Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Αγνής Ιωάννου «Ο λευκός ελέφαντας», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 21 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ανήμερα των γενεθλίων μου, στο διάλειμμα της δεύτερης ώρας, ήμουν στην κουζίνα του φροντιστηρίου και ταρακουνούσα με μανία τον τρίτο μου διπλό φραπέ, όταν ξαφνικά έχωσε το κεφάλι του στο παράθυρο ο Διονύσης.
«Οπ! Σε τσάκωσα. Χρόνια πολλά!»
«Μαλάκα, μου έκοψες τη χολή! Πώς από δω;»
«Ευχαριστώ λέει ο κόσμος!»
«Ευχαριστώ…» είπα και του χαμογέλασα στραβά και άκεφα.
«Τι ώρα σχολάς;»
«Γιατί;»
«Θέλω να πάμε στο δισκοπωλείο ενός ξάδελφού μου, να σου πάρω δώρο».
«Αλήθεια; Ευχαριστώ, ρε! Εεε… κανονικά σχολάω σε δύο ώρες… Μπα, δεν γαμιέται. Κάτσε, παίρνω τα πράγματά μου και φύγαμε!»
Το δισκοπωλείο βρισκόταν σε άλλη γειτονιά και πήραμε ταξί, που τότε ήταν φτηνό και το χρησιμοποιούσαμε συνέχεια. Όταν φτάσαμε, κόντευε δώδεκα, αλλά το μαγαζί ήταν κλειστό.
«Ω, ρε πούστη μου, άδικα ήρθαμε», είπα.
«Όχι, ρε, μέσα είναι, κοιμάται», με καθησύχασε ο Διονύσης. «Δεν βλέπεις που τα κλειδιά είναι πάνω στην πόρτα;»
«Έλα τώρα, ρε, σοβαρά ζει μέσα στο μαγαζί;» Πόσο γαμάτο ήταν αυτό;
Ο Διονύσης άρχισε να βροντάει με τη γροθιά του το τζάμι της πόρτας.
Αλλά ο ξάδελφός του δεν ξυπνούσε με τίποτα. Με τα πολλά, μπήκε στο διπλανό μαγαζί για να τον πάρει τηλέφωνο. Το τηλέφωνο χτύπησε άπειρες φορές, γιατί τότε, αν ήθελες, μπορούσες να το αφήσεις να χτυπάει μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία χωρίς να διακοπεί η κλήση.
Μου κόπηκε η ανάσα, σταμάτησε η καρδιά μου. Όλος ο κόσμος μου χάθηκε και στη θέση του μπήκε το ομορφότερο πρόσωπο που είχα δει ποτέ στη ζωή μου και δύο υπέροχα, χαμογελαστά πράσινα μάτια.
Ένιωσα κάπως άβολα που θα τον ξυπνούσαμε και μάλιστα για να αγοράσει ο Διονύσης δίσκο σ’ εμένα. Γύρισα να πω στον Διονύση να φύγουμε, όταν ξαφνικά η συρτή τζαμένια πόρτα του μαγαζιού άνοιξε και βρέθηκα να αντικρίζω έναν Θεό.
Μετά ο Θεός μού χαμογέλασε κι έχασα το φως μου.
Μου κόπηκε η ανάσα, σταμάτησε η καρδιά μου. Όλος ο κόσμος μου χάθηκε και στη θέση του μπήκε το ομορφότερο πρόσωπο που είχα δει ποτέ στη ζωή μου και δύο υπέροχα, χαμογελαστά πράσινα μάτια.
Μέσα σε μια στιγμή, από εκείνες τις διαφορετικές στιγμές που διαρκούν αιώνες, ερωτεύτηκα. Ήταν σαν να έφαγα σφαίρα. Δεν είχα ξαναπάθει ποτέ μου τέτοιο πράγμα.
Όταν ξαναπήρε μπρος η καρδιά μου, βροντούσε σαν πιστόνι και άρχισα να έχω την παράξενη αίσθηση πως αιωρούμουν. Ούτε κατάλαβα πώς του είπα γεια και πώς μπήκα στο μαγαζί. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη.
«Έλα, ρε μαλάκα, μας βγήκε η πίστη να σε ξυπνήσουμε», είπε ο Διονύσης. «Αγνή, ο Άρης. Άρη, από δω η Αγνή, που έχει τα γενέθλιά της σήμερα και την έφερα να της πάρω δώρο κάναν δίσκο».
Εκείνος κάτι απάντησε και, μόλις άκουσα τη φωνή του, έφαγα δεύτερη σφαίρα, γιατί ήταν η ωραιότερη φωνή που είχα ακούσει ποτέ, ζεστή, μπάσα, λίγο ένρινη, με ένα υπέροχο γρέζι, καλλιεργημένη σαν ηθοποιού. Εκείνος γέλασε και κάτι είπε, αλλά δεν καταλάβαινα τα λόγια που μου έλεγε, λες και ήμουν σε αφασία. Το μυαλό μου συρρικνώθηκε σε κουκούτσι. Ευτυχώς ο Άρης πήγε στα ενδότερα για να μας φτιάξει καφέδες, γιατί, έτσι που είχα αποσβολωθεί, θα με περνούσε για καθυστερημένο.
Το μόνο που έπιασα ήταν το όνομά του. Άρης.
Όσο έλειπε, συνήλθα κάπως και άρχισα να κοιτάζω τον χώρο γύρω μου. Το δισκοπωλείο δεξιά και αριστερά είχε στερεωμένα στους τοίχους κουτιά με δίσκους και ράφια με βιβλία. Είχε μπεζ μοκέτα στο πάτωμα και στο βάθος έναν πάγκο. Πίσω από τον πάγκο είχε μια πόρτα με κουρτίνα που οδηγούσε στα ενδότερα. Ήταν πολύ καλόγουστο και ο χώρος έμοιαζε τέλειος για άραγμα.
Είχα τη μεταφυσική εντύπωση πως είχα μεταφερθεί σε άλλη διάσταση, γιατί όλες οι αισθήσεις μου είχαν οξυνθεί τρομερά. Τα χρώματα είχαν γίνει πιο ζωηρά, πιο λαμπερά, πιο έντονα. Ο αέρας ήταν γλυκός και μπορούσα να μυρίσω το άρωμα του καφέ που ετοίμαζε ο Άρης, καθώς και την οικεία μυρωδιά του καπνού, συνδυασμένη με ένα ωραίο άρωμα που πλανιόταν στον χώρο. Οι ήχοι απέκτησαν απόκοσμη ευκρίνεια, άκουγα από τον δρόμο τα αυτοκίνητα να περνούν, τα βήματα των περαστικών, τις ομιλίες τους, αλλά και μια μουσική που ερχόταν από κάποιο ραδιόφωνο. Από το βάθος, πίσω από τον τοίχο που χώριζε το μαγαζί από τα ενδότερα, άκουσα τη φωνή του Διονύση και μετά το γέλιο και τη φωνή εκείνου. Μπορούσα, επίσης, να τον ακούω να ρουθουνίζει απανωτά κι έπειτα να καθαρίζει ξεροβήχοντας τον λαιμό του. Το βρήκα αξιολάτρευτο.
Σε κείνη τη νέα διάσταση όπου είχα βρεθεί και έμοιαζε με δισκοπωλείο, ζούσα μια από εκείνες τις στιγμές που είναι τόσο έντονες, τόσο δυνατές, που σου αλλάζουν τη ζωή για πάντα. Αισθανόμουν λες και έγιναν όλα αληθινά για πρώτη φορά, λες και ήμουν πρώτη φορά ζωντανή και ο κόσμος γύρω μου από δισδιάστατος, άχρωμος και άοσμος, είχε γίνει τρισδιάστατος, γεμάτος ολοζώντανα χρώματα, ήχους και αρώματα.
Το θεϊκό πλάσμα παραμέρισε την κουρτίνα και ήρθε κι ακούμπησε τον καφέ δίπλα μου στον πάγκο. Φορούσε μια χακί στρατιωτική μπλούζα κι ένα τζιν. Δεν γινόταν να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Ήταν σαν να είχα παραισθήσεις, γιατί τον έβλεπα να εκπέμπει φως και την αύρα του να φωτίζει τον τόπο όλο. Μου χαμογέλασε και έλιωσα. Είχε το ωραιότερο χαμόγελο του κόσμου. Ήταν πιο ζωντανός, πιο ζωηρός και πιο ευκρινής από οποιονδήποτε άλλο είχα ποτέ συναντήσει. Μόλις κοιταχτήκαμε, αφανίστηκα μέσα στα μάτια του, σαν σταγόνα βροχής που πέφτει στον ωκεανό και χάνεται καθώς ενώνεται μαζί του.
«Λοιπόν; Πού ήσουν κρυμμένη εσύ;» είπε το πλάσμα. Δεν απάντησα αμέσως, το στόμα μου είχε στεγνώσει.
Ήπια μια γουλιά καφέ.
«Ε, εδώ γύρω», είπα κι ένιωσα πως το IQ μου είχε πέσει πάνω από 50 μονάδες.
«Πώς και δεν σ’ έχω ξαναδεί;»
«Την έχεις ξαναδεί», πετάχτηκε ο Διονύσης. «Πριν τρεις μέρες στο σινεμά, είχες έρθει με τον Χρήστο και η Αγνή κα- θόταν ακριβώς πίσω σου. Δεν την πρόσεξες;»
Η συνειδητοποίηση πως είχα συναντήσει τον κάτοχο της πλάτης με συγκλόνισε μέχρι τα τρίσβαθα της καρδιάς μου. Τον ερωτεύτηκα, ενώ μου είχε γυρισμένη την πλάτη; Μα είναι ποτέ δυνατόν; Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται…
«Μόνο ένας τυφλός δεν θα την πρόσεχε», απάντησε ο Άρης κοιτάζοντάς με στα μάτια.
Κοίταξα αλλού, γιατί φοβόμουν μην πάθω καρδιακή προσβολή.
Το θεϊκό πλάσμα παραμέρισε την κουρτίνα και ήρθε κι ακούμπησε τον καφέ δίπλα μου στον πάγκο. Φορούσε μια χακί στρατιωτική μπλούζα κι ένα τζιν. Δεν γινόταν να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Ήταν σαν να είχα παραισθήσεις, γιατί τον έβλεπα να εκπέμπει φως και την αύρα του να φωτίζει τον τόπο όλο.
Εκείνος ψάρεψε ένα πακέτο Άσσο άφιλτρα πίσω από τον πάγκο και μου πρόσφερε ένα.
«Καπνίζεις;»
Κούνησα το κεφάλι καταφατικά –δεν εμπιστευόμουν τη φωνή μου ακόμα– και πήρα ένα. Το έφερα με τρεμάμενο χέρι στα χείλη μου κι εκείνος έγειρε ελαφρά προς το μέρος μου για να μου το ανάψει. Οι ματιές μας ξανασυναντήθηκαν. Πήγα να λιποθυμήσω. Πώς μοσχοβολούσε!
Δεν απολογήθηκε που κοιμόταν μέχρι τις δώδεκα. Ήταν άνετος, λες και το γεγονός ότι τον ξυπνήσαμε μεσημέρι, προκειμένου να ανοίξει το μαγαζί, ήταν το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο. Τον θαύμασα γι’ αυτό, το βρήκα απελευθερωτικό.
Με περνούσε μερικά χρόνια. Χριστέ μου, τι όμορφος που είναι!
«Λοιπόν;»
Τι λοιπόν; «Λοιπόν, τι κάνουμε τώρα εσύ κι εγώ;», «Λοιπόν, πότε θα γίνεις δική μου;».
«Λοιπόν τι;» κατάφερα να αρθρώσω τελικά, ενώ τον κοιτούσα στα μάτια μαγεμένη.
«Λοιπόν, τι μουσική σ’ αρέσει;»
Α, ναι, σωστά. Για ν’ αγοράσουμε δίσκο δεν είχαμε έρθει;
«Εεε… πολλά».
«Για πες».
«Εεε, ροκ, τέτοια».
Πόσο χαζή ακούγομαι, Παναγίτσα μου; Άκου «ροκ, τέτοια!». Έλεος!
«Έχεις δίσκους;»
«Ου!»
«Τι δίσκους έχεις;» Ρουθούνισμα, καθάρισμα λαιμού. Θεέ μου, τι ωραία που ξεροβήχει.
«Εεε, ξέρω κι εγώ, μάλλον τα κλασικά. Καλά, εντάξει, Beatles, Stones και λοιπά… Α, εεε… τους Procol Harum τους ξέρεις;»
«Εγώ τους ξέρω, εσύ πώς και τους ξέρεις είναι το ερώτημα», είπε τονίζοντας τα λόγια του και κοιτάζοντάς με εξεταστικά.
Καθώς πιάσαμε να μιλάμε για μουσική, ζωήρεψα κι ένιωσα πιο άνετα και όσο του απαριθμούσα τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες το βλέμμα του είχε καρφωθεί στο δικό μου κι έδειχνε να εκπλήσσεται ευχάριστα με αυτά που άκουγε.
Σηκώθηκε, έκανε τον γύρο του πάγκου και ήρθε και στάθηκε μπροστά στους δίσκους, ακριβώς δίπλα στην καρέκλα μου. Ή εγγύτητα μου έφερε ζάλη. Κοιτούσα σαν μαγεμένη τα χέρια του, καλλίγραμμα, ευλύγιστα κι εκφραστικά, καθώς ξεφύλλιζαν τους δίσκους. Κάθε τόσο ξεχώριζε κι από έναν και τον έβαζε στην άκρη. Έφτιαξε μια ντάνα και την πήγε πίσω από τον πάγκο. Κάθισε κι έβγαλε έναν δίσκο από τη θήκη του. Με μεγάλη ευχαρίστηση παρατήρησα πως το άνοιγμα της εσωτερικής θήκης ήταν κάθετο προς το άνοιγμα του εξώφυλλου, ώστε να μην κυλήσει έξω ο δίσκος. Επίσης, δεν έβαλε τα δάχτυλά του στην επιφάνεια του δίσκου, αλλά τον κρατούσε με μαεστρία με το ένα δάχτυλο στο κέντρο του και τον αντίχειρα στην κόψη. Επιτέλους. Κάποιος που ξέρει πώς να κρατάει σωστά τους δίσκους, χωρίς να χρειάζεται να βάλω επιγραφή πάνω από το πικάπ. Πόση άνεση και επιδεξιότητα!
Τον έβαλε να παίξει και ακούμπησε τη βελόνα στον δίσκο χωρίς να ακουστεί ντουκ. Εκστασιάστηκα.
«Για πες. Αυτό το έχεις ακούσει ποτέ;» Ξεχύθηκαν οι πρώτες νότες μιας υπέροχης ροκ μπαλάντας.
Το στερεοφωνικό του ήταν φανταστικό, δεν είχα ξανακούσει ποτέ τέτοια ποιότητα. Ανατρίχιασα ολόκληρη. Έσκυψε και το δυνάμωσε.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Πώς θα ήταν η Αλίκη αν έμπλεκε με σκληρά ναρκωτικά στη Χώρα των Θαυμάτων; Πώς είναι η ζωή ενός κοριτσιού κανονικής ελληνικής οικογένειας όταν κυριεύεται από την ηρωίνη στα καλά καθούμενα ή στα όχι-πολύ-καλά καθούμενα; Πώς είναι να βουλιάζει το ίδιο κορίτσι στον πιο βαθύ εθισμό και πώς είναι να καταφέρνει στο τέλος να βγει στην επιφάνεια κλοτσώντας, δηλαδή να τα κόψει όλα μαχαίρι;
Το κορίτσι στη θέση της Αλίκης είναι αληθινό, η ιστορία του, που τρέχει σε αυτό το βιβλίο, είναι πιο αληθινή από την αλήθεια. Τρέχει κυριολεκτικά από καθωσπρέπει σπίτια σε καταγώγια, σε φοιτητικά υπόγεια, σε στενάχωρες συνθήκες, σχέσεις, έρωτες και φιλίες, με μια αισιοδοξία και την ανακουφιστική λύση στο τέλος, εκεί ακριβώς που περιμένεις ότι το έργο που διαβάζεις θα γίνει βαριά τραγωδία: Δεν πηγαίνουν όλα καλά πάντα στη ζωή, αλλά μερικές φορές πηγαίνουν. Μερικές φορές η ηρωίδα γλιτώνει, βγαίνει από το λούκι, στέκεται στα πόδια της.
Και αφηγείται με απλή γλώσσα τη συναρπαστική, τραγική, μερικές φορές αστεία, ζωηρή, λαχανιαστή, γοητευτική, αλλά κυρίως παν-αληθινή ιστορία της…