Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου «Μαργαρίτα Ιορδανίδη», η οποία θα κυκλοφορήσει στις 19 Απριλίου από τις εκδόσεις Κίχλη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Εἶχαν πιάσει γιὰ τὰ καλὰ οἱ ζέστες, καὶ τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ κανόνισαν νὰ πᾶνε γιὰ μπάνιο. Στὶς ἐννιὰ τὸ πρωὶ πέρασε ὁ Κώστας μὲ τ’ ἁμάξι του καὶ τὴν πῆρε. Θὰ πήγαιναν στὴν Ἀνάβυσσο, στὴν παραλία τῆς Παλαιᾶς Φώκαιας. Στὴν παραλιακὴ θά ’χε κίνηση, κι ἔτσι πῆγαν ἀπὸ μέσα, ἀπὸ τὴ Βάρη. Σταμάτησαν στὴ Βάρκιζα νὰ πάρουν ἀπ’ τὸν Γεωργιάδη καμιὰ τυρόπιτα ἢ κάνα κουλούρι, γιὰ νὰ τοὺς κόψει λιγάκι τὴν πείνα, καὶ συνέχισαν πρὸς τὸ On the Rocks καὶ παραπέρα, πρὸς τὴν Τρύπα τοῦ Καραμανλῆ, τὴν Ἁγία Μαρίνα, τὸ Λαγονήσι, τὴ Σαρωνίδα, μὲ τὴ θάλασσα ν’ ἁπλώνεται σὰν ἀστραφτερὸς καθρέφτης στὰ δεξιά τους κι ἁμάξια νὰ εἶναι ἤδη παρκαρισμένα στὸ πλάι τοῦ δρόμου, ὅπου ὑπῆρχε παραλία στὴ διαδρομή. Τὸ καλοκαίρι ἔμπαινε ἀπὸ τὰ κατεβασμένα τζάμια καὶ τοὺς ἀνακάτωνε τὰ μαλλιά. Στὸν οὐρανὸ δὲν ὑπῆρχε οὔτ’ ἕνα σύννεφο, μονάχα ἕνα ἀεροπλάνο τρεμόλαμπε ἀσημὶ στὴ γαλάζια μονοτονία.
Ἡ Μαργαρίτα κοιτοῦσε ἔξω ἀμίλητη τὴν περισσότερη ὥρα, ἀλλὰ μὲ τὴ σιωπή της ν’ ἀποπνέει ἤρεμη εὐτυχία. Ὅλα εἶχαν ἐνδιαφέρον καὶ χωροῦσαν στὴν εὐτυχία της καθὼς περνοῦσαν φευγαλέα ἔξω ἀπ’ τὸ τζάμι κι ἔμεναν πίσω, χάνονταν: ὁ παχὺς ἄντρας μὲ τὴν ὀμπρέλα θαλάσσης ἐπ’ ὤμου, ὁ σκύλος ποὺ ἤθελε νὰ περάσει τὸν δρόμο ἀλλὰ δίσταζε, ἡ μάνα μὲ τὸ ψάθινο καπέλο καὶ τὸ κλαμένο κορίτσι, οἱ ἄνθρωποι ποὺ συνωστίζονταν στὶς παραλίες παίρνοντας ὁ καθένας τὴ δικιά του ξεχωριστὴ πόζα, οἱ λουόμενοι καὶ οἱ σημαδοῦρες μὲς στὴ θάλασσα, οἱ φοίνικες, τὰ ἁρμυρίκια κι οἱ νότες ποὺ ἔφταναν στ’ ἀφτιά της ἀπὸ ραδιόφωνα σὲ ἁμάξια καὶ στὴν παραλία, χωρὶς νὰ προφταίνουν ποτὲ νὰ γίνουν μουσική.
Ἔφτασαν στὴ Φώκαια καὶ κατέβηκαν μὲ τὸ ἁμάξι μέχρι τὴ σειρὰ τ’ ἁρμυρίκια πάνω ἀπ’ τὴν παραλία. Ὅλες οἱ σκιὲς ἦταν πιασμένες, τὰ παγκάκια ἐπίσης. Ἔστρωσαν στὴν ἄμμο τὴν ψάθα τους. Ἡ Μαργαρίτα φόραγε ἤδη τὸ μαγιό της μέσ’ ἀπ’ τὸ καλοκαιρινό της φόρεμα· ὁ Κώστας, μὲ μιὰ πετσέτα τυλιγμένη γύρω ἀπὸ τὴ μέση του, χρειάστηκε νὰ κάνει ἰσορροπία πρῶτα στὸ ἕνα πόδι κι ἔπειτα στ’ ἄλλο γιὰ νὰ βγάλει τὸ ἐσώρουχό του καὶ νὰ βάλει τὸ δικό του μαγιό. Δυὸ ἀγόρια πού ’παιζαν ρακέτες στὴν ἄκρη τοῦ νεροῦ σταμάτησαν γιὰ νὰ τοὺς ἀφήσουν νὰ περάσουν. Ἡ Μαργαρίτα ἦταν πιὸ θαρραλέα μὲς στὸ νερό, ὁ Κώστας πιὸ δισταχτικός. Βούτηξε καὶ τοῦ εἶπε:
«Μπρός, ἄντε! Τί περιμένεις;».
Γιὰ λίγο κολύμπησαν μαζὶ στὸ ρηχὸ νερό, ποὺ σ’ αὐτὴ τὴν παραλία βάθαινε πολὺ ἀργά, ἀλλὰ μετὰ ὁ Κώστας κουράστηκε καὶ ἡ Μαργαρίτα συνέχισε μόνη. Στάθηκε ἐπιπλέοντας ἐπιτόπου, σχεδιάζοντας μὲ τὰ χέρια του κύκλους μὲς στὸ νερὸ γιὰ νὰ μὴ βουλιάξει, καὶ τὴν παρακολούθησε νὰ μικραίνει καὶ νὰ μικραίνει... Μὰ ἔπειτα τρόμαξε βλέποντας ἕνα κρὶς κρὰφτ νὰ κατευθύνεται μὲ ταχύτητα πρὸς τὸ μικροσκοπικό της κεφάλι. Πέρασε ἀπὸ πίσω της –ὁ Κώστας δὲν μπόρεσε νὰ καταλάβει σὲ πόση ἀπόσταση κι ἂν ἡ Μαργαρίτα κινδύνεψε–, κι ὕστερα τὸ κεφαλάκι της, μιὰ τοσηδὰ κουκκίδα στὴ θάλασσα, γύρισε σιγὰ σιγὰ πρὸς τὴν παραλία. Ἕνα δεκάλεπτο ἀργότερα ἦταν δίπλα του ξανά, ὅμως ὁ Κώστας εἶχε θυμώσει τώρα.
«Παραλίγο νὰ σὲ χτυπήσει ἐκεῖνο τὸ κρὶς κράφτ», τῆς εἶπε.
«Μπά», τοῦ ἀπάντησε. «Πέρασε πολὺ πίσω μου. Εἶχα σταματήσει καὶ τό ’βλεπα νά ’ρχεται».
«Εἶναι ἐπικίνδυνο ν’ ἀνοίγεσαι τόσο πολὺ στὰ βαθιά».
«Εἶσαι φοβητσιάρης», τοῦ εἶπε γελώντας. «Βγαίνουμε; Κρύωσα».
Ὅλες οἱ σκιὲς ἦταν πιασμένες, τὰ παγκάκια ἐπίσης. Ἔστρωσαν στὴν ἄμμο τὴν ψάθα τους. Ἡ Μαργαρίτα φόραγε ἤδη τὸ μαγιό της μέσ’ ἀπ’ τὸ καλοκαιρινό της φόρεμα· ὁ Κώστας, μὲ μιὰ πετσέτα τυλιγμένη γύρω ἀπὸ τὴ μέση του, χρειάστηκε νὰ κάνει ἰσορροπία πρῶτα στὸ ἕνα πόδι κι ἔπειτα στ’ ἄλλο γιὰ νὰ βγάλει τὸ ἐσώρουχό του καὶ νὰ βάλει τὸ δικό του μαγιό.
Βγῆκαν στὴν παραλία, σκουπίστηκαν καὶ ξάπλωσαν. Ὁ Κώστας εἶχε ἀγοράσει ἀπό ἕνα περίπτερο τὴν κυριακάτικη ἐφημερίδα καὶ τώρα ἄνοιξε τὸ κύριο φύλλο, ἔχοντας τὰ ἔνθετα διπλωμένα δίπλα του. Ἡ Μαργαρίτα εἶχε φέρει, φυσικά, μαζὶ τὸ βιβλίο της. Μὰ ἦταν ἄλλο ἀπὸ κεῖνο τῆς προηγούμενης φορᾶς, τὴ Μεγάλη Χίμαιρα.
«Τὸ τέλειωσες τὸ ἄλλο;» τὴ ρώτησε.
«Χτές, καὶ ξεκίνησα αὐτό».
Ὁ Κώστας διάβασε τὸν τίτλο: Ἡ Κασσάνδρα καὶ ὁ Λύκος. Μετὰ προσηλώθηκε στὴν ἐφημερίδα του. Μὲ τὸ πρόσωπό τους σκιασμένο ἀπ’ ὅ,τι διάβαζε ὁ καθένας –ἡ ἐφημερίδα ἦταν σίγουρα καλύτερο παρασόλι ἀπ’ τὸ δικό της βιβλιαράκι–, ψήθηκαν γιὰ λίγο στὸν ἥλιο. Βούτηξαν ἄλλη μιὰ φορά, κι ὅταν βγῆκαν τοὺς εἶχε κόψει πιὰ ἡ πείνα. Εἶχαν φάει πρὸ πολλοῦ ὅ,τι εἶχαν πάρει ἀπὸ τὸν Γεωργιάδη στὴ Βάρκιζα.
«Τί λές, πᾶμε σὲ μιὰ ταβέρνα νὰ τσιμπήσουμε κάτι;» τῆς πρότεινε.
«Ναί, ἀμέ». Ὕστερα ἀπὸ τὶς δυὸ κολυμβητικές της ἐξορμήσεις ὣς τὰ φωκαϊκὰ βάθη, τὸ στομάχι της γουργούριζε. «Ὅλοι πλακώνουν στὰ παραλιακὰ μαγαζιά», τοῦ εἶπε, «ἀλλὰ ξέρω μιὰ καλὴ ταβέρνα λίγο παραμέσα: τὰ Πεῦκα. Εἶχα ἔρθει μιὰ φορὰ μὲ τὴν...» – μὲ τὴν Εὐτυχία, θὰ ἔλεγε.
Καθὼς περίμεναν νά ’ρθουν τὰ τηγανητὰ καλαμαράκια, οἱ πατάτες, τὸ τζατζίκι, ἡ σαλάτα, ὁ Κώστας ἔβαλε μπίρα καὶ στοὺς δυό τους, γέρνοντας τὰ ποτήρια. Τσούγκρισαν καὶ ἤπιαν. Ἀπὸ τὸ μπάνιο καὶ τὸν ἥλιο, μιὰ γλυκιὰ χαλάρωση, ἕνα αἴσθημα χαύνης εὐδαιμονίας εἶχε κυριέψει τὰ μέλη τους καὶ τὴν ψυχή τους. Στὰ πεῦκα πού ’διναν στὴν ταβέρνα τ’ ὄνομά της τὰ τζιτζίκια μὲ τὴ μελωδική τους μονοτονία δὲν ἔπαυαν νὰ ροκανίζουν τραγουδιστὰ κάθε αἴσθηση τοῦ χρόνου, ποὺ γιὰ λίγο ἦταν αἰώνιος.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Η Μαργαρίτα Ιορδανίδη εἶναι ὑπάλληλος σὲ διαφημιστικὸ γραφεῖο, σύζυγος λογιστῆ καὶ μητέρα δύο παιδιῶν στὴν ᾽Αθήνα τῆς δεκαετίας τοῦ ’90, πρὶν ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ κρίση καὶ μὲ τοὺς οἰκονομικοὺς μετανάστες νὰ ἔχουν μόλις ἔλθει ἀπὸ τὴν ᾽Αλβανία.
Ἕνα ὄνομα δὲν εἶναι ὡστόσο παρὰ ἕνα προσωπεῖο. Ποιά εἶναι στ’ ἀλήθεια ἡ Μαργαρίτα;
Αὐτὴ εἶναι ἡ παράδοξη ἱστορία της. Μιὰ ἱστορία γιὰ τὸ αἴνιγμα τῆς ταυτότητας πίσω ἀπὸ τὸ πρόσωπο.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος γεννήθηκε το 1965 στο Παγκράτι. Σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έζησε εννιά χρόνια στη Θεσσαλονίκη και από το 2010 ζει με την οικογένειά του στη Λευκάδα. Περνά μεγάλα διαστήματα στα χωριά της Ηπείρου Δελβινάκι Πωγωνίου, όπου διαδραματίζονται κάποιες από τις ιστορίες του, και Γρεβενίτι Ανατολικού Ζαγορίου. Έχει εκδώσει δεκατέσσερα λογοτεχνικά βιβλία για ενήλικες· τα τελευταία έξι κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κίχλη: Το δέντρο του Ιούδα (2014), Τσότσηγια & Ω᾽μ (2017), Μαύρο νερό (2019, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας 2020, Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας 2020 του περιοδικού Ο Αναγνώστης), Η θάλασσα (2020), Άρης (2021, μαζί με την ποιήτρια Ελένη Κοφτερού), Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον (2022). Έχει εκδώσει επίσης το Οδοιπορικό στο Πωγώνι (Fagotto, 2013), το δοκίμιο για τον κινηματογράφο Το ποτάμι του χρόνου (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2023), καθώς και έξι βιβλία για παιδιά, εκ των οποίων η Μαλαματένια βελανιδιά (Καλειδοσκόπιο, 2020) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου 2021). Διηγήματά του δημοσιεύονται σε διάφορα περιοδικά. Εργάζεται ως μεταφραστής.