Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Γιαννίση «Μακγκάφιν», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 21 Μαρτίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ
37.947408, 23.641584
«Αφού σου λέω, ρε µαµά, αυτός είναι».
«Είσαι σίγουρη;»
«Ναι καλέ».
«Και τι δουλειά έχει να ταξιδεύει µε το σαπιοκάραβο;»
«Νοµίζεις οι διάσηµοι δεν ταξιδεύουν µε σαπιοκάραβα όταν θέλουν να πάνε διακοπές σε νησί;»
«Αυτός δεν είχε οικογένεια; Πού είναι τα παιδιά του;»
«Μπορεί να τα άφησε στην πεθερά του».
«Και η γυναίκα του;»
«Ίσως έµεινε και αυτή µε την πεθερά του».
«Χµ. Δεν ξέρω, εξακολουθώ να µην πιστεύω πως είναι αυτός. Μου µοιάζει µε τουρίστα».
«Θα πάω να ρωτήσω».
Ο Κοτάρο αισθάνεται µια παρουσία δίπλα του. Γυρίζει ελαφρώς το κεφάλι στα δεξιά και ανάµεσα από τα γυαλιά ηλίου και το ζυγωµατικό του βλέπει µια χαµογελαστή κοπέλα. Παραµερίζει ελαφρώς το δεξί noise cancelling ακουστικό από το αφτί του.
«Γεια σας», του λέει σε µια γλώσσα που εκείνος δεν καταλαβαίνει, ωστόσο γνωρίζει πως τη µιλάνε όλοι οι υπόλοιποι γύρω του.
Γνέφει ευγενικά και χαµογελάει, προτού επιστρέψει το ακουστικό στη θέση του και γυρίσει ξανά µπροστά. Η κοπέλα, ωστόσο, δεν λέει να φύγει. Μοιάζει σαν να θέλει κάτι. Και ο τρόπος που του χαµογελάει του προκαλεί µια ανεξήγητη ανησυχία, η οποία µε τη σειρά της προκαλεί φαγούρα στα δάχτυλά του. Τι στο καλό θέλει; αναρωτιέται ο Κοτάρο.
«Συγγνώµη για την αδιάκριτη ερώτηση», συνεχίζει η κοπέλα στην ίδια ακατανόητη γλώσσα, «αλλά… αυτός δεν είστε; Ο Κινέζος σεφ από το ριάλιτι µαγειρικής;»
«Sorry. Don’t understand», απαντάει ο Κοτάρο σε σπαστά αγγλικά.
«Α», κάνει εκείνη απογοητευµένη. «Συγγνώµη, λάθος. Sorry, mistake», λέει µε οµοίως σπαστά αγγλικά και επιστρέφει στη µητέρα της, η οποία έχει ξεκαρδιστεί και σχολιάζει: «Σ’ το είπα, δεν είναι αυτός, απλά εσύ είσαι ρατσίστρια και σου φαίνονται όλοι οι Ασιάτες ίδιοι».
Ο Κοτάρο παίζει νευρικά τα δάχτυλά του. Η φαγούρα δεν λέει να υποχωρήσει και οι ήχοι που εισχώρησαν στο κεφάλι του τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που αφαίρεσε το ένα ακουστικό από το αφτί του φαίνεται πως εγκλωβίστηκαν εκεί µέσα και αντιλαλούν στο κρανίο του. Τα ερεθίσµατα είναι αµέτρητα και ο Κοτάρο κλείνει τα µάτια του.
Ο Κοτάρο παίζει νευρικά τα δάχτυλά του. Η φαγούρα δεν λέει να υποχωρήσει και οι ήχοι που εισχώρησαν στο κεφάλι του τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που αφαίρεσε το ένα ακουστικό από το αφτί του φαίνεται πως εγκλωβίστηκαν εκεί µέσα και αντιλαλούν στο κρανίο του. Τα ερεθίσµατα είναι αµέτρητα και ο Κοτάρο κλείνει τα µάτια του.
«Tan tan tanuki no kintama wa. Kaze mo nai no ni bura bura», επαναλαµβάνει ρυθµικά, µέχρι που ο αντίλαλος κοπάζει και η φαγούρα υποχωρεί.
Το κινητό δονείται στην τσέπη του και ο Κοτάρο το βγάζει και ξεκλειδώνει την οθόνη. Το µήνυµα στην εφαρµογή Telegram είναι λακωνικό και εξαφανίζεται έπειτα από δέκα δευτερόλεπτα:
Τον βρήκες;
Ο Κοτάρο απαντάει αµέσως:
Το πλοίο δεν έχει ξεκινήσει ακόµα. Πολύς κόσµος.
Δευτερόλεπτα αργότερα ένα νέο µήνυµα εµφανίζεται:
Στείλε µνµ όταν ολοκληρωθεί η παράδοση.
Ο Κοτάρο µπαίνει στον πειρασµό να εξηγήσει στον χειριστή του πως είναι άκοµψο και τεµπέλικο να χρησιµοποιεί συντοµογραφίες αντί για ολόκληρες λέξεις, ωστόσο θυµάται πως δεν το είχε εκτιµήσει την προηγούµενη φορά που τον είχε διορθώσει και εντέλει απαντάει µε ένα απλό ΟΚ.
Κλείνει την εφαρµογή και ανοίγει τους σελιδοδείκτες του Chrome. Ο πρώτος τον βγάζει σε µια σελίδα του GoFundMe και έναν έρανο που έχει δηµιουργηθεί από τον ζωολογικό κήπο Τόµπου στη Σαϊτάµα. Αποµένουν λιγότερες από τριάντα ώρες µέχρι να ολοκληρωθεί, και το απαραίτητο ποσό για την εγχείρηση του Χικάρου, του µοναδικού τανούκι στον ζωολογικό κήπο, δεν έχει ακόµα συµπληρωθεί. Για την ακρίβεια, είναι ανθρωπίνως αδύνατον να συµπληρωθεί – εκτός και αν ο Κοτάρο φέρει σε πέρας την αποστολή που του ανέθεσε ο χειριστής. Τα λεφτά είναι καλά, φτάνουν για δύο εγχειρήσεις σε τανούκι, και η αποστολή πανεύκολη.
«Πάρε το ρολόι, σκότωσε τον στόχο, κατέβα στο πρώτο νησί», µονολογεί – και, φυσικά, κανένα κεφάλι δεν γυρίζει, επειδή κανείς δεν γνωρίζει τη γλώσσα του.
Ο Κοτάρο δεν έχει ιδέα ποιος είναι ο στόχος, πώς µοιάζει και γιατί πρέπει να πεθάνει. Πιθανότατα ούτε ο χειριστής του γνωρίζει· η δουλειά του είναι αντίστοιχη µε αυτήν του σερβιτόρου σε ένα εστιατόριο: ο πελάτης λέει τι θέλει και εκείνος το µεταφέρει στον µάγειρα – τον Κοτάρο. Ξέρει, ωστόσο, πως ο στόχος του φοράει ρούχο –µπλουζάκι ή πουκάµισο– µε στάµπα ένα τανούκι, το αγαπηµένο ζώο του Κοτάρο. Ο χειριστής πήρε την πρωτοβουλία να ζητήσει από τον πελάτη, που φαίνεται πως επικοινωνεί µε τον στόχο, αυτή την ενδυµατολογική επιλογή, η οποία ήξερε πως θα αρέσει στον συνεργάτη του, ώστε να γίνει ευκολότερα η αναγνώριση.
«Πάρε το ρολόι, σκότωσε τον στόχο, κατέβα στο πρώτο νησί».
Μπορεί στον χειριστή να µην αρέσουν οι ερωτήσεις, ο Κοτάρο, ωστόσο, ζει και αναπνέει γι’ αυτές. Και η αποστολή τού δηµιουργεί τόσες απορίες. Συνήθως ο πελάτης δεν µιλάει µε τον στόχο. Συνήθως οι στόχοι δεν γνωρίζουν πως είναι στόχοι. Αλλά στην περίπτωση αυτή φαίνεται πως ο στόχος απλά χρησιµοποιείται ως όχηµα µεταφοράς του αντικειµένου που πρέπει να παραδώσει στον Κοτάρο. Πιθανότατα δεν ξέρει ότι θα πεθάνει. Μάλλον πιστεύει ότι, όπως και ο Κοτάρο, θα κατέβει στο επόµενο νησί µόλις ολοκληρωθεί η αποστολή του. Από τη µία ο Κοτάρο τον λυπάται. Ένας κακοµοίρης αυτή τη στιγµή ετοιµάζεται να επιβιβαστεί σε ένα πλοίο, πιστεύοντας ότι στο τέλος της ηµέρας θα είναι ζωντανός και το πορτοφόλι του θα είναι λίγο πιο γεµάτο ή θα έχει γλιτώσει από κάποιο δυσβάσταχτο χρέος, ανάλογα µε τη συµφωνία που έχει συνάψει µε τον πελάτη. Από την άλλη, βέβαια, η δουλειά είναι δουλειά – και επιπλέον, η αµοιβή θα βοηθήσει το αγαπηµένο του τανούκι να ζήσει. Οπότε, ίσως να µην τον λυπάται και τόσο. Θα φροντίσει να έχει έναν ανώδυνο και γρήγορο θάνατο. Τόσο γρήγορο που πιθανότατα δεν θα καταλάβει ότι πέθανε. Θα κλείσει προς στιγµήν τα βλέφαρά του και –χραπ– όταν τα ανοίξει θα είναι νεκρός. Μα, αν είναι νεκρός, δεν θα µπορεί να ανοίξει τα µάτια του, σκέφτεται ο Κοτάρο αµέσως, διορθώνοντας τον εαυτό του.
Η περιφερειακή του όραση πιάνει δυο µάτια να τον παρατηρούν από χαµηλά. Γυρίζει και βλέπει ένα αγοράκι κολληµένο στον µηρό του πατέρα του. Ο τρόπος µε τον οποίο κρέµεται σχεδόν από το πόδι θυµίζει στον Κοτάρο κοάλα που έχει αγκαλιάσει τον κορµό ενός δέντρου. Το αγοράκι χαµογελάει, δείχνει τον Κοτάρο και λέει κάτι. Ο Κοτάρο σηκώνει τα φρύδια του. Ο µπαµπάς του µικρού χαϊδεύει το κεφάλι του και χαµογελάει κι αυτός.
«Ρωτάει γιατί η αλεπού στο πουκάµισό σου έχει µπαλάκια σαν τα δικά µου», λέει στον Κοτάρο στα αγγλικά.
Ο Κοτάρο σκύβει και έρχεται στο ύψος του αγοριού. «Δεν είναι αλεπού».
«Και τι είναι;»
«Τανούκι».
Το αγόρι δοκιµάζει τη λέξη στο στόµα του σαν καραµέλα.
«Τααανούκιιιι».
Ο Κοτάρο βγάζει το κινητό του και του δείχνει µια φωτογραφία του Χικάρου. «Έτσι µοιάζουν τα τανούκι στην πραγµατικότητα».
Τα µάτια του παιδιού γουρλώνουν. Ο πατέρας διασκεδάζει µε τις εκφράσεις του γιου του.
«Δηλαδή υπάρχουν;»
«Φυσικά και υπάρχουν».
«Υπάρχουν και εδώ;»
«Όχι. Μόνο στην Ιαπωνία».
Ο Κοτάρο χαµογελάει στον µικρό, χτυπάει την κοιλιά του σαν τανούκι –τα τα τα– και σηκώνεται όρθιος. Η ουρά έχει αρχίσει να κινείται. Φοράει ξανά τα noise cancelling ακουστικά του και προετοιµάζεται νοητά για το στριµωξίδι που σιχαίνεται.
Ο µικρός δοκιµάζει άλλη µία νέα λέξη. «Ιαπωνίιια. Από εκεί είσαι;»
«Ναι».
«Και είναι καλά τα τανούκι;»
«Τα περισσότερα ναι. Τριγυρνούν στα δάση και χτυπούν την κοιλιά τους. Τα τα τα», λέει ο Κοτάρο, µιµούµενος το τανούκι. «Και είναι µαγικά. Μπορούν να µεταµορφωθούν σε ό,τι θέλουν. Μπορούν να µεταµορφωθούν ακόµη και σ’ εσένα ή τον µπαµπά σου».
«Αλήθεια;»
Ο Κοτάρο γνέφει. «Ναι. Και ξέρεις πώς;» Το αγόρι δεν ξέρει.
«Χάρη σε αυτά τα µεγάλα, µαγικά µπαλάκια. Και µπορούν να τα κάνουν ό,τι θέλουν. Μπορούν να τα κάνουν κουβέρτα και να σκεπαστούν αν κρυώνουν το βράδυ. Μπορούν να τα κάνουν αλεξίπτωτο εάν πέσουν από τον ουρανό. Μπορούν να τα κάνουν βάρκα και να περάσουν από τη µία όχθη του ποταµού στην άλλη. Αν τα τανούκι θέλουν κάτι, τρίβουν τα µπαλάκια τους –έτσι– και αµέσως γίνεται».
Το αγόρι κοιτάζει τον µπαµπά του. «Μπορώ να κάνω κι εγώ ό,τι θέλω αν τρίψω τα µπαλάκια µου;»
«Δεν είσαι τανούκι, Τζαµάλ».
«Θα µε πας να δω τα τανούκι, µπαµπά;»
«Αν είσαι καλό παιδί, µια µέρα θα πάµε».
Ο Κοτάρο χαµογελάει στον µικρό, χτυπάει την κοιλιά του σαν τανούκι –τα τα τα– και σηκώνεται όρθιος. Η ουρά έχει αρχίσει να κινείται. Φοράει ξανά τα noise cancelling ακουστικά του και προετοιµάζεται νοητά για το στριµωξίδι που σιχαίνεται.
«Tan tan tanuki no kintama wa. Kaze mo nai no ni bura bura».
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Το πάλαι ποτέ πετράδι στο στέμμα της Felekis Lines, το πλοίο Αφροδίτη, ετοιμάζεται για το τελευταίο του ταξίδι στο Αιγαίο, προτού μετατραπεί σε παλιοσίδερα. Οι παλιές καλές εποχές έχουν περάσει ανεπιστρεπτί και ο καταχρεωμένος πλοιοκτήτης Μάρκος Φελέκης έχει μονάχα μία επιθυμία: να συνοδέψει το αγαπημένο του καράβι στο στερνό του ταξίδι. Και, ίσως, αν αποδειχθεί τυχερός, να αλλάξει τη μοίρα του.
Στο λιμάνι του Πειραιά, μία τετραμελής οικογένεια επιβιβάζεται στο καράβι: ο πατέρας Ακίνδυνος, η μητέρα Νανά, η έφηβη κόρη Μικαέλα και η γιαγιά Βαρβάρα. Όλοι έχουν τα μυστικά τους — και κάποια από αυτά μπορεί να αποδειχθούν θανάσιμα, επειδή, δίχως να το ξέρουν, τα μέλη της οικογένειας έχουν από έναν τεράστιο στόχο πάνω στα κεφάλια τους.
Ένας επαγγελματίας δολοφόνος, που θέλει να φέρει εις πέρας την αποστολή του για να σώσει το αγαπημένο του ζώο, ένα τανούκι από τον ζωολογικό κήπο της Σαϊτάμα.
Ένα ζευγάρι πληρωμένων δολοφόνων, που θα πρέπει να αποφασίσουν εάν ο γάμος τους μπορεί να σωθεί ή αν θα ακολουθήσουν χωριστούς δρόμους αφού αποβιβαστούν από το πλοίο.
Μία πληγωμένη γυναίκα που ζητά εκδίκηση από το άτομο που κατέστρεψε τη ζωή της.
Ένας stalker αποφασισμένος να πείσει την πρώην του να του δώσει άλλη μία ευκαιρία — με κάθε τρόπο.
Και στο επίκεντρο όλων, ένα μυστηριώδες αντικείμενο που κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς είναι, αλλά όλοι το αναζητούν — ένα Μακγκάφιν.
Μακγκάφιν [MacGuffin]: ένα προσχηματικό στοιχείο πάνω στο οποίο στήνεται η πλοκή. Ορισμένες φορές το Μακγκάφιν μπορεί να είναι θολό, απροσδιόριστο, να περιγράφεται σε αδρές γραμμές και να παραμένει ανοιχτό σε κάθε ερμηνεία.