήσω σ’ αυτή τη ζωή, για να πάρω το καρμικό μου μάθημα και να γίνω καλύτερος άνθρωπος στην επόμενη.
Ήπια δυο γουλιές καφέ, και μια δόση φαρμακευτικής αισιοδοξίας, και την ώρα που τραβούσα με κατάνυξη την πρώτη πρωινή τζούρα, ο Πασχάλης μπούκαρε φουριόζος από την μπαλκονόπορτα του κήπου. Είναι το τέταρτο και τελευταίο μέλος αυτής της οικογένειας, καρπός ομαδικού σεξ. Τον βρήκαμε μια βροχερή νύχτα του χειμώνα μέσα σ’ ένα χαρτόκουτο στα σκουπίδια. Είναι πιο μαύρος κι απ’ το κατράμι και, αν διαθέτεις εξημμένη φαντασία, σου θυμίζει κάτι από ροτβάιλερ. Άρπαξε στον αέρα το καθιερωμένο πρωινό μπισκότο και το κατάπιε αμάσητο. «Θα πνιγείς, βρε αγόρι μου…»
Στον καθρέφτη του μπάνιου μια χλωμή φάτσα με πρησμένα μάτια και μια χαρακιά από το μαξιλάρι με κοίταξε άγρια μέχρι παρεξηγήσεως. Αντιγύρισα το βλέμμα με μια γκριμάτσα απέχθειας κι έχωσα το κεφάλι μου κάτω από το παγωμένο νερό για να πάρει μπρος το βιολογικό μου μοτέρ που τελευταία ρετάρει μέχρι απελπισίας. Βγήκα γυμνός ακροπατώντας στα πλακάκια του διαδρόμου κι άρχισα να ντύνομαι. Ο Πασχάλης είχε πάρει τη θέση μου στο κρεβάτι και απολάμβανε ξεδιάντροπα το πρωινό χουζούρεμα με μακρόσυρτους αναστεναγμούς ευτυχίας. Του έριξα ένα βλοσυρό βλέμμα και έδεσα στον λαιμό μου την κακόγουστη κίτρινη γραβάτα που επιβάλλει dress code της τράπεζας για να σου υπενθυμίζει ότι είναι συμβατική σου υποχρέωση ν’ αφήνεις το εγώ σου στο χαλάκι της πόρτας και να το παραλαμβάνεις ποδοπατημένο κατά την έξοδο.
«Άλλη μια μέρα δίχως σκοπό» μουρμούρισα καθώς έβγαινα απ’ το σπίτι. Κοντοστάθηκα μπροστά στη λεμονιά και κατέβασα μερικές πρόχειρες ιδέες για την αναμόρφωση του κήπου με την ευκαιρία των πασχαλινών διακοπών. Πάνω στον φράχτη, η Ζουζού ερωτοτροπούσε ασύστολα με τον Λούη, έναν περιζήτητο γαμπρό της γειτονιάς. Έκανα τα στραβά μάτια και στριμώχτηκα στο μαύρο φιατάκι μου. Η Έλσα μονίμως γκρινιάζει: «Σε τράπεζα δουλεύεις. Πάρε επιτέλους ένα δάνειο να αγοράσουμε ένα μεγαλύτερο». Δεν δανείζομαι ποτέ από κάποιον που θέλει το κακό μου, ειδικά για ν’ αγοράσω κάτι που δεν θα μπορώ να σπρώχνω.
Στην τράπεζα ένας αφρικανικός ελέφαντας είχε στρογγυλοκαθίσει πάνω στους δείκτες του ρολογιού. Έσφιγγα τα δόντια για να μην πιάσω απ’ τον λαιμό τον πρώτο πελάτη που θα με κοιτάξει στραβά. Κάποια στιγμή σηκώθηκα και βγήκα από το γυάλινο κελί μου να πάρω μια ανάσα. Για τσιγάρο ούτε λόγος. Μέτρησα πέντε βήματα δεξιά και πέντε αριστερά για να ξεπιαστώ, και τέντωσα την πλάτη μου για να ξεκολλήσει απ’ το δέρμα μου το ιδρωμένο πουκάμισο. Ο κωμικά ανεπαρκής διευθυντής, όρθιος μπροστά στο γραφείο του, έδινε με προκλητική άνεση χρόνου μεγαλόστομες οικονομικές συμβουλές σε ένα νεαρό ζευγάρι. Η ανοησία, όταν εκπορεύεται από γλώσσα πύρινη από το πολύ γλείψιμο, μπορεί να εκληφθεί ως μέγιστη σοφία από επίδοξους δανειολήπτες που αναζητούν απεγνωσμένα φρούδες ελπίδες αξιοπρεπούς διαβίωσης. Το κεφάλι μου βούιζε και το θολωμένο μυαλό μου έβλεπε πελάτες ακόμα και μέσα στα συρτάρια. Οι συνάδελφοι ήταν όλοι απασχολημένοι. Δεν προλαβαίναμε ν’ ανταλλάξουμε ούτε ένα αγχωμένο βλέμμα συμπαράστασης. Το επάγγελμα του τραπεζικού είναι τελικά πιο μοναχικό από του συγγραφέα, μην πω κι απ’ της πουτάνας.
«Κύριε Μάρκο, ακόμη να μου φέρεις τις προθεσμιακές; Αργείς!»
Κι όπως συμβαίνει συνήθως, ένας άνθρωπος μόνος είναι εύκολος στόχος για τον διάολο.
«Το ν’ αργείς δεν είναι πάντα ελάττωμα, κύριε διευθυντά μου».
Η έκφραση του προσώπου του δεν μου άφησε καμία αμφιβολία ότι έπιασε το ερωτικό μου υπονοούμενο και κυρίως την απειλή που υπέκρυπτε.
Έπειτα από έναν αιώνα, η ώρα πήγε τρεις και τέταρτο. Πετάχτηκα απ’ την καρέκλα σαν να είχα φάει μια κλοτσιά στον πισινό, και ετοιμάστηκα να φύγω πρώτος, όπως κάθε μεσημέρι. Ο διευθυντής με μαστίγωσε με ένα δυσοίωνο παρατεταμένο βλέμμα, καθώς χτυπούσε τα δάχτυλά του στο γραφείο, στον ρυθμό μιας μουσικής που άκουγε μονάχα εκείνος. Σ’ ένα παράλληλο σύμπαν τον φαντάστηκα φευγαλέα να νιώθει την καυτή ανάσα μου κολλημένη στον σβέρκο του. Χαλάρωσα τη γραβάτα με μια απότομη κίνηση και βούτηξα στο παραλήρημα της πόλης. Άλλη μια μέρα πιο κοντά στη σύνταξη, σκέφτηκα με ανακούφιση, αν και γνωρίζω ότι το να πάρεις σύνταξη έπειτα από είκοσι χρόνια στην Ελλάδα είναι εξίσου πιθανό με το να ερωτευτεί παράφορα την πεθερά μου ο Τζουντ Λο.
꩜
Ο Πασχάλης παραμόνευε πίσω απ’ την πόρτα. Η υποδοχή ενός σκύλου είναι για μένα κάτι μοναδικό, γιατί ανάλογο παροξυσμό ενθουσιασμού για την παρουσία μου δεν έχω εισπράξει ποτέ από το ανθρώπινο είδος. Στην πόρτα του σαλονιού κοντοστάθηκα. Μια φωτογραφία του γάμου μας είχε αντικαταστήσει την καράφα της γριάς. Στον πάγκο της κουζίνας βρήκα σκεπασμένη μια πιατέλα με φρεσκοψημένα μπιφτέκια. Έχω συνηθίσει εδώ και χρόνια να τρώω μόνος μου τις καθημερινές, γεγονός που δεν φαίνεται να έχει προκαλέσει κάποια επίπτωση στην όρεξή μου. Η Έλσα είναι καθηγήτρια Γαλλικών. Φεύγει απ’ το σπίτι λίγο προτού με αμολήσουν απ’ το ίδρυμα κι επιστρέφει το βραδάκι κατά τις οκτώ. Στην αρχή το ωράριο αυτό μας δυσκόλευε. Τώρα πια έχουμε προσαρμοστεί και απολαμβάνουμε και οι δύο αρκετό ελεύθερο χώρο κάθε μέρα. Έτσι, το Σαββατοκύριακο έχουμε την επιθυμία να κάνουμε πράγματα μαζί κι ας επιβεβαιώνεται ο μεγάλος Βούδας που ισχυρίζεται ότι η επιθυμία είναι η πηγή κάθε θλίψης. Ο έρωτας, το βρόμικο κόλπο για τη διαιώνιση του είδους, πάτησε το κατώφλι του σπιτικού μας, αλλά δεν πέρασε στα ιδιαίτερα διαμερίσματα, γιατί εξαρχής συμφωνήσαμε ότι η ανθρωπότητα δεν είχε τίποτα να χάσει από την έλλειψη των απογόνων μας. Ύστερα από δέκα συναπτά έτη έγγαμου βίου απολαμβάνουμε μια αρμονική σχέση αμοιβαίας αγάπης και κατανόησης, που διανθίζεται με άφθονο σεξ –χωρίς υπερβολή–, ακόμα και δώδεκα φορές τον χρόνο!
Ο έρωτας, το βρόμικο κόλπο για τη διαιώνιση του είδους, πάτησε το κατώφλι του σπιτικού μας, αλλά δεν πέρασε στα ιδιαίτερα διαμερίσματα, γιατί εξαρχής συμφωνήσαμε ότι η ανθρωπότητα δεν είχε τίποτα να χάσει από την έλλειψη των απογόνων μας.
Έβαλα μουσική και χάζευα τον κήπο που εκτείνεται στην πρόσοψη του σπιτιού. Μια σειρά από ψηλά λιγούστρα κατά μήκος το πέτρινου φράχτη δημιουργούν ένα φυσικό εμπόδιο σε ανεπιθύμητους νυχτερινούς επισκέπτες, όταν ο Πασχάλης έχει παραφάει και κοιμάται σαν μολύβι. Κάτω από τη σκιά της μουριάς υπάρχει ένα στρογγυλό πλακόστρωτο σαν αλώνι, μ’ ένα χτιστό τραπέζι στο κέντρο του. Κάθε άνοιξη φυτεύω τριγύρω αρωματικά φυτά και σε μια άκρη ένα μικρό μποστάνι – έτσι, για γούστο. Το πατρικό της Έλσας είναι από τις λίγες μονοκατοικίες με κήπο που έχουν απομείνει στα Πατήσια. Κατά καιρούς απορρίψαμε δελεαστικές προτάσεις αντιπαροχής από επίμονους εργολάβους, όμως δεν το μετανιώσαμε παρά την οικονομική κρίση. Το μικρό αλλά ανεκτίμητο υποκατάστατο της ζωής κοντά στη φύση λειτουργεί ως αντίμετρο στους εξουθενωτικούς ρυθμούς και στις κάλπικες υποσχέσεις της πόλης. Είμαστε από τους προνομιούχους Αθηναίους που μπορούν ακόμη να σκαλίζουν το χώμα.
…too old to lose it,
too young to choose it
τραγουδούσε ο Ντέιβιντ Μπόουι στο «Rock ’n’ Roll Suicide» για όλα αυτά που δεν έρχονται στην ώρα τους και χάνονται για πάντα.
Άνοιξα την τηλεόραση και δεν χρειάστηκαν πάνω από δέκα λεπτά για να γλαρώσω. Καθημερινές εκπομπές ποικίλης άχρηστης ύλης εναλλάσσονταν με σκηνοθετημένες πολιτικές αντιπαραθέσεις για τηλεθεατές καταδικασμένους λόγω εκούσιας αμνησίας σε αναβίωση του ζοφερού παρελθόντος. Σε άλλο κανάλι, μια γκόμενα ημίγυμνη χόρευε αισθησιακά, προσκαλώντας κάθε ενδιαφερόμενο σε μια αξέχαστη σεξουαλική επαφή διά τηλεφώνου. Ο ξεπεσμός μιας χώρας σε εικόνες, όπου η πολιτική έχει καταντήσει η φτηνότερη των τεχνών και η μαλακία η ακριβότερη των ηδονών.
Ξύπνησα από το γάβγισμα του Πασχάλη που προανήγγειλε την άφιξη της Έλσας.
«Σ’ το είχα πει! Η καράφα δεν θα βγάλει τον χειμώνα» είπα μουτρωμένος μόλις την αντίκρισα.
«Για να δούμε, ο γάμος μας θα βγάλει το καλοκαίρι;»
«Ορεξάτη σε βρίσκω».
«Γιατί να μην είμαι; Αύριο κλείνουμε!» μου θύμισε θριαμβευτικά για να με πικάρει.
«Εμείς δίνουμε το έκτακτο πασχαλινό επίδομα» μουρμούρισα και σκέφτηκα με τρόμο τις ορδές των ανυπόμονων συνταξιούχων.
«Α! Με πήρε η μαμά. Θα πάει αύριο το απόγευμα στον καρδιολόγο της στην Αχαρνών και την κάλεσα μετά να φάμε σουβλάκια».
Μια μέρα που αρχίζει άσχημα σπάνια τελειώνει καλά. Μια τέτοια θα ήταν και η αυριανή…
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ο Μάρκος, ένας μεσήλικας τραπεζικός υπάλληλος, ζει με την Έλσα σε μια παλιά μονοκατοικία στα Πατήσια. Ύστερα από δέκα χρόνια γάμου, ο καιρός περνάει χωρίς ενδιαφέροντα και συγκινήσεις. Η απέχθεια για τη δουλειά του, η επίγνωση της χαμένης νεότητας και οι επισκέψεις της εριστικής πεθεράς του τον βυθίζουν στην εσωστρέφεια. Απρόσμενα γεγονότα τον παρασύρουν σε αλυσιδωτά ψέματα και παρορμητικές αντιδράσεις που τον καταδικάζουν σε μια ζωή για την οποία δεν προοιωνίζεται τίποτα θετικό. Απαλλαγμένος από συζυγικές υποχρεώσεις και τραπεζικούς εφιάλτες αλλά σε πλήρη συναισθηματική σύγχυση, θα οδηγηθεί σε μια απεγνωσμένη απόφαση…
Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που πραγματεύεται με χιούμορ τη φυγή ενός συνηθισμένου ανθρώπου από τις ηθικές και κοινωνικές συμβάσεις του πρότερου βίου του.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Μάρκος Κρητικός γεννήθηκε στη Χίο το 1968. Κατάγεται από την Τήνο και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Τοπογράφος Μηχανικός και εργάστηκε 3.421 μέρες στον τραπεζικό τομέα. Έχει γράψει τα αστυνομικά μυθιστορήματα: Απιστία μετά φόνου (Νεφέλη, 2013), Άρση απαγορευτικού (Νεφέλη, 2014), Δεύτερη εκτέλεση (Νεφέλη, 2016), Κάνε τον σταυρό σου (Νεφέλη, 2018) και Το μπλουζ της πεταλούδας (Μεταίχμιο, 2021). Είναι συντάκτης της στήλης για την αστυνομική λογοτεχνία στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο αναγνώστης».